Ένα soundtrack που είναι –σαφώς και αδιαπραγμάτευτα– καλύτερο απ’ το τίποτα. Ακούγεται δυνατά και πάει πολύ με ουίσκι, κατά προτίμηση αφού έχεις δει την ταινία του John Hillcoat.
Όχι ότι η μουσική δεν σε βάζει από μόνη της στο κλίμα, αν σκέφτεσαι κινηματογραφικά και εφ’ όσον μοιράζεσαι το πάθος των δημιουργών για τον άγριο στην αφή αμερικάνικο νότο του πρώτου μισoύ του 20ού αιώνα.
Αυτών ειπωθέντων, οι δυο παλιόφιλοι (που δεν χρειάζονται συστάσεις) έχουν παράξει μακράν καλύτερα soundtracks. Αδυναμία του συγκεκριμένου: ακούγεται περισσότερο παλιομοδίτικο από ότι ατμοσφαιρικό. Σαν να έχει αφομοιώσει τη φιλοσοφία του Χόλιγουντ, η οποία θέλει τα προϊόντα του αρκούντως φτιασιδωμένα, καλοδουλεμένα, προσαρμοσμένα σε θεσμικές συμβάσεις, και –το κυριότερο– μακριά από καλλιτεχνικούς αυτοσχεδιασμούς ή σύνθετα συναισθήματα. Πράγμα που δεν θα περίμενα από τους Cave & Ellis να επιτρέψουν να συμβεί, καθώς με έχουν συνηθίσει σε πιο σπέσιαλ ποιήματα.
Για να εξηγήσω τι εννοώ, θα συγκρίνω το soundtrack για το Lawless με εκείνο που οι ίδιοι έφτιαξαν για το The Proposition το 2005. Η δεύτερη ταινία τοποθετείται μεν στην Αυστραλία του 1900-τόσο (και όχι στον αμερικάνικο νότο), έχει όμως πολλά κοινά σημεία με το Lawless από άποψη θεμάτων αλλά και συντελεστών –εκτός του Hillcoat στη σκηνοθεσία έχουν ακόμα τον ίδιο σεναριογράφο (την αυτού μεγαλειότητα Nick Cave), τον ίδιο διευθυντή φωτογραφίας, την ίδια υπεύθυνη κουστουμιών και τον άσσο Guy Pearce. Διαφέρουν βέβαια σημαντικά στον προϋπολογισμό, με το Lawless να διπλασιάζει, σχεδόν, αυτόν του Proposition.
Ενώ λοιπόν το ένα soundtrack (The Proposition) με μεταφέρει άψογα στο κλίμα της αυστραλιανής ερήμου, σε σημείο να μπορώ να μυρίσω τα αγριόχορτα και το χώμα, το δεύτερο (Lawless) μου δίνει την εντύπωση ότι περιπλανιέμαι σε φτιαχτό θεματικό πάρκο ψυχαγωγίας για τουρίστες που θέλουν να πάρουν μια γεύση από την παρανομία της δεκαετίας του 1920 και να φωτογραφηθούν μπροστά σε μια κάντιλακ. Όπως περιλαμβάνει μεγάλα ονόματα στο cast, το ίδιο συμβαίνει και στα φωνητικά του soundtrack –με κυριότερο αυτό της Emmylou Harris, ακολουθούμενο από τον φοβερό και τρομερό Mark Lanegan και τον Ralph Stanley. Όλοι τους πλαισιώνονται από τη μπάντα του soundtrack, τους Bootleggers. Δόξα στον Ύψιστο, συμμετέχει και ο Cave στα φωνητικά του “Burnin’ Hell”, το οποίο διόλου περιέργως είναι και το τραγούδι του soundtrack που συμπαθώ περισσότερο –το μυστηριώδες instrumental “End Crawl” αποδίδεται επίσης στον Cave. Μα γιατί δεν μπορούσαν και τα υπόλοιπα κομμάτια να κυμαίνονται στην ίδια διάθεση; Οι υπόλοιποι βιρτουόζοι απλώς διεκπεραιώνουν: ούτε η μπάσα-σήμα κατατεθέν φωνή του Lanegan αρκεί για να προσδώσει στα τραγούδια βαθύτερη ποιότητα, ούτε η (βαρετή) ερμηνεία του Stanley. O τελευταίος, μάλιστα, καταφέρνει να κάνει αγνώριστο το “White Light/White Heat” των Velvet Underground και μαζί να αποκοιμίσει τους ακροατές...
Το μέγεθος λοιπόν της παραγωγής και του προϋπολογισμού της ταινίας αποδεικνύονται αντιστρόφως ανάλογα με το μέγεθος του «επιτρεπόμενου» αντίκτυπου των Nick Cave & Warren Ellis στο soundtrack. Μπροστά στο soundtrack του Proposition, αυτό του Lawless περνάει απαρατήρητο. Μπροστά δε στο σπάνιο soundtrack του The Road (επίσης του Hillcoat) φαντάζει αστείο, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς τον όγκο των καλλιτεχνών που επιστρατεύτηκαν για να συμμετάσχουν. Ίσως όμως να μην είναι λόγος αυτός για να καταδικαστεί η δουλειά, γιατί, ιδωμένη ανεξάρτητα από άλλες λαμπερές στιγμές των Cave & Ellis στο παρελθόν και με γνώμονα το παρόν, δεν είναι τίποτα λιγότερο από συμπαθητική. Μπορεί να υφίσταται και εκτός οθόνης, όχι μόνο για τους φαν της ταινίας, αλλά και για αυτούς που ξέρουν και αγαπάνε το δημιουργικό επιτελείο του δίσκου.
Υποσημείωση: πέραν του Cave στο “Burnin’ Hell”, τείνει να ξεχωρίσει και η Emmylou Harris με την ερμηνεία της στο πανέμορφο “Cosmonaut”, το οποίο με λίγο πιο εκλεπτυσμένα έγχορδα θα ήταν σαν να είχε βγει όχι από την εποχή της Ποτοαπαγόρευσης, αλλά από την εποχή της ιδίας.