Οι Neil Tennant και Chris Lowe, όσο και αν ασπρίζουν ν όλο και περισσότερο τα μαλλιά τους, προσπαθούν να συνεχίσουν, όσο μπορούν, να ισορροπούν ανάμεσα στον καθολικό ορισμό της pop μουσικής και στον ήχο του εκάστοτε underground ηλεκτρονικού κινήματος.
Πείτε ότι θέλετε, αλλά πάντα είχα μία πολύ καλή θέση κρατημένη μέσα στην καρδιά μου για τους φίλτατους Pet Shop Boys. Παρ’όλα αυτά τους έχω συνδυάσει περισσότερο με μία περίοδο της ζωής μου όταν ανεβοκατέβαινα με τον βρετανό κολλητό μου τον αυτοκινητόδρομο Μ6 με ένα τελειωμένο κατακόκκινο Ford Fiesta ακούγοντας με τις ώρες μία αυτοσχέδια συλλογή με τις μεγαλύτερες τότε επιτυχίες του ντουέτου. Σαν να ήταν μόλις χθες, αν και έχουν περάσει χρόνια, θυμάμαι τις ατελείωτες βόλτες στα στενά του gay village του Manchester για μία θέση παρκαρίσματος, ακούγοντας στο διαπασών τον ύμνο “Paninaro”, και μετά να χωθούμε στον αναίσχυντο τρίτο όροφο του Paradise Factory.
Τα χρόνια πέρασαν, η κασέτα χάθηκε, όμως στο playlist του υπολογιστή μου το “Paninaro” παραμένει. Οι Neil Tennant και Chris Lowe, όσο και αν ασπρίζουν ν όλο και περισσότερο τα μαλλιά τους, προσπαθούν να συνεχίσουν, όσο μπορούν, να ισορροπούν ανάμεσα στον καθολικό ορισμό της pop μουσικής και στον ήχο του εκάστοτε underground ηλεκτρονικού κινήματος. Η τριλογία λοιπόν των “Disco” albums που ξεκίνησε με το εξαιρετικό και ιστορικής σημασίας πρώτο μέρος, το 1986, και συνεχίστηκε το 1994 με το ομολογουμένως κακό “Disco 2” ολοκληρώνεται φέτος με το “Disco 3”.
Όλα, και τα δέκα tracks, που περιέχονται στη συλλογή, γράφτηκαν, ηχογραφήθηκαν, ή μιξαρίστηκαν την εποχή που δούλευαν το περυσινό, το πιο φτωχό από ηλεκτρονικά στοιχεία, album τους, το “Release”, και το πιο ανθρώπινο και ζεστό παράλληλα της καριέρας τους. Στον αντίποδα λοιπόν, έρχεται το “Disco 3”, το νέο χορευτικό album των PSB όπως και προμοτάρεται.
Αυτό που θα εκτιμήσουν ιδιαίτερα οι fans των βρετανικού ντουέτου από το “Disco 3” είναι τα νέα τραγούδια που εμφανίζονται για πρώτη φορά, παρά τα πέντε remix των τεσσάρων τραγουδιών της εποχής του “Release”, συμπεριλαμβανομένου και του remix στο b-side, “Sexy Northerner”.
To “London” στα χέρια του Felix Da Housecat, περιέργως είναι απίστευτα ανιαρό και απλά διαδικαστικό από την μεριά του παραγωγού, έχοντας αφαιρέσει όλα εκείνα τα στοιχεία που έκαναν το “London” ένα από τα πιο ενδιαφέροντα tracks του περσινού album. To “Home and Dry” μετατρέπεται από τους Γερμανούς Piet Blank και Jaspa Jones σε ένα τυπικότατο, σε σημείο χασμουρήματος, trance track της εποχής, κατάλληλο για έναν dj σε κάποιο μοδάτο κυριλέ club της σειράς, ενώ το “Here” σε remix των ίδιων των PSB είναι ο ορισμός της extended έλλειψης έμπνευσης, γεγονός πραγματικά περίεργο, αν αναλογιστεί κανείς ανάλογες προσπάθειες του ντούετου στο παρελθόν. Το μοναδικό remix που κερδίζει βαθμούς εκτίμησης είναι αυτό του Tom Stephan (Superchumbo mix) στο “Sexy Northerner” που το μετατρέπει σε ένα πολύ καλό και σκοτεινό hard house track.
Η πραγματική αξία όμως της συλλογής όπως προείπαμε κρύβεται στα φρέσκα κομμάτια. Αρχή με το “Time On My Hands”, με τον Chris Lowe στα φωνητικά να ηγείται ένα dance διαμαντάκι, με την ιαχή “17, 18, 19, Party!” να έχει την δυνατότητα και τα φόντα αν του δοθεί η ευκαιρία να σαρώσει την σύγχρονη clubland.
To “Positive Role Model”, από την άλλη, φέρνει την πολυαγαπημένη gay disco στον 21ο αιώνα και το οι πίστες στο gay village που λέγαμε στην αρχή, παίρνουν φωτιά. Αυτό που θα αγαπήσουν όμως περισσότερο οι παλιοί fans των PSB είναι η επανηχογράφηση ενός τραγουδιού που είχε γράψει ο πρώτος παραγωγός τους, Bobby Orlando, πίσω στο 1983, το sexy και τραγικό κατά μία έννοια, “Try It (I’m In Love With A Married Man)”.
Από εκεί και πέρα τα δύο εναπομείναντα νέα τραγούδια, “Somebody Else’s Business” και “If Looks Could Kill” βρίσκονται στην σχετικά αδιάφορη σφαίρα, των «συμπαθητικών» αν και το δεύτερο με τα παραμορφωμένα σε vocoder φωνητικά, μοιάζει ξεπερασμένο.
Καλές στιγμές, εμπνευσμένες κρυμμένες νέες συνθέσεις για τις οποίες αδημονούν οι fans; Μερικές ίσως ναι για κάποιους… Όμως, μήπως θα ήταν καλύτερο για την υστεροφημία των Pet Shop Boys, κάπου εδώ να ολοκληρωνόταν η σειρά “Disco”; Τα τρία - τέσσερα tracks που πραγματικά άξιζαν να δουν το φως της επίσημης δισκογραφίας του group ίσως και να έπρεπε να βρουν άλλον τρόπο, παρά μία τέτοια συλλογή, όπου τα σχεδόν ανούσια remix διαστρεβλώνουν το σύνολο.