Σ’ ένα πρώτο επίπεδο, δεν είναι καθόλου αμελητέο: ένας δίσκος φωτεινός και ευδιάθετος, να πηγαίνει κόντρα στη σκοτεινιά των καιρών.
Σ’ ένα πρώτο επίπεδο, δεν είναι καθόλου αμελητέο: ένας δίσκος φωτεινός και ευδιάθετος, να πηγαίνει κόντρα στη σκοτεινιά των καιρών. Να τον ακούς στο αυτοκίνητο ένα από αυτά τα βαριά πρωινά και να γίνεται η απαρχή θετικών συλλογισμών. Να συναθροίζεται τελικώς σε εκείνα τα μικρά πράγματα που συμβαίνουν και, σαν αλλάζοντας έναν διακόπτη στο μυαλό σου, κάνουν το ποτήρι να μοιάζει μισογεμάτο.
Η αισιοδοξία που σου μεταβιβάζει η Χρυσαλλίδα δεν είναι μόνο αποτέλεσμα της ανάλαφρης υφής της μουσικής. Περισσότερο οφείλεται στη γνωστή πρακτική του Κ. Βήτα να εστιάζει σε πράγματα τα οποία άπτονται της άμεσης, καθημερινής εμπειρίας. Εστιάζει στον άνθρωπο και στη ζωή του, τη στιγμή που πολλά από όσα ακούς γύρω σου αφορούν συστημικούς κινδύνους, οικονομίες κλίμακας, παγκοσμιότητες και λοιπά αστρονομικά μεγέθη. Εξασφαλίζει έτσι μια κάποια αμεσότητα –παρόλο που η διεισδυτικότητα της πένας του Κ. Βήτα, αλλά και η γραφή του εν γένει, δεν βρίσκονται στα καλύτερά τους.
Στο ίδιο (πρώτο) επίπεδο, μπορούμε να τοποθετήσουμε και τη διάθεσή του να μην μείνει σταθερός σε όσα χαρακτηρίζουν το καλλιτεχνικό του παρελθόν. Ακριβέστερα, είναι σαν να αφαιρεί οποιοδήποτε δίκτυ ασφαλείας· συνθετικά, ερμηνευτικά, μερικώς και θεματολογικά. Έτσι, ακόμα κι αν με τη Χρυσαλλίδα η στροφή δεν είναι στην ουσία της τόσο μεγάλη όσο αρχικά φαίνεται, αισθάνεσαι ότι γίνεται σημαντική όταν καταλαβαίνεις πως ο Κ. Βήτα δρα δίχως να κρύβεται πίσω από τις σταθερές που τόσα χρόνια έχει χτίσει, πίσω από βεβαιότητες και παγιωμένες πρακτικές. Σαν να αφήνεται περισσότερο εκτεθειμένος και να διεκδικεί την επανεκτίμηση. Διόλου αμελητέο επίσης, ύστερα από τόσα χρόνια «γνωριμίας».
Αν υποθέσουμε ότι τα παραπάνω ανήκουν σε ένα συμβολικό (ή φαντασιακό) πλαίσιο, τότε οι συνθέσεις καθ’ αυτές θα ανήκουν στο πραγματικό. Και (τι περίεργο;) εδώ είναι που εντοπίζονται τα περισσότερα από τα ζητήματα...
Διότι είναι θεμιτό ένας καλλιτέχνης να επαναπροσδιορίζεται, αλλά έχει σημασία τι τοποθετεί στη θέση των στοιχείων που αφήνει –πώς πραγματώνει δηλαδή αυτόν τον επαναπροσδιορισμό. Και η νοσταλγική ντίσκο ποπ στην οποία βασίζεται η Χρυσαλλίδα του Κ. Βήτα, δεν παράγει και τόσο ικανοποιητικά αποτελέσματα. Το ίδιο και η –περισσότερο τραγουδιστική από ποτέ– ερμηνεία του. Ίσως είναι η προσπάθεια να διατηρηθούν η αισιοδοξία και ελαφρότητα του δίσκου, ακόμα κι όταν η μουσική συνοδεύει στίχους ενάντια στον υλισμό (κάτι που προσδίδει μία αίσθηση επιτήδευσης). Ίσως πάλι είναι το περιορισμένο εύρος των χρησιμοποιούμενων μοτίβων. Πάντως η Χρυσαλλίδα δυσκολεύεται να φθάσει τον ποιοτικό πήχη που ο ίδιος δημιουργός έχει θέσει.
Υπάρχουν βέβαια και στιγμές στις οποίες ξαναγυρνάς με ευχαρίστηση. Στιγμές πετυχημένες αισθητικά ή επιτελεστικά, στιγμές όπου η εικοσαετής πορεία του Κ. Βήτα έχει αφήσει το αποτύπωμά της· όχι ως φόρμα ή ως δομή μα ως γνώση. Όμως τελικά μένεις με την εντύπωση ότι, ενώ επικροτείς το τι ήθελε να πει με αυτόν τον δίσκο (η «συμβολική» ανάγνωση η οποία αναφέρθηκε παραπάνω), δυσκολεύεσαι να κάνεις το ίδιο και με το πώς.
{youtube}lM5lullHMTc{/youtube}