Το Snap(shots) ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2019 και, άθελα του, εξελίχθηκε ουσιαστικά σε ένα project καραντίνας. Δεν είχα στο μυαλό μου ότι η πραγματικότητα θα με περιόριζε για τόσο μεγάλο διάστημα να γράφω κατά βάση για ψυχαγωγία που λαμβάνει χώρα εντός τεσσάρων τοίχων (και τειχών): ακροάσεις δίσκων εντός της οικίας ή σε βόλτες με μήνυμα, ιδιωτικές προβολές ταινιών και σειρών και αναγνώσεις βιβλίων μέσα στην αιώνια λούπα των ημερών. Με όλα αυτά να μοιάζουν πλέον κάπως μακρινά (καλομελέτα και έρχεται, που λένε), αποφάσισα να συνεχίσω και φέτος τη στήλη με την προοπτική και την ελπίδα να καταφέρω να εντάξω σε αυτήν πολλά που (θα) συμβαίνουν πλέον και στη ζωή εκεί έξω. Μετά από ένα μήνα απουσίας, μέσα στον οποίο η συλλογική θλίψη από το στοίβαγμα αμέτρητου βάρους των τελευταίων μηνών υπερέβη, αλλά δεν ακύρωσε εντελώς, την ενστικτώδη ανάγκη για θερινή ανεμελιά, η στήλη επιστρέφει με τα λάφυρα του καλοκαιριού και τις πρώτες, αισιόδοξες ματιές στη νέα καθημερινότητα.
Η πρώτη, “μεγάλη” ταινία της νέας κινηματογραφικής σεζόν αποδείχθηκε, δυστυχώς, μεγάλη απογοήτευση. Και γράφω δυστυχώς γιατί ήθελα, πραγματικά ήθελα, να μου αρέσει πολύ το νέο φιλμ του Leos Carax, ενός σκηνοθέτη που μου έχει χαρίσει μερικές από τις πιο έντονες κινηματογραφικές εμπειρίες της ζωής μου με ταινίες όπως το Holy Motors και Les Amants Du Pont-Neuf. Όμως το προχειροφτιαγμένο Anette, η πρώτη αγγλόφωνη ταινία του γάλλου σκηνοθέτη, είναι ένα πειραγμένο μιούζικαλ/ροκ όπερα με μουσική των ευφυέστατων Sparks, στο οποίο αποτυπώνεται η ερωτική ιστορία του αναδυόμενου stand-up κωμικού αστέρα Henry (Adam Driver σε αδιανόητο, ερμηνευτικό επίπεδο) και της διάσημης, σοπράνο γυναίκας του Ann (Marion Cotillard σε πιο δεύτερο ρόλο) και εξελίσσεται σε ένα παραβολικό πασάλειμμα για τα δεινά των καιρών μας, χρησιμοποιώντας ως πρίσμα την τοξική αρρενωπότητα, για να χωρέσει τελικά επιφανειακά την γυναικοκτονία, το #metoo, το parental control, ακόμη και την κλιματική κρίση. Οι συμβολισμοί αποδεικνύονται, εχμ, ξύλινοι και όσα, πολλά και σημαντικά, ήθελε να μεταφέρει ο σκηνοθέτης, πνίγονται μέσα στην δραματουργική υπερβολή τους και φανερώνουν το άγχος του ίδιου να φανεί πως έχει πιάσει το νόημα της εποχής. Η, ακόμη μία, εκπληκτική ερμηνεία του Adam Driver, τα φωνητικά έκπληξη της Marion Cotillard, η (οχι πάντα) φοβερή μουσική των Sparks και ορισμένες σκηνές με ισχυρό shock value, έσωσαν κάτι από μία ταινία που τελικά το μεγαλύτερο της πρόβλημα ήταν το πόσο βαρετή ήταν. Το φινάλε, που καλύτερα να μην αποκαλυφθεί, κρύβει και ένα στοιχείο αυτοκριτικής για τον ίδιο τον σκηνοθέτη, κάτι το οποίο έχει μία ειλικρίνεια και κράτησα ίσως και περισσότερο απ’ όλη την ταινία.
Οι δύο πρώτες μίνι σειρές που παρακολούθησα με την επιστροφή από τις διακοπές προέρχονται από το Ηνωμένο Βασίλειο, είναι βασισμένες σε βιβλία και λειτουργούν ιδανικά ως ζέσταμα εν΄ όψει της νέας, τηλεοπτικής σεζόν. Το Us, το οποίο προβλήθηκε πέρυσι το φθινόπωρο στο BBC και δανείζεται την υπόθεση του από το βιβλίο του David Nicholls, διηγείται την ιστορία μιας οικογένειας που βρίσκεται σε κρίση. Με το ξεκίνημα της σειράς η Connie (Saskia Reeves) ανακοινώνει στον σύζυγο της Douglas (Tom Hollander) πως θέλει να πάρουν διαφορετικούς δρόμους σε αυτή τη ζωή, ενώ βρίσκονται μόλις λίγες μέρες πριν από τις γκράντε καλοκαιρινές τους διακοπές. Εν τω μεταξύ η σχέση του Douglas με τον γιο του Albi βρίσκεται σε πολύ κακή φάση και κάθε τους συζήτηση αποτελεί αφορμή για να μεγαλώσει η απόσταση μεταξύ τους. Τελικά, αποφασίζουν να δώσουν μία τελευταία ευκαιρία στην οικογενειακή τους ζωή και ξεκινούν το tour τους σε διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις, ενώ τα flashbacks στο παρελθόν μας δίνουν τροφή για την καλύτερη κατανόηση της τωρινής κατάστασης. Πνευματώδες χιούμορ, μεστός συναισθηματισμός και ρεαλιστικοί, ανθρώπινοι χαρακτήρες συνιστούν την επιτυχία αυτής της πολύ αληθινής σειράς. Μία διαφορετική οικογενειακή υπόθεση εξιστορεί το Pursuit Of Love, βασισμένο σε βιβλίο της Nancy Mitford, το οποίο δεν εκτυλίσσεται στο τώρα, αλλά σε μία μεσοπολεμική Αγγλία. Η πολυτάραχη σχέση των ξαδέρφων Linda (Lily James) και Fanny (Emily Beecham) ξεκινάει από τα εφηβικά τους χρόνια στην οικογενειακή έπαυλη της πρώτης στην Αγγλία του μεσοπολέμου, περίοδο όπου και οι δύο ονειρεύονται τον έρωτα και την διαφυγή τους από την οικογενειακή φυλακή, και ολοκληρώνεται αρκετά χρόνια αργότερα, όταν πλέον ο πόλεμος έχει τελειώσει και, πέρα από τις ίδιες, ένα ολόκληρο έθνος αναζητά την ταυτότητα του. Αέρας εποχής, ερμηνείες με μπρίο και ανάλαφρος, ταυτοτικός προβληματισμός συνθέτουν αυτό το ανέλπιστα ευχάριστο dramedy εποχής.
Ας μιλήσουμε τώρα για ένα βιβλίο, αυτό που κατάφερα να ολοκληρώσω με καθαρό μυαλό μέσα στις διακοπές, γιατί αλλιώς δεν θα γινόταν. Το Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ! του William Faulkner, σε συγκλονιστική μετάφραση της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου, είναι μία από αυτές τις βαθιά απαιτητικές, μα και αξέχαστες, εξαγνιστικές, αναγνωστικές εμπειρίες που με την ολοκλήρωση τους νιώθεις πως έχεις ξεκλειδώσει ένα νέο level κατανόησης της λογοτεχνίας και της ζωής. Το βιβλίο εξιστορεί αποσπασματικά και σε μη γραμμική χρονική σειρά την ιστορία ενός φτωχού άνδρα, του Τόμας Σάτπεν, που καταφέρνει να ανελιχθεί κοινωνικά και να πλουτίσει εν μέσω του Αμερικάνικου εμφυλίου πολέμου, μέσα από τις αφηγήσεις διαφόρων χαρακτήρων του βιβλίου. Η ιστορία της ζωής του, όμως, μοιάζει όμως με μία αρχαιοελληνική τραγωδία με φόντο την Αμερικάνικη επαρχία, τις τεράστιες αγροτικές εκτάσεις και ένα έθνος σε κρίση. Ο λεπτοδουλεμένος τρόπος γραφής του Faulkner εισχωρεί βαθιά στην ανθρώπινη κατάσταση και μας υπενθυμίζει πως αυτή παραμένει στην ουσία ίδια μέσα στην πορεία της ανθρωπότητας.
Δεν μπορώ να πω πως το φετινό καλοκαίρι είχα ιδιαίτερη όρεξη για νέα μουσική. Βολεύτηκα κυρίως σε χειροποίητες playlists και αγαπημένους δίσκους του παρελθόντος, μιας και δεν μπορούσα να αφομοιώσω και να απολαύσω πραγματικά τίποτα το καινούργιο. Εξαιρέσεις αποτέλεσαν η εντυπωσιακή επιστροφή της Billie Eilish, το όσο καλοκαιρινό δεν πάει album του Joy Orbison (έρχεται κριτική), όμως κυρίως ξεχώρισα την ονειρώδη, americana χαρμολύπη των Damon & Naomi στο album τους A Sky Record που ήρθε να δέσει καλύτερα απ΄όλα με τη συγκρουσιακή, συναισθηματική κατάσταση που διαμορφώθηκε μέσα μου κατά την περίοδο των διακοπών. Οι γλυκόπικες μελωδίες για ανοιχτούς ορίζοντες, οι τρυφερές λέξεις που ακούγονται σαν προσευχές και τα καταπραϋντικά φωνητικά του δίσκου, λειτούργησαν ως το μουσικό μου φανάρι αλλά και ως πυξίδα για το μέλλον.