Στο προηγούμενο Παρατηρητήριο ασχοληθήκαμε με το ΕΙΣΑΓΟΜΕΝΟ ΜΕΤΑΛ με 6 ντεμπούτα που αξίζει να τσεκάρει κάποιος. Στο Παρατηρητήριο που διαβάζεις αυτή την στιγμή, θα κάνουμε αναφορά σε 4+2 ντεμπούτα ΕΞΑΓΟΜΕΝΟΥ ΜΕΤΑΛ, που σημαίνει ότι θα παρουσιάσουμε έξι εγχώριες περιπτώσεις που απασχόλησαν την Επιτροπή κατά την διάρκεια του εξαμήνου που μας πέρασε. Το 2021 συνεχίζεται με μεταλ-λάξεις και η Επιτροπή θεωρεί ότι είναι η κατάλληλη στιγμή, εν μέσω θέρους να ανοίξει από την επόμενη εβδομάδα και μέχρι τέλος της σεζόν τον Θάλαμο Επικοινωνίας με ερκοντίσιον στο φουλ και να φιλοξενήσει κάποια από τα καλύτερα φρέσκα ψώνια που λατρεύουμε να αγαπάμε. Πάμε λίγο.

 

Προσέξτε να δείτε πως πάει, μάγκες. Όλη η μέταλ υφήλιος παίζει μπλακ μεταλ. Αν μπορούμε να πούμε ότι ένα είδος πλέον είναι εντελώς διαδεδομένο σε κάθε χώρα, με άπειρες DIY κυκλοφορίες, το black είναι πρωταθλητής από τα αποδυτήρια. Βέβαια το 99% αυτών των άλμπουμ είναι αναμασήματα ή σκουπίδια, όμως το ενδιαφέρον παραμένει στραμμένο εκεί. Η γλυκιά μας χώρα είναι τυχερή γιατί έχει παράδοση στον ήχο, που σημαίνει ότι αρκετές μπάντες αντλούν έμπνευση από γειτονικά μαγαζιά. Το ντουέτο των Eldingar με το Maenads προσπαθεί κάτι όμορφο κι εμένα με έπεισε. Θέλει να πάρει την πετυχημένη ιδέα του Theogonia των Rotting Christ και να την κάνει να ακουστεί πιο 90s, πιο Βάραθρον ασούμε, πιο Opeth εποχής Orchid, πιο μυστικιστική, λιγότερο τουριστική. Το έχουν κάνει κι άλλοι, συμφωνούμε. Ο ελληνικός μύθος (όχι η μπύρα) πουλάει.  Όμως ρε μάγκες οι κιθάρες που έγραψαν για τον δίσκο είναι από τα καλύτερα πράγματα που άκουσα φέτος στο μέταλ, οπότε δεν μπορώ να πω πολλά. Από μένα έχουν ένα τεράστιο ΝΑΙ (αρκεί να με πείσουν ότι και στο live είναι αντίστοιχα δεμένοι).

 

Το γεγονός ότι οι αγαπημένοι του ελληνικού κοινού, VIC, αποφάσισαν να το γυρίσουν από τα δημοτικά με παραμόρφωση στο να παίξουν δική τους μουσική, ήταν μια εξέλιξη που μας χαροποίησε όλους και μάλλον την τακτική θα ακολουθήσουν αρκετές ημεδαπές μπάντες, με σκοπό την εξάπλωση της ελληνικής παράδοσης στα πέρατα του κόσμου, όπως έκαναν ας πούμε οι Κορπικλάνι με τη φινλανδική μουσική. Ευτυχώς για εμάς, οι έλληνες Κίρκη που φέτος κυκλοφόρησαν το πρώτο τους άλμπουμ, κατάφεραν να μην ακούγονται τόσο τυρένιοι, τόσο φασαίοι και τόσο στονεράδες όσο πιστεύαμε ότι θα ακούγονται και χαχα, να μια εκπληξούλα. Πώς το κατάφεραν; Ας πούμε ότι πέτυχαν τη χρυσή τομή ανάμεσα στο metal των Baroness και τον ήχο των VIC. Αυτό σημαίνει ότι δε θα τους δείτε σύντομα να γίνονται meme material, αφού ας πούμε το drumming του "Bukovo" είναι προγκιά δυνατή και έδωσα ρισπέκτ, το "The Barkhan Dunes" ξεκινά με ένα Opeth ύστερης περιόδου ριφ που γυρνάει με τσαχπινιά σε ανατολίτικο και ξαναέδωσα ρισπέκτ. Γενικά, βρήκα και έδωσα ρισπέκτ σχεδόν σε κάθε τραγουδάκι και αυτός είναι ένας από τους λόγους που βρίσκεται εδώ μέσα το άλμπουμ.

 

Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια περίεργη περίπτωση, που δεν μπορείς να καθορίσεις και να περιγράψεις τι ακριβώς παίζουν οι In Absentia. Λόγω ονόματος υποθέτεις θα παίζουν prog (από τον ομώνυμο δίσκο των Porcupine Tree), μετά βλέπεις τη σελίδα στο Bandcamp με το DIY attitude και τις όμορφες λέξεις που το αποτυπώνουν ψηφιακά, λες θα παίζουν crust punk, μετά τσεκάρεις το εξώφυλλο, μάλλον κάτι σε τεχνικό death/black θα βαράνε. Στο τέλος των αρκετών έως πολλών ακροάσεων που του πρόσφερα, τελικά, ας πούμε ότι παίζουν instrumental progressive metal. Τσάμπα το ανέλυσα, το είχα βρει ήδη από το όνομα. Το θέμα είναι ότι το άλμπουμ είναι γεμάτο από ωραίες ιδέες, γούσταρα τρομερά τα κρουστά αν και βέβαια έχει αυτό το “κάτι” που λείπει συνήθως από μια πρώτη προσπάθεια. Όμως είναι εντελώς ξεκάθαρο ότι η μουσική εδώ από κάπου ξεκινάει και κάπου πάει, με αυτό να σημαίνει ότι το ντεμπούτο αυτό είναι must hear για τους φίλους του ήχου.

 

Πάμε σε κάτι χαρούμενο. Όχι δεν θα πάμε στους Helloween. Οι OCEANDVST προσθέτουν χρώμα στην μουσική και όσοι από εσάς μεγαλώσατε με μπάντες όπως οι Paramore ή οι Flyleaf ή λίγο πιο παλιά οι απίστευτοι Guano Apes, θα ενθουσιαστείτε που δίπλα στην πόρτα σας, υπάρχει πλέον μια αντίστοιχη αξιολογότατη μπάντα. Και στις τσιχλοφουσκοpunk στιγμές του δίσκου αλλά και στις ξεκάθαρα pop, το τρίο είναι σφιχτό, με δουλεμένα τραγούδια και ωραίες μελωδίες. Αν θα άλλαζα κάτι, θα ήταν η ηχογράφηση/παραγωγή/μίξη των φωνητικών που σε στιγμές ήθελε όγκο, βάθος δεν ξέρω πως τα λέτε εσείς οι επαγγελματίες του ήχου. Εμένα μου ακούγεται λίγο μοναχούλα η φωνούλα σε κάποια δευτερόλεπτα και παλαντζάρει. Peanuts θα μου πεις και δίκιο θα έχεις. Κομματάρα ολκής το "Surface", το οποίο ουσιαστικά είναι prog για να μην πω jazz. Ωραία πέρασα και εδώ.

 

To ντεμπούτο EP των Olajuwon (ναι, απ' τον ομώνυμο βετεράνο center του NBA) διαρκεί ένα 12λεπτο, γι’ αυτό και ονομάζεται The 34th Quarter και μέσα σε αυτόν τον περιορισμένο χρόνο, οι τρεις παίκτες καταφέρνουν με άνεση να κάνουν triple double σε κροσόβερ ντρίμπλες, γρήγορες επιστροφές από hardcore σε grindcore και αντιαθλητικά φάουλ που βγαίνει αίμα. Αγνό powerviolence για ανθρώπους που συχνάζουν σε τσιμεντένια γήπεδα μπάσκετ και δεν φοράνε επιγονατίδες ούτε επιστραγαλίδες. Headbutt στα δόντια ρε γμμν.

 

Αντίθετα το project των Kvadrat δεν έχει πολλά γελάκια. Εδώ τα πράγματα σοβαρεύουν, τα φώτα χαμηλώνουν και βγαίνουν έξω οι ψ…χαχα…μα τι νομίζατε…ψυχές εννοούσα βρε βρώμικα μυαλά. Το τεχνικό death metal των Ασπροπυργιωτών είναι όπως καταλάβατε ψυχοβγαλτικό, όπως πρέπει δηλαδή, σέρνεται και σέρνεται, μέχρι που σηκώνεται και σε δαγκώνει. Κάποιες λίγες black και crust επιρροούλες στον ήχο τους κάνουν να ξεχωρίζουν από μπάντες όπως οι Ulcerate, κάτι που σημαίνει ότι δεν είναι μπάντα που απλά ακούει σύγχρονες επιτυχίες και τις αντιγράφει. Αναμένουμε από αυτούς να μας δώσουν τα ΠΑΝΤΑ.

 

Διαβάστε Ακόμα

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured