Λίλα Τζαμούση

Πριν από λίγες μέρες, στις αρχές αυτού του μήνα που μόνο κατ' ευφημισμόν είναι Μάης, γνώρισα τον Γ. Είναι φίλος της φίλης μου της Α., αλλά θέλω να γίνει γρήγορα και δικός μου, γιατί είναι από εκείνους τους ανθρώπους που ξέρεις από τη στιγμή που θα τους γνωρίσεις, ότι έχουν κάτι να σου προσφέρουν. Κάτι ακαθόριστο. Λίγο από το χιούμορ τους, το πνεύμα τους, τις κουβέντες τους ή απλά την παρουσία τους.

Με την Α., η οποία διατηρεί και μπλογκ για τα βιβλία, και τον Γ., ο οποίος είναι νέος συγγραφέας, οι συζητήσεις μας αναπόφευκτα κινήθηκαν και γύρω από τη λογοτεχνία. Ο Γ. μας πρότεινε να διαβάσουμε Thomas Bernhard και Μάριο Χάκκα που τους αγαπά πολύ, και λίγο μετά δεν κρατήθηκα, τον ρώτησα για το βιβλίο με τα διηγήματα που ετοιμάζει. Η Α. το είχε ήδη διαβάσει, είχε ενθουσιαστεί (τα κριτήριά της είναι εν γένει αυστηρά και καθόλου υποκειμενικά, νομίζω) και –όσο συζητούσαμε γι' αυτό– η περιέργειά μου μεγάλωνε επικίνδυνα. Στο τέλος, του ζήτησα με πολύ θράσος και παρρησία να μου το στείλει, για να έχω κι εγώ τη δική μου άποψη επί του θέματος. Εκείνος αντί να με στραβοκοιτάξει σαστισμένος –γνωριζόμασταν περί τα 40 λεπτά– δέχτηκε με χαρά να μου δώσει το πόνημά του και μου ζήτησε μια γνώμη όταν θα το διάβαζα. Την επόμενη μέρα βρήκα το βιβλίο στο inbox μου και κατάπια τις 90 περίπου σελίδες του μέσα σε 1,5 ώρα, μένοντας στο τέλος με συναισθήματα ανάμεικτα. Απόλυτη ικανοποίηση για τα κείμενα που είχα μπροστά μου, συγκίνηση για μερικά από αυτά, και μια αίσθηση αναμονής για την έκδοσή τους, κι ας τα είχα μόλις διαβάσει.

Κάτι που έμαθα από τον Γ. και που ποτέ δε μου είχε περάσει από το μυαλό, είναι ότι τα διηγήματα στην Ελλάδα δεν πουλάνε. Μου φάνηκε πάρα πολύ περίεργο αυτό. Είναι μικρά σε έκταση, σαν ένα «επεισόδιο» ας πούμε, οι συλλογές διηγημάτων είναι συνήθως φθηνές, ελαφριές και εύκολες στο κουβάλημα, και δεν χρειάζεται να έχεις απόλυτη επαφή με όλα τα προηγούμενα για να συνεχίσεις στα επόμενα. Ό,τι πρέπει, δηλαδή, για να καλύψεις τις βαρετές διαδρομές στο μετρό και στα λεωφορεία, την αναμονή στον οδοντίατρο ή το 10λεπτο που θα σε στήσει κάποιος φίλος σου σε ένα καφέ. Παρόλα αυτά, οι εκδότες θα ζητήσουν κάτι μεγαλύτερο σε έκταση, ενδεχομένως χαμηλότερο σε ποιότητα και σίγουρα ακριβότερο στην τιμή. Μάλλον γι’ αυτούς, το μέγεθος είναι που μετράει.

Δεν ανησυχώ για το βιβλίο του Γ. Το ξέρω ότι θα κυκλοφορήσει. Όχι επειδή μου το είπε εκείνος –απλά το ξέρω. Έχει τύχει σε χέρια που δεν θα το αφήσουν ανεκμετάλλευτο, όπως δεν άφησαν και την πρώτη του συλλογή. Θα το δωρίζω σε γιορτές και γενέθλια και θα λέω με καμάρι και εν μέσω καυχησιολογίας ότι «ξέρω τον συγγραφέα» και πόσο φοβερός τύπος είναι. Αυτό που με ανησυχεί είναι ότι σίγουρα υπάρχουν και πολλοί άλλοι θησαυροί, ποιητικοί, μουσικοί, λογοτεχνικοί, σε κλειδωμένα συρτάρια ή σε pdf κρυφών και φανερών φακέλων τους οποίους, μάλλον, δεν θα διαβάσω και δεν θα ακούσω ποτέ.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured