Θυμάμαι πως μου πήρε πολύ καιρό να ακούσω για πρώτη φορά το Spiderland, το θρυλικό άλμπουμ των Slint, από τη στιγμή που είχε πέσει στην αντίληψή μου. Ήταν εκείνη η εποχή, περίπου πριν από δέκα χρόνια, που τα torrents και τα mediashare είχαν πάρει φωτιά, και η απεριόριστη πρόσβαση στη μουσική κάθε νέας μπάντας λειτουργούσε ως συνδετικός κρίκος για να ανακαλύψεις την επόμενη και μετά την επόμενη και την επόμενη, μέχρι να αρχίσει να διαμορφώνεται αθόρυβα η μουσική σου συνείδηση. Το ψηφιακό αρχείο “slint - spiderland (1991)” βρισκόταν για μήνες ανέγγιχτο στο φάκελο “old music” του χαοτικού σκληρού μου δίσκου, αλλά δεν θυμόμουν γιατί το είχα κατεβάσει πραγματικά. Μέχρι που άρχισα να πέφτω όλο και πιο επίμονα πάνω στο όνομά τους, ως βασική επιρροή άλλων συγκροτημάτων που είχαν σημασία για μένα: Godspeed You! Black Emperor, Mogwai, Pavement, Bedhead, Low, Microphones ήταν μόνο μερικά από αυτά. Επομένως, είπα να του δώσω την προσοχή που του άξιζε και η πρώτη, σοβαρή ακρόαση ήταν ένα αληθινό σοκ, μία εμπειρία από αυτές που δεν ξεχνάς εύκολα: την ίδια στιγμή που ένιωθα πως δεν είχα ξανακούσει ποτέ κάτι παρόμοιο, αναγνώριζα στον ήχο τους πάρα πολύ οικεία, κοινά στοιχεία με μεταγενέστερες τους μπάντες που ήδη ένιωθα δικές μου. Γρήγορα, συνειδητοποίησα με τι βαθιά επιδραστικό δίσκο είχα αναμετρηθεί -όχι μόνο από ηχητική άποψη, αλλά και όσόν αφορά την DIY, underground φιλοσοφία του, που ενέπνευσε μία ολόκληρη γενιά συγκροτημάτων που σιγοκαίει ακόμη μέχρι και σήμερα.
Οι Slint γεννήθηκαν στο Λούισβιλ του Κεντάκι το καλοκαίρι του 1986. Πριν από αυτούς, τα μέλη τους συμμετείχαν από κοινού σε διάφορα hardcore συγκροτήματα της περιοχής, όπως τους Squirrel Bait και τους Bastro, αλλά αργότερα οι φίλοι Brian McMahan (κιθάρα και φωνητικά), David Pajo (κιθάρα) και Britt Walford (drums και φωνητικά) αποφάσισαν να εστιάσουν στους Slint, όνομα που προήλθε από το κατοικίδιο ψαράκι του τελευταίου. Ο μπασίστας Ethan Buckler, ο οποίος αργότερα αντικαταστάθηκε από τον Todd Brashear, εντάχθηκε στο γκρουπ και το 1987 ηχογράφησαν το ντεμπούτο τους Tweez, σε παραγωγή του Steve Albini. Ωστόσο, η κυκλοφορία του καθυστέρησε γιατί η μπάντα περίμενε καρτερικά το ιστορικό label για την underground κοινότητα, Touch & Go, να τους υπογράψει, αλλά αυτό δεν συνέβη ποτέ, με το άλμπουμ να βρίσκει το δρόμο του προς τα ράφια από μία άσημη δισκογραφική, την Jennifer Hartman. Πάντως, το αφεντικό της Touch & Go, Corey Rusk, τους υποσχέθηκε πως το επόμενό τους άλμπουμ θα κυκλοφορούσε οπωσδήποτε στο label του. Που να ήξερε τι υπόσχεση έδινε...
Τα τελευταία 30 χρόνια, ο μύθος του Spiderland, της δεύτερης και τελευταίας κυκλοφορίας των Slint, έχει γιγαντωθεί. Δεν είναι μόνο το καθαρά ηχητικό κομμάτι, μιας και θεωρείται το άλμπουμ που γέννησε το post rock, το math rock, το slowcore, όπως και αναζωπύρωσε το underground μουσικό ήθος για μία νέα φουρνιά DIY συγκροτημάτων, αλλά και οι θρυλικές, ιστορίες γύρω από αυτό. Μία από αυτές θέλει τον frontman του γκρουπ, Brian McMahan, να είχε ένα σχεδόν θανάσιμο, αυτοκινητιστικό ατύχημα το καλοκαίρι του 1990, λίγο πριν την ηχογράφηση του δίσκου, το οποίο τον βύθισε σε μία βαθιά, υπαρξιακή αποκάλυψη, δίνοντάς του έμπνευση στα πιο απόκρυφα, σκοτεινά μέρη της ψυχής του. Επίσης, έχει γραφτεί πως η ηχογράφηση του δίσκου ήταν μία τόσο τραυματική εμπειρία για το γκρουπ που οδήγησε, όχι μόνο στη διάλυσή του λίγους μήνες πριν την κυκλοφορία του δίσκου, αλλά και πολλά από τα μέλη του σε ψυχιατρικά ιδρύματα. Φυσικά, το γεγονός πως για πολύ καιρό δεν έδιναν σημάδια ζωής, μέχρι την επανεμφάνισή τους αρκετά χρόνια μετά σε διάφορα άλλα σχήματα, βοήθησαν τον μύθο να πάρει επικές διαστάσεις, μετατρέποντας τους Slint σε μία μπάντα-φάντασμα. Ακόμα και η φωτογραφία του εξωφύλλου, την οποία τράβηξε ο φίλος τους Will Oldham (πολλοί τον ξέρετε ως Bonnie "Prince" Billy) σε μία εκδρομή τους στην Ιντιάνα, δίνει την αίσθηση μιας παρέας κολεγιόπαιδων που δεν υπήρξε ποτέ ζωντανή στην πραγματικότητα. Φαντάσματα που σπάνε πλάκα με τον τρόμο που σκορπούν.
Όλα αυτά, όμως, μοιάζουν απλώς με φθηνές ανατριχίλες, μπροστά στην αληθινή ιστορία τρόμου, που είναι η ίδια η ακρόαση του Spiderland. Οι πρώτες ορχηστρικές εκδοχές των κομματιών άρχισαν να παίρνουν σάρκα και οστά στο υπόγειο του σπιτιού του Walford, με ηχογραφήσεις των συνθέσεων σε κασέτες το καλοκαίρι του 1990. Τον Αύγουστο οι Slint ταξίδεψαν ως το Σικάγο με τον παραγωγό Brian Paulson για την ηχογράφηση του δίσκου, η οποία πραγματοποιήθηκε live και ολοκληρώθηκε μόλις σε ένα Σαββατοκύριακο. Οι περισσότεροι -κρυπτικοί, συνειρμικοί- στίχοι του δίσκου γράφτηκαν λίγες ώρες πριν την ηχογράφηση, ενώ οι ιστορικές spoken word ερμηνείες που μετατρέπονται αιφνίδια σε λυτρωτικά ουρλιαχτά του Brian McMahan, ήταν αποτέλεσμα αυθορμητισμού και «εξωσωματικής εμπειρίας», καθώς δεν τις είχε δουλέψει σχεδόν καθόλου πριν μπουν στο στούντιο. Οι ηχογραφήσεις του άλμπουμ ήταν τόσο έντονες, που ο ίδιος ο McMahn αναφερει στο Breadcrumb Trail (ντοκιμαντέρ του 2014 για τους Slint), πως όταν σταμάτησε να ξεθάβει από μέσα του τους τελευταίους στίχους του δίσκου (“I’m sorry, I miss you!” από το “Good Morning, Captain”) χάθηκε στο μπάνιο για αρκετή ώρα και όταν γύρισε ανακοίνωσε στα υπόλοιπα μέλη πως «ένιωθε άρρωστος».
Σήμερα, οι απότομες εναλλαγές δυναμικής, οι ασυνήθιστες χρονικές αρρυθμίες, οι ηλεκτρικές εκκενώσεις, οι στοιχειωμένοι ψίθυροι-ουρλιαχτά, όλα σήμα κατατεθέν του Spiderland σύμπαντος, ακούγονται το ίδιο ανατριχιαστικά και σημαντικά όσο την πρώτη φορά. Πάντως, ο μουσικός κόσμος άργησε να αντιληφθεί την αξία του. Οι Slint παρέμεναν μία βαθιά περιθωριακή μπάντα, ακόμα και στους underground κύκλους, με αποτέλεσμα τα fanzines της εποχής να αργήσουν να τους πάρουν είδηση, πόσω μάλλον ο μουσικός τύπος. Και χωρίς πλέον να υπάρχουν, πέρα από τη φυσική κυκλοφορία του δίσκου στην Touch & Go, δεν υπήρχε άλλος τρόπος να επικοινωνήσουν αυτή τη συγκλονιστική δουλειά. Η πρώτη αναγνώριση ήρθε μετά από την 10/10 κριτική του Steve Albini στο Melody Maker, στην οποία έκανε λόγο για «ένα φοβερό δίσκο...και κανείς που μπορεί να συγκινηθεί ακόμη από το ροκ δεν πρέπει να τον χάσει».
Σιγά σιγά ο βρετανικός τύπος άρχισε να πιάνει πως κάτι μεγάλο συμβαίνει εδώ και αργότερα μέσα στη δεκαετία, όταν ολοένα και περισσότερα σημαντικά ονόματα άρχισαν να τους αναφέρουν ως βασική επιρροή -από την PJ Harvey μέχρι τον Stuart Breathwaite των Mogwai και από τον Bob Nastanovic των Pavement μέχρι τον Lou Barlow των Dinosaur Jr. - το Spiderland άρχισε να αναδεικνύεται σε έναν από τους επιδραστικούς δίσκους της μετέπειτα εξέλιξης του rock. Ακόμα και σήμερα, το ίχνος τους είναι παραπάνω από εμφανές σε μπάντες όπως οι Black Country, New Road, οι οποίοι αναφέρουν αυτοσαρκαστικά τους Slint και το “Breadcrumb Trail” στο φετινό τους ντεμπούτο.
Σε μία συνέντευξη που έδωσαν στο Rolling Stone για την επέτειο των 30 χρόνων του δίσκου, τα μέλη των Slint ξεψαχνίζουν κάθε λεπτομέρεια γύρω από την ιστορία σύλληψης του Spiderland, όλες τις αναφορές του, την κληρονομιά που άφησαν πίσω καθώς και το πιθανό μέλλον τους ως μπάντα. Το ερώτημα, όμως, παραμένει: πώς γίνεται τέσσερα πιτσιρίκια που τους άρεσε απλώς να σπάνε πλάκα, να συνέλαβαν μέσα σε έξι τραγούδια και 40 λεπτά μουσικής, ένα τεράστιο μέρος του πώς θα έμοιαζε το rock DNA των επόμενων δεκαετιών;
Ίσως η απάντηση να βρίσκεται σε εκείνο τον τόπο που έχουν γεννηθεί μερικά από τα σπουδαιότερα αριστουργήματα: εκεί που η παιδική αθωότητα συγκρούεται μετωπικά με τον σκληρό κυνισμό της ενήλικης ζωής, μπορούν να συμβούν θαύματα. Οι Slint μέσα από το Spiderland ηχογράφησαν το πώς πεθαίνει η ψυχή όταν μεγαλώνεις και το ανήγαγαν σε ένα διαχρονικό αριστούργημα που δε θα πεθάνει ποτέ.