Περουβιανός, με τόπο κατοικίας το Χάρλεμ της Νέας Υόρκης, ο μαχητικός ράπερ Immortal Technique καταλήγει μία ανάσα του στο τραγούδι “Open Your Eyes” με τη φράση: «Build your defenses my independent brothers and sisters». Σε ένα τραγούδι, όπου περιγράφει το πόσο κοντά βρίσκονται αντιλαϊκές οικονομικές επεμβάσεις τύπου Δ.Ν.Τ. με μέσα στρατιωτικής επιβολής, δίνει έμφαση στην ανεξαρτησία και στην αυτονομία των αδελφών. Όπως ακριβώς κι οι δικοί μας «αγανακτισμένοι». Και πριν επιχειρήσω μία προσέγγιση της ουσίας των πραγμάτων, θα ήθελα να σταθώ λιγάκι στην σημειολογία.
Η όποια αναφορά στις συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας των τελευταίων ημερών («Αγανακτισμένοι Πολίτες», το «Κίνημα των Αγανακτισμένων» κ.ο.κ.), δεν παραλείπει τη χρήση του επιθέτου αγανακτισμένος. Προσωπικά θεωρώ την ονομασία κάπως άστοχη. Όχι γιατί δεν υπάρχει αγανάκτηση –ο καθένας μπορεί να διακρίνει ολόκληρα ποτάμια από δαύτην. Αλλά διότι η ακριβής μετάφραση της ονομασίας του αντίστοιχου ισπανικού κινήματος στην ελληνική, είναι μάλλον βεβαρυμμένη με μία σκοτεινή σημασία, με το παρακράτος και κάθε λογής εγκάθετων και υποκινούμενων πολιτών (ας μην ξεχνάμε ότι κι οι διάφοροι Κοτζαμάνηδες των δεκαετιών του 1950 και 1960 απλώς «αγανακτούσαν» μπροστά στην υποτιθέμενη κομμουνιστική απειλή). Ξέρω, οι καιροί έχουν αλλάξει και σαφώς δυο λέξεις δεν μπορούν να εξισώσουν δύο εντελώς διαφορετικές «τάσεις» αγανακτισμένων. Νομίζω πάντως πως οι αδέσμευτοι από κόμματα και παρατάξεις πολίτες που μαζεύονται μαζικά στις πλατείες της χώρας, αξίζουν μία φωτεινότερη συνεκτική ονομασία.
Αν και το ζήτημα της ονομασίας είναι μάλλον επουσιώδες, έχει κάτι να δηλώσει για τη φύση της διαμαρτυρίας. Η αγανάκτηση απετέλεσε σίγουρα την λέξι-κλειδί για τη μαζικοποίηση του κινήματος, μιας και όχι μόνο απουσιάζει από τα κομματικά λεξικά αλλά απηχεί και μια προφανή τάση της ελλαδικής κοινωνίας. Είναι όμως, από την άλλη, και κάπως μονόπλευρη –καθώς ορίζει ως αποδέκτες της τους παροικούντες το Κοινοβούλιο. Προσωπικά θα προτιμούσα, εάν μου επιτρέπεται, η πρώτη μεγαλοπρεπής μούντζα να προοριζόταν στην ίδια την κοινωνία, σε όλους εμάς, οι οποίοι (είτε συμφωνώντας, είτε διαφωνώντας) αφήσαμε την κατάσταση να διαιωνίζεται και τον περίφημο κοινωνικό μας ιστό να αποσαρθρώνεται. Και έπειτα να κατευθυνθούν, πολλαπλάσιες και αυξημένης δυναμικής, στο εν πολλές αμαρτίες περιπεσόν πολιτικό προσωπικό. Δίχως βεβαίως να ασπάζομαι σε κανέναν βαθμό την ισοπεδωτική και προκλητική παγκάλεια ρητορική, νομίζω πως όταν μία κοινωνία βουλιάζει, το βάρος των ευθυνών δεν μπορεί παρά να βαραίνει το σύνολό της.
Ευθύνες σίγουρα όχι ισοβαρείς, ωστόσο ενυπάρχουσες. Διότι δεν είναι μόνο ότι κάποιοι ψήφιζαν τη δικομματική γάγγραινα εποφθαλμιώντας μία θεσούλα, μία εκδούλευση, ένα βολεματάκι, ούτε καν ότι πολλοί συμπολίτες μας έθεσαν εαυτούς στη θέση των χειροκροτητών στο σώμα των κομματικών στρατών το οποίο τρεφόταν από τη μεγαλομανία και την εξουσιολαγνεία των κρατούντων. Είναι κυρίως το ότι παραδοθήκαμε ως κοινωνικό σώμα σε ένα σύστημα αξιών που έθετε ως ιδανικό τη μέχρι τελικής πτώσεως διασκέδαση, το πισινάτο εξοχικό, το S δίπλα στο Cayenne και το Gucci στον σκελετό των γυαλιών ηλίου, ότι, τέλος πάντων, κάναμε σημαία το εφήμερο και τον καταναλωτισμό –και το χειρότερο, το κάναμε με δανεικά.
Οι εκατοντάδες χιλιάδες των καθημερινώς συγκεντρωμένων είναι σίγουρα ό,τι πιο αισιόδοξο έχει συμβεί σε τούτη τη χώρα εδώ και αρκετά χρόνια. Πολλοί, βέβαια, λένε πως το κίνημα δεν διαθέτει προτάσεις, ούτε καν αιτήματα, παρά εμμένει σε μία συγκεχυμένη αποδοκιμασία. Και όσο κι αν αυτό δεν απέχει πολύ από την αλήθεια, παραβλέπει μία σημαντική πτυχή: ότι τόσοι και τόσοι άνθρωποι μοιάζουν να βγήκαν από την κατηφή σιωπή τους και συγκεντρώνονται με μοναδικό στέγαστρο την κοινή τους ανησυχία για το αύριο, τόσοι και τόσοι άνθρωποι μοιάζουν να συνειδητοποιούν την αξία και τη σημασία της συλλογικότητας, του συν-πράττειν. Και φρονώ πως αυτή είναι η σημαντικότερη νίκη που μπορούμε να διεκδικήσουμε. Αυτή και η αυτοκριτική που οφείλουμε να κάνουμε, αν θέλουμε να αποφύγουμε στο μέλλον τα ίδια λάθη, τα ίδια ατοπήματα.
Κι αν αυτό το συν-πράττειν, έρθει δίπλα στη σοφία που αναδύει μια βαθιά αυτοκριτική, τότε το πράγμα μπορεί να αναστραφεί, ο ήλιος μπορεί και να γυρίσει. Ίσως όχι εδώ και τώρα –μαγικά ραβδιά δεν υπάρχουν– αλλά σε ένα μέλλον το οποίο, αν οριστεί σε ορθότερες βάσεις, μπορεί και να είναι φωτεινότερο. Είναι, άλλωστε, η κοινωνική αλλαγή που θα φέρει την πολιτική προ των ευθυνών της. Η τελική νίκη σε ετούτη τη μάχη δεν θα είναι εύκολη –ίσως μάλιστα να είναι δυσκολότερη κι απ’ αυτήν ακόμα τη «λύση» του ελικοπτέρου, που προκρίνουν ορισμένα πλακάτ, καθώς ο εχθρός μας δεν κρύβεται μόνο μέσα σε κοινοβούλια και τραπεζικά μέγαρα. Είναι όμως μία μάχη που αξίζει να δοθεί, μία μάχη την οποία οφείλουμε να δώσουμε.