Nick Cave & The Bad Seeds - Ghosteen

  • Βαθμολογία: 8,5
  • Label: Ghosteen & Bad Seeds Ltd.
  • Κυκλοφορία: 11/2019

Σε μία από τις ουσιαστικότερες προσπάθειες εξοικείωσης με τον Θάνατο που έχουμε ακούσει στη δισκογραφία, επιστρατεύονται θρύλοι, νανουρίσματα και βιβλικές ιστορίες, ώστε να βρεθεί νόημα στο ανεξήγητο και έξοδος από το άφατο σκοτάδι...

Στην ιρλανδική μυθολογία, η κατάληξη -een περιγράφει οτιδήποτε μικρό σε μέγεθος, ηλικία και κατατομή. Ghosteen είναι λοιπόν το μικρό φάντασμα, όπως και το τελευταίο αριστουργηματικό πόνημα της ιδιοφυΐας του Nick Cave. Ως καταληκτικό δε μέρος μιας δισκογραφικής τριλογίας, έρχεται να συμπληρώσει τον κύκλο που ξεκίνησαν τα Push Τhe Sky Away (2013) και Skeleton Tree (2016). Μια τριλογία που βρίσκει τους Nick Cave & Τhe Bad Seeds στην πιο ευάλωτη θέση που έχουν υπάρξει ποτέ, με το Skeleton Tree να είναι (κατά τη σύλληψή του) ένας μεταφυσικός προάγγελος του θανάτου του έφηβου γιου του Αυστραλού τραγουδοποιού.

Εκεί λοιπόν που το Skeleton Tree και η μεταγραφή του υλικού του μετά το συμβάν βρίσκουν τον Cave με ένα μυαλό καταφαγωμένο από τα απομεινάρια αναμνήσεων, να περιφέρεται στην ερεβώδη ερημιά, το Ghosteen σκιαγραφεί την αγωνιώδη προσπάθεια ενός ανθρώπου να νικήσει την υπαρξιακή αγωνία που μας βασανίζει ως είδος· επιστρατεύει θρύλους, νανουρίσματα και βιβλικές ιστορίες, ώστε να βρει νόημα στο ανεξήγητο και να συμφιλιωθεί με το Τέλος.

Ακολουθώντας το εξώφυλλό του, τo Ghosteen άπτεται ενός ελπιδοφόρου ιμπρεσιονισμού. Νότες, ερμηνείες και ήχοι περιπλέκονται, με στόχο να δομήσουν μία άναρχη αλλά συνάμα βαθιά συγκινητική αποτύπωση των χαωδών συναισθημάτων του καλλιτέχνη. Σε πρώτη ανάγνωση, το δεύτερο μισό του άλμπουμ διαβάζεται ως ήχοι ατάκτως ερριμμένα, διανθισμένοι με αόριστες σκέψεις και συλλογισμούς. Όπως όμως και το Πρελούδιο στο Απομεσήμερο ενός Φαύνου του Κλοντ Ντεμπισί –ένα από τα σημαντικότερα δείγματα ιμπρεσιονιστικής μουσικής– είναι πολλά παραπάνω από ένα ηχητικό ποίημα ελεύθερης δομής, έτσι και ο δίσκος του Cave χρειάζεται έναν συντονισμένο ακροατή, προκειμένου να ξεκλειδώσει τα μυστικά του.

Μία προσεκτικότερη ανατομή, δηλαδή, αποκαλύπτει περιδινούμενα μοτίβα, μικροσκοπικές, αυτοτελείς μουσικές ιστορίες, καθώς και μία υπόγεια κατευθυντήριο, η οποία σπρώχνει τη ζοφερή ερημιά στο φως. Μινιμαλιστικές συνθέσεις και ενορχηστρώσεις, η (οριακά) παντελής απουσία των ντραμς και ένας Nick Cave με την έκτασή του απλωμένη όσο ποτέ άλλοτε, καταφέρουν να φτιάξουν έναν δίσκο-διαμάντι: ένα δημιούργημα που θα μείνει ως μία από τις ουσιαστικότερες προσπάθειες εξοικείωσης με τη συνθήκη του Θανάτου.

Την εποχή που γραφόταν η μερίδα του λέοντος του υλικού που θα κατέληγε στο Ghosteen, έτυχε να δούμε τον Nick Cave να θερίζει το ελληνικό έδαφος με τους Κακούς του Σπόρους. Η περίοδος αυτή συνέπεσε επίσης με τους τελευταίους μήνες ζωής του Conway Savage, μέλους της μπάντας από το 1990, και ήρθε χέρι-χέρι με τη διάθεση του Cave να ανοίξει έναν γόνιμο, μα και συνάμα δύσκολο διάλογο με το ακροατήριο του.

Η αλήθεια είναι πως ο άνθρωπος τον οποίον παρακολουθήσαμε το 2018 στην Πλατεία Νερού (δείτε εδώ), ήταν ένας άνθρωπος που φλέγεται. Έχοντας ήδη στα χέρια του το πολύ βαρύ υλικό του Skeleton Tree, ο Cave έσκισε τις σελίδες ιστοριών που έχει μάθει μέσα στα χρόνια να γράφει και άρχισε να περιστρέφεται σαν λαβωμένο ζώο γύρω από το τραύμα του, χωρίς όμως να το χρησιμοποιεί σαν θεματικό άξονα. Έτσι απεμπλέκεται από ένα αυστηρά ορισμένο αφήγημα και καταφέρνει να περιγράψει κάτι μεγαλύτερο και πανανθρώπινο. Μουσικοί επίσης όπως ο Johnny Cash, που έχουν υπάρξει σταθερές αναφορές στο έργο του Αυστραλού δημιουργού, ασκούν στο Ghosteen μια πιο ραφιναρισμένη και έμμεση επιρροή: απεκδύονται κάθε δείγματος γρεζιού και αναδεικνύουν τις πιο μεταφυσικές, απόκοσμες ποιότητές τους, ειδικά σε θεματολογική ανάγνωση.

Ο τρόπος λ.χ. με τον οποίον ο Cash διαχειρίζεται το πέρας της ζωής –μέσα από αναγνώσεις σαν κι εκείνη του "Hurt"– προσφέρει στον Cave τη μεθοδολογία που χρησιμοποιεί εδώ για να προσεγγίσει τη θνητότητα, το πένθος και τη συμφιλίωση με την απώλεια. Τον έχουμε βέβαια συνηθίσει στη γοτθική του ενασχόληση με τον θάνατο, ως έναν ψυχρό και συχνά άκαρδο παρατηρητή. Πλέον, όμως, εκφράζει μία πρωτοφανή πλευρά μνημειώδους ενσυναίσθησης, μέσα σε ένα πλαίσιο ήρεμο και φωτεινό. Κι αυτό είναι που ξεχωρίζει τόσο το Ghosteen από οποιαδήποτε άλλη δημιουργική στιγμή του Cave. Είναι η πρώτη φορά που τον βλέπουμε να γίνεται εκφραστής μιας συλλογικής πίστης, όπως στα λόγια του "Sun Forest": «το παρελθόν αποσύρεται και το μέλλον ξεκινά και τα αποχαιρετώ όλα αυτά», μόνο και μόνο για να καταλήξει στην προτροπή «Ελάτε, όλοι μαζί».

Σε άλλες πάλι στιγμές, ο Αυστραλός ψάχνει να βρει εξιλέωση σε διαστρεβλωμένες παραβολές και παραμύθια. Στο ομότιτλο "Ghosteen", ας πούμε, τραγουδά:
«Οι τρεις αρκούδες βλέπουν την τηλεόραση
Γερνούν μια ολόκληρη ζωή, Θεέ
Η μαμά αρκούδα κρατάει το τηλεχειριστήριο
Ο μπαμπάς αρκούδος, αυτός απλώς αιωρείται
και το μικρό αρκουδάκι έχει φύγει
για το φεγγάρι πάνω σε μια βάρκα».

Ίσως όμως καμία στιγμή του δίσκου να μην είναι τόσο αποτελεσματική όσο καταφέρνει να γίνει το "Waiting For You", το οποίο ξεκινάει με έναν ρυθμικό, βιομηχανικό κτύπο που σύντομα «λύνεται» σε απλές, πιανιστικές συγχορδίες. Για λίγα δευτερόλεπτα ο Cave αφήνει να εδραιωθεί η μελωδία και το μέτρο, ξεκινώντας έπειτα να χτίζει απλές και καθημερινές, μα δυνατές εικόνες.

Η μυρωδιά του ωκεανού κατακλύζει το τραγούδι και το ψυχρό αεράκι φουσκώνει νωχελικά τα πανιά των στίχων του Αυστραλού, όσο ο ίδιος περνάει από την καθημερινότητα σε μία απελπιστική στωικότητα. Η ιδιοφυΐα του κομματιού αποκαλύπτεται στις ανάσες του Cave, οι οποίες διακόπτουν τη ροή των προτάσεών του σε αντίστιξη με το ρυθμικό μέτρο, αλλά και με το νόημα. Δίνει έτσι μία ξέπνοη, εξαντλημένη χροιά, η οποία καταλήγει στην επανάληψη του μάντρα «waiting for you». Μέσα λοιπόν σε 4 λεπτά, μας αφήνει μετέωρους πάνω από μία ιστορία που διαχειρίζεται τόσο το πέρασμα του χρόνου όταν αυτός έχει χάσει πια το νόημά του, όσο και την προσμονή –η οποία μετουσιώνεται σε αναμονή, για να καταλήξει στην αποδοχή.

Ο Τζον Στάινμπεκ έγραψε ότι «είναι τόσο πιο σκοτεινά όταν ένα φως σβήνει, απ’ ό,τι θα ήταν αν δεν είχε λάμψει ποτέ». Και είναι ακριβώς αυτήν τη βαθιά σκοτεινιά που προσπαθεί να νικήσει ο Cave μέσα από το Ghosteen. Κι αν για εκείνον 11 τραγούδια μπορεί να γίνουν μικρά φωσάκια, που δείχνουν δειλά μια έξοδο από το άφατο σκοτάδι, για εμάς γίνονται φάροι, οι οποίοι ρίχνουν εκθαμβωτικό και λυτρωτικό φως σε ό,τι δεν μπορεί να εξηγηθεί.

{youtube}e0vQTzYe9Lk{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured