Πίσω στα 90s και τα χρόνια της αθωότητας, ο Nick Cave δεν ήταν ακόμη ο δανδής που ξέρουμε σήμερα, αλλά ένας μποέμ τύπος που έγραφε ποιητικές μπαλάντες με τους νεαρούς, επίσης, τότε, Bad Seeds.
Κείμενο: Άρης Καραμπεάζης
From Her To Eternity (Mute, 1984)
Ένας δίσκος που ξεκινάει με διασκευή σε Leonard Cohen και παρακάτω επιστρέφει σε κάποιο classic του Elvis Presley, θεωρητικά δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ριζοσπαστικός. Αυτά όμως μπορούμε και τα λέμε σήμερα. Παρότι συνδετικός κρίκος της παραδοξότητας των Birthday Party με την καθολική άποψη των επόμενων τριάντα χρόνων για την δομή του rock ‘n’ roll ως κάτι πρόωρα κουρασμένο, το FHTE παραμένει μέχρι σήμερα ένας ακραίος δίσκος που δύσκολα ακούγεται σε συνθήκες ψυχικής γαλήνης ή και ανάτασης ακόμη. Προεξέχει πάντοτε η συνθετική ανωτερότητα του ομώνυμου τραγουδιού για το οποίο συμπράττουν τέσσερις Bad Seeds και μια Anita Lane και το ειδικό βάρος Μουσικών όπως ο Barry Adamson και Ψυχών όπως ο Hugo Race, για να ξεκαθαριστεί ότι το ντεμπούτο ως Bad Seeds έχει κερδίσει μία και για πάντα τη μάχη με τον χρόνο. Το δεκάλεπτο A Box For Black Paul καταπίνει (αμάσητες) όλες τις ματωμένες ιστορίες που θα διηγηθεί ο Cave από τα μέσα των 90s και μετά.
The Firstborn Is Dead (Mute, 1985)
O «αμερικάνικος» δίσκος των Bad Seeds, με μπόλικα δάνεια, αντιδάνεια και αναφορές, παρότι δεν υπολείπεται σε πάθος, ακούγεται σήμερα μάλλον αδύναμος σε σχέση με ό,τι προηγήθηκε, αλλά κύρια με ό,τι ακολούθησε αυτού, και όλα αυτά ενώ υπάρχει μια μερίδα «φανατικών» που θεωρεί ότι είναι ο τελευταίος καλός δίσκος του Cave (!!!). Άλλωστε, από εδώ και μετά αρχίζει μία ατέρμονη αντιπαράθεση περί του πότε ο Cave έπρεπε να τα παρατήσει, αν, γιατί και πώς. Το “Train Long Suffering” παραμένει στα πιο στιβαρά του τραγούδια μέχρι σήμερα, ένα αρχετυπικό gospel punk με ορθή έμφαση και στα δύο του στοιχεία και, εν γένει, εδώ επέρχεται η οριστική ρήξη με την υπόλοιπη γενιά του, καθώς ο Cave θα ενδιαφερθεί οριστικά για το παρελθόν και όχι το μέλλον της μουσικής του. Στις συναυλίες του θα υπάρχει ένας αιώνια ενοχλητικός που ουρλιάζει “Tupeloooooo”… Τσεκάρετε το.
Kicking Against The Pricks (Mute, 1986)
Στο εναρκτήριο “Muddy Water”, ο Nick Cave ακούγεται ανέλπιστα ζεστός ‒ και είναι μόλις 1986. Το τοπίο ξεκαθαρίζει από την άποψη της ιστορικής συνέχειας και ο Mick Harvey αρχίζει να πραγματοποιεί το όραμα της ολοκληρωτικής Bad Seeds ενορχήστρωσης, που για τα επόμενα 20 χρόνια θα στιγματίσει την μπάντα ως τους καλύτερους δογματικούς αναθεωρητές στην ιστορία του ροκ. Οι διασκευές πάντοτε έχουν τη μάχη με το χρόνο υπέρ τους και, με την απάλειψη του βελούδου και την εξόρυξη των υπογείων να τονίζεται σε κάθε επόμενη επιλογή, υπάρχουν ούτως ή άλλως ελάχιστα περιθώρια αποτυχίας. Το γήπεδο έχει στρωθεί για τα καλά και κανείς πλέον δεν δικαιούται να διαμαρτύρεται για το χάος των Birthday Party, που αποτελεί ήδη μακρινό παρελθόν. Η άποψη τους για το “Black Betty” έχει όντως πλάκα.
Your Funeral, My Trial (Mute, 1986)
Ένας σκληρός, εσωτερικός, δυστοπικός και απόλυτα σκοτεινός δίσκος, που δεν αφήνει κανένα περιθώριο παρερμηνείας σχετικά με την ψυχοπνευματική κατάσταση του εμπνευστή του. Στο “Stranger Than Kindness” ο Cave αγγίζει πρόωρα την συνθετική κορύφωση για την οποία τον προόριζε η μοίρα του και θα συνεχίσει έτσι μέχρι να καταλήξει υπάλληλος του εαυτού του. Σε απαιτήσεις όπως αυτές του “The Carny” ανταποκρίνεται, προτάσσοντας περιθώρια αυτόματης γραφής, με αλάνθαστη υπαγόρευση προς μία μπάντα που αποκαλύπτει ακόμη περισσότερες υπεράνθρωπες δυνατότητες στο δρόμο προς το Τέλειο, που δεν θα αργήσει να έρθει.
Tender Prey (Mute, 1988)
Δεν είναι μόνο το ειδικό συναισθηματικό βάρος του “Mercy Seat”, που αναγορεύει τον εν λόγω δίσκο ως τον πραγματικό Σπουδαιότερο στην ιστορία του Nick Cave, με όποιο σχήμα και αν ηχογράφησε ποτέ και ό,τι και αν περίμενε ο κόσμος από αυτόν. Είναι η διαρκής αίσθηση σε όλη τη διάρκεια ότι εδώ έχει ξεπεράσει ακόμη και τους δασκάλους του, που κατά την άποψη μου είναι γεγονός πραγματικό. Δεν μπορώ να βρω κάτι στη δισκογραφία του Cohen, του Scott Walker ή οποιουδήποτε άλλου θεωρείται ως τέτοιος που να είναι ισοδύναμα συνταρακτικό σαν σύνολο. Και σε περιπτώσεις, όπως το “City Of Refugee”, τους αφήνει χιλιόμετρα πίσω πατώντας ανενδοίαστα πάνω στα επιτεύγματα τους, ακόμη και στο παιχνίδι της κρυφής διασκευής. Ακόμη ένα έξοχο δείγμα του τι κατορθώνουν οι Bad Seeds όταν λειτουργούν σε καθεστώς συνθετικής δημοκρατίας είναι η ζόρικη blues φλέβα του “Up Jumped The Devil”, υποψήφιο sell out, με το “Deanna” να θυμίζει ότι ο Cave έχει επίγνωση των υπόλοιπων ‘80s και μελίρρυτο κλείσιμο με το “New Morning”, ως προς την πρώτη αχτίδα φωτός μετά από μία δεκαετία κατά την οποία είχε πέσει όχι μόνο βαθύ, αλλά και επικίνδυνο σκοτάδι.
The Good Son (Mute, 1990)
Είναι ο πρώτος δίσκος του Nick Cave που πράγματι ακούγεται και σε καθεστώς γαλήνης. Στο εξώφυλλο κάθεται στο πιάνο ως λευκός άγγελος, πλέον, και τέσσερα «ομοίως» αγνά νεαρά κοριτσάκια τον παρακολουθούν ευλαβικά. Στο περιεχόμενο ξεκινάνε πρόωρα τα δικά του “Hallelujah” και το Δράμα του “The Weeping Song”, καθώς το μοιράζεται με τον Blixa, ακούγεται λιγότερο παραβολικό από ότι πραγματικά είναι. Το ότι όλοι αυτοί οι δίσκοι κυκλοφόρησαν διαδοχικά ο ένας μετά τον άλλον φαντάζει σήμερα απίστευτο. Και όντως είναι. Η μούσα του Nick Cave και το άστρο των Bad Seeds έδειχνε αδύνατο να παύσει να υπάρχει. Οι τελευταίοι κάνουν εξαιρετική δουλειά στο “Hammer Song”, καθώς ακούγονται σαν καταραμένη big band που δεν έχει όρια και ντροπές, ιδιότητα που θα τελειοποιήσουν στο αμέσως επόμενο στουντιακό πόνημα.
Henry’s Dream (Mute, 1992)
Η προσωπική μου άποψη είναι ότι μέχρι εδώ ο Nick Cave δεν έχει κάνει το παραμικρό λάθος, δεν έχει ακουστεί δευτερόλεπτο αδύναμος, έχει πράγματι εξελίξει το αισθητικό και ηχητικό σοκ, που ήταν οι Birthday Party, στην απολύτως θεμιτή του κατάληξη, με τρόπο ώστε να σωθεί και ο ίδιος. Έχει συνδυάσει τον μύθο με την πραγματικότητα, χωρίς να χρειαστεί ποτέ να παίξει απλώς έναν ρόλο, όπως έκανε τελικά ο Tom Waits. Μέχρι εδώ δίνει πάντοτε κάτι από τον εαυτό του, σε μεγάλο ή μικρότερο βαθμό. Πάντως δίνει. Το Henry’s Dream δεν είναι ο καλύτερος δίσκος του Cave (τα είπαμε αυτά), αλλά είναι ο καλύτερος δίσκος των Bad Seeds. Βουτάνε στην ουσία του rock ’n’ roll, τη χαρακώνουν στα ίσα με το στίγμα τους, και αυτή επιστρέφει ατόφια, βρώμικη και θριαμβευτική. Από το “Christina The Astonishing” μέχρι το “Brother My Cup Is Empty”, τα πάντα εδώ μέσα είναι εθιστικά ακόμη και σε καθεστώς επιτηδευμένης αφέλειας. Ήταν, είναι και θα είναι ο αγαπημένος δίσκος του υπογράφοντος και όχι απαραίτητα επειδή είναι ο πρώτος που άκουσα.
Live Seeds (Mute, 1993)
Αποτέλεσμα της περιοδείας του Henry’s Dream, αλλά με αλάνθαστο tracklisting από τις πραγματικά σπουδαίες στιγμές της μέχρι τότε πορείας. Το “Weeping Song” γίνεται ακόμη πιο συγκλονιστικό και σε όλη τη διάρκεια αισθάνεσαι ότι κάποιος πρέπει να μας επιβραβεύσει ως κοινό για την πίστη και την πώρωση που δείξαμε με την υπόθεση Nick Cave & The Bad Seeds on stage όλα αυτά τα χρόνια. Τα live άλμπουμ θα έπρεπε να είναι πάντοτε κάπως έτσι και ποτέ ο τόπος της ηχογράφησης να μην προβάλλεται ως μείζον στοιχείο των δημιουργών. Άξια αναφοράς και η ακόμη πιο συγκλονιστική απόδοση στο “From Her To Eternity”.
Let Love In (Mute, 1994)
Διακρίνοντας κανείς την απόσταση που χωρίζει πλέον τον Nick Cave από τις ιστορίες που διηγείται, εντοπίζει παράλληλα το πρώτο ατόφια «επαγγελματικό» άλμπουμ των Bad Seeds, οι οποίοι περισσότερο λόγω εμπειρίας, παρά λόγω έμπνευσης, δημιουργούν ένα εντυπωσιακό horror pop σκηνικό, που εύκολα βρήκε τον δρόμο του κινηματογράφου και της εν γένει εμπορικής εκμετάλλευσης σε θεμιτές χρήσεις, που μέχρι τότε θα ήταν μάλλον δύσκολο να δικαιολογηθούν για μία περίπτωση σαν τη δική τους. Ενορχηστρώσεις επί ενορχηστρώσεων και μπόλικα «οπτικά» πειράματα του Mick Harvey, ο οποίος σχεδόν αποκτά τον πρώτο λόγο στην μπάντα (αν ποτέ είναι δυνατόν να γίνει κάτι τέτοιο, αρχηγού παρόντος). Οι καμπάνες έχουν σημάνει για τα καλά και το περιβόητο jingle-jangle σε λίγο θα πάψει να υπάρχει και αυτό. Ακόμη και τα «γερά» τραγούδια του δίσκου δεν στάθηκαν τόσο καλά στην εικοσαετία που πέρασε, ακριβώς εξαιτίας της άμεσα προσβάσιμης ηχητικής τους θέσης. Παρασκηνιακές συνθέσεις όπως τα “Thirsty Dog” και “Jangling Jack” περιμένουν ακόμη να αγαπηθούν όσο τους πρέπει.
Murder Ballads (Mute, 1996)
Αν ο Nick Cave έχει κυκλοφορήσει ένα δίσκο εξαργύρωσης επιτυχίας και επιτευγμάτων του παρελθόντος, τότε είναι σίγουρα αυτός. Το χιλιοακουσμένο ντουέτο με την Kylie Minoque στο “Where The Wild Roses Grow”, που αγαπήθηκε άγρια από το MTV, περιέργως επιβιώνει καλύτερα από ότι ο υπόλοιπος δίσκος. Το αντίστοιχο με την PJ Harvey παραμένει ένα συμπαθητικό τραγούδι που υπολείπεται της παράδοσης στην οποία εντάσσεται. Δεν έχει σημασία τι έγραψε και τι δανείστηκε ο Cave. Σημασία έχει ότι για πρώτη φορά το όραμα του ακούστηκε ξεθωριασμένο προτού καν αποτυπωθεί στο στούντιο. Υπάρχουν και μερικά απερίγραπτα b-sides, ενώ η άποψη του για το “Stagger Lee” είναι από τις πιο τυπικές που έχουν ακουστεί τόσα χρόνια που η ιστορία του επιμένει να υπάρχει. Στο τέλος υποτίθεται ότι τα πάντα αναιρούνται με μία ανάλαφρη απόδοση στο “Death Is Not The End” του Bob Dylan, αλλά και μέχρι τότε δεν είχαμε καν τρομάξει για να θεωρηθεί ότι δήθεν το χρειαστήκαμε.
The Boatman’s Call (Mute, 1998)
Όντας απόλυτα ξεκαθαρισμένο ότι ο Nick Cave στο εξής απλώς ανεβάζει κάθε φορά την ίδια παράσταση με άλλα σκηνικά και τον ίδιο πρωταγωνιστή (τον εαυτό του), το Boatman’s Call δεν υποφέρει από τη σοβαροφάνεια του προκατόχου του και, με την επιλογή της απογυμνωμένης ενορχήστρωσης, κερδίζει τη μάχη με το χρόνο ως δείγμα απόλυτα προσωπικής γραφής, που πρώτα αναζητά την εκ των έσω και έπειτα την έξωθεν καλή μαρτυρία. Έχει φτάσει να θεωρείται ο πλέον αψεγάδιαστος δίσκος του Nick Cave και το γεγονός της απόλυτης προσβασιμότητας του να αναγορεύεται σε μέγα προσόν. Ως συνθέτης άγγιξε την έντεχνη πλευρά του, απομακρύνθηκε σχεδόν βίαια από τις rock ‘n’ roll ρίζες του (τόσο βίαια που μετά από χρόνια θα γκρεμοτσακιστεί όταν θα τις αναζητήσει και πάλι), αλλά πάντως είχε ακόμη μερικά σπουδαία και κυρίως ΟΧΙ προκατασκευασμένα τραγούδια στο συρτάρι του. Επιπλέον, έζησε την ατυχία του να τον διασκευάσει ο Διονύσης Σαββόπουλος.
Διαβάστε ακόμα: O (δικός μας) Nick Cave της τελευταίας εικοσαετίας
Η δισκογραφία του Nick Cave από το 2000 έως σήμερα, μέσα από κείμενα που δημοσιεύτηκαν στο Avopolis, μαζί με κάποιες σκέψεις που φέρνουν αυτά τα ταξίδια...
Nick Cave day είναι η Παρασκευή 16/4, για το Backstage Festival.
- Συντονιστείτε στο Backstage Film Festival μετά τις 21:00. Θα προβληθεί το Nick Cave - Straight To You, το πρώτο ντοκιμαντέρ για τον Nick Cave που είχε την άδειά του, το οποίο μας παρουσιάζει τον ίδιο και την καριέρα του μέχρι το 1993, με σπάνιες σκηνές από την καθημερινότητά του. Περισσότερα εδώ.
- O (δικός μας) Nick Cave της τελευταίας εικοσαετίας: Η δισκογραφία του Nick Cave, μέσα από κείμενα που δημοσιεύτηκαν στο Avopolis, μαζί με κάποιες σκέψεις που φέρνουν αυτά τα ταξίδια...
- Nick Cave And The Bad Seeds: η δισκογραφία στα '80s και τα '90s. Aνατρέχουμε στο σχετικό αφιέρωμα του SONIK και κάνουμε διαθέσιμο όλο το τεύχος, σε PDF!
Info
Δείτε εδώ τις πληροφορίες και το πρόγραμμα του φεστιβάλ.
Έχω χάσει κάποιες από τις ταινίες. Μπορώ να τις παρακολουθήσω;
Ναι, μπορείς να το κάνεις, για περιορισμένο χρονικό διάστημα. Τα εγγεγραμμένα μέλη του Avopolis έχουν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν on demand μέχρι και την Τρίτη 20 Απριλίου, εδώ, όλες τις ταινίες της πρώτης εβδομάδας. Μπορείτε να εγγραφείτε σε 1 λεπτό, δωρεάν, με το email σας, εδώ.
Ακούστε την εκπομπή του Μάκη Μηλάτου, για το Backstage Film Festival
Διαβάστε ακόμα: Backstage Festival: Δείτε on demand όλες τις ταινίες της πρώτης εβδομάδας!