Τα 15 track που απαρτίζουν το album χαρακτηρίζονται από μια απίστευτα ισορροπημένη... πολυσυλλεκτικότητα.
Είναι να αναρωτιέται κανείς σχετικά με το αν όταν συναντήθηκαν Rob Garza και Eric Hilton είχαν κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό τους σχετικά με τη μουσική που ήθελαν να δημιουργήσουν. Συνειδησιακοί τρόφιμοι αντίθετων μουσικών αντιλήψεων, πλην όμως ασχολούμενοι από μικροί με τη μουσική και πάνω απ όλα με ανοιχτά τα αυτιά να κρατάνε κάθε τι αξιόλογο, φαίνεται πως σύντομα συνειδητοποίησαν πως τελικά η μουσική είναι μια... αρκεί να σε εκφράζει.
Κάπου εκεί, εν έτει 1996, συμμαζεύοντας ένα πλήθος από ιδέες, κάνει διακριτικά την εμφάνιση του το κλασικό πλέον debut album τους “Sounds from the Thievery Hi-Fi”. Δεν ήταν δύσκολο να καταλάβει κανείς πως κομμάτια σαν το Shaolin Satellite, δεν αποτελούσαν απλά επιτηδευμένη dub, αλλά υπόσχονταν πολλά περισσότερα για το μέλλον. Πέραν των αρκετών κυκλοφοριών που έκαναν την εμφάνιση τους από τότε, το “The Mirror Conspiracy” σηματοδότησε μια νέα εποχή στον ήχο τους, χαρίζοντας μας διαμαντάκια σαν το Le Monde και Shadows of ourselves που εξακολουθούν ακόμα να συντροφεύουν τα πιο ονειρικά ταξίδια. Φθάνοντας αισίως στο τέταρτο lp, το “The Richest Man in Babylon” βρίσκεται σε πολύ δύσκολη θέση, μιας και οι απαιτήσεις ήταν ιδιαίτερα αυξημένες. Ευτυχώς για τους Thievery, αλλά κυρίως και για όσους διψάνε για τα ξεχωριστά ηχοτοπία που μόνο αυτοί μπορούν να δημιουργήσουν, το album καταφέρνει να σταθεί στο ύψος των προηγούμενων παραγωγών τους.
Τα 15 track που απαρτίζουν το album χαρακτηρίζονται από μια απίστευτα ισορροπημένη... πολυσυλλεκτικότητα. Είναι δύσκολο να μην γίνει αναφορά σε κομμάτια όπως το All That We Perceive, ή το From Creation στα οποία, από το πρώτο άκουσμα γίνεται άμεσα αντιληπτό πως ήρθαν για να μείνουν. Πανέμορφα και τα ανατολικά tunes που ντύνουν την ούτως η άλλως καλοστημένη baseline του Facing East, όπως και το τζαμαϊκανό rhythm του ομώνυμου The Richest Man In Babylon, ενώ όλα τα υπόλοιπα κομμάτια πλαισιώνουν μια συνολικά εξαιρετική παραγωγή, δείχνοντας πως οι TC δε διστάζουν να ανεβάζουν τον πήχυ του άψογου φινιρίσματος, που οι ίδιοι θέτουν, με κάθε τους κυκλοφορία.
Οι Thievery, με τις καλύτερες προϋποθέσεις δίνουν τον δικό τους αγώνα, να δημιουργούν easy listening electronica, με ουσία. Η ambience των δημιουργιών τους που ντύνει τις ευρηματικές γραμμές του μπάσου, φροντίζει κάθε στιγμή να τους αποστασιοποιεί από γλυκανάλατα lounge σκευάσματα, τα οποία χαϊδεύοντας τα αυτιά, χάνουν την ουσία. Μάλον όμως οι αναφορές πρέπει να σταματήσουν κάπου εδώ, αφού σε περίπτωση που δεν έγινε ακόμα κατανοητό, το album διεκδικεί μια περίοπτη θέση, αποτελώντας ένα μικρό στολίδι κάθε απαιτητικής δισκοθήκης.