Είναι ο Mick Harvey αναντικατάστατος; Μπορεί ο Warren Ellis να αποτελέσει ανάλογα ικανό δημιουργικό συνεργάτη του Nick Cave; Είναι πολύ εύκολο να πέσεις στην παγίδα αυτού του είδους ερωτημάτων και της σχετικής παραφιλολογίας και να κρίνεις τον καινούργιο δίσκο του Αυστραλού μέσα από ένα πρίσμα ενδοσυγκροτηματικών ισορροπιών και παρασκηνίου. Ένας τέτοιος δρόμος μπορεί τελικά να σε οδηγήσει σε σωστή αποτίμηση, αλλά μόνο από σπόντα.
Να θέσω όμως ένα πιο ουσιαστικό ερώτημα: πόσους καλλιτέχνες ξέρετε που στον 20ό (και) βάλε στούντιο δίσκο τους εξακολουθούν να εμπλουτίζουν την παλέτα τους με τον τρόπο που το κάνει ο Cave στο Push The Sky Away; Γιατί δεν μιλάμε απλώς για λεπτές νύξεις οι οποίες θα μπορούσαν υπό προϋποθέσεις να οδηγήσουν σε κάτι διαφορετικό, μα για νέες συνιστώσες που ενσωματώνονται στα όσα ξέραμε από τη μέχρι τώρα κοινή πορεία του τραγουδοποιού με τους Bad Seeds.
Ξεκινώντας από τις συνθέσεις, ναι μεν παραπέμπουν –λόγω της εσωτερικότητάς τους– στο The Boatman’s Call του 1997, όμως ο αρμονικός/μελωδικός χαρακτήρας τους έχει μια αρκετά διαφορετική λογική: ο Cave δημιουργεί μια συνεχώς υποβόσκουσα ένταση, ένα υπόγειο «βράσιμο», που άλλοτε οδηγείται σε «λύση» κι άλλοτε μένει μετέωρο, χτίζοντας ένα κλίμα αβεβαιότητας. Οι στίχοι του –είτε αφηγούνται ιστορίες, είτε μιλούν για τα έσω σκοτάδια– έχουν πλέον εμπλουτιστεί με νέα μέσα, βάζοντας την αποσπασματικότητα και ελευθεριότητα που διέπει το εδώ και το τώρα των τρόπων πληροφόρησης και επικοινωνίας δίπλα στις οικείες αναφορές σε βιβλικές (και άλλες) μυθολογίες,.
Είναι όμως ο ήχος και η ενορχήστρωση που κάνουν τα παραπάνω να ακούγονται φρέσκα και διαφορετικά. Ως κύριο στοιχείο σε αυτόν τον τομέα αναδεικνύεται η απουσία: αρκετός δηλαδή χώρος του ηχητικού φάσματος αφήνεται κενός, με το όλο οικοδόμημα να στηρίζεται κυρίως σε λούπες, σε γδούπους και τριγμούς που κρατούν το τέμπο, με σκόρπια έγχορδα, πιάνα και πνευστά περισσότερο να υπαινίσσονται, παρά να οριοθετούν. Είναι χαρακτηριστική αλλά όχι ενοχλητική η απουσία –σε μεγάλο βαθμό– του κιθαριστικού ηχοχρώματος από το εν λόγω οικοδόμημα, το οποίο ακούγεται σαν έτοιμο να καταρρεύσει ανά πάσα στιγμή, πράγμα που συμβάλλει τα μέγιστα στο τελικό αποτέλεσμα.
ΟΚ, το Push The Sky Away δεν είναι αριστούργημα. Δεν είναι όλες οι στιγμές του απόλυτα λειτουργικές, ούτε συνθετικά, ούτε ενορχηστρωτικά. Ούτε μπορείς να χαρακτηρίσεις «πρωτάκουστη» την ηχητική του κατεύθυνση. Αλλά σαν δίσκος αποδεικνύεται μοντέρνος, συμπαγής και σαγηνευτικός: αντέχει στις πολλαπλές ακροάσεις και τις ανταμείβει κιόλας. Ο Cave έπαιξε λοιπόν για ακόμα μία φορά με τα όρια –τα δικά του μα και των Bad Seeds– και την έβγαλε ξανά «καθαρή». Επιπλέον, βάζοντας στο πολύ όμορφο εξώφυλλο τη γυμνή γυναίκα του ως άγγελο που διώκεται από τον παράδεισο, εμφανίζεται, στα 56 του, πιο κουλ από ποτέ.