Όπως για κάθε σχεδόν πόλη που αποτυπώθηκε τόσο έντονα μέσα από τις τέχνες ώστε ν' αποκτάς την αίσθηση πως έχεις γευτεί τον αέρα της κι ας μην την έχεις ποτέ επισκεφθεί, έτσι και για το Brighton ο καθένας μας έχει πάνω-κάτω μία εικόνα στο μυαλό του. Βλέπετε, για τους μουσικόφιλους ιδιαίτερα, η «gay πρωτεύουσα» της Βρετανίας (όπως αποκαλείται το εμβληματικό λιμάνι) κατέχει ξεχωριστή θέση στην καρδιά, μιας και αποτελεί έναν από τους ιστορικότερους τόπους της χώρας.
Από τη σύγκρουση μεταξύ mods και rockers που έλαβε χώρα εδώ το 1964 (και απαθανατίστηκε στο cult φιλμ Quadrophenia), μέχρι την ανάδειξή του σε ένα από τα πιο ισχυρά κοινωνικοπολιτικά οχυρά απέναντι στον θατσερισμό κατά τα 1980s (όταν γέμισε με αναρχοπάνκ και riot grrrl μπάντες), το Brighton έχει μία λαμπρή και ταραχώδη ιστορία ν' αφηγηθεί. Και μια τέτοια εισαγωγή δεν θα είχε κανένα απολύτως νόημα, αν δεν μπορούσα να πω με βεβαιότητα πως αυτή η ιστορία συνεχίζεται με αξιώσεις και σήμερα, εκφραζόμενη από σκεπτόμενα και ιδεολογικώς ανήσυχα συγκροτήματα.
{youtube}RyYl9oELG-I{/youtube}
Η μπάντα που αναζωπύρωσε το ενδιαφέρον για τη σκηνή της πόλης και έφτασε να θεωρείται η σπουδαιότερη εξαγωγή της, δεν είναι άλλη από τους συμπαθέστατους και πάντα επίκαιρους British Sea Power. Η ιστορία τους ξεκινάει σε ένα σχολείο του Kendal, όπου τα αδέρφια Wilkison, Υan και Hamilton γνωρίστηκαν με τον ντράμερ Matthew Wood. Αργότερα, όταν ο Yan μετακόμισε παροδικά στο Reading για σπουδές, γνώρισε τον κιθαρίστα Noble, και οι τέσσερίς τους σχημάτισαν τους British Air Powers. Γρήγορα όμως εγκαταστάθηκαν στο Brighton (2000), αλλάζοντας παράλληλα το όνομά τους στο γνωστό. Η μπάντα έπαιζε τα πρώτα της χιτάκια “Fear Of Drowing” και “Carrion” σε μία ειδική βραδιά που κάθε εβδομάδα γινόταν σε διαφορετικά clubs και λεγόταν Club Sea Power, μέσω της οποίας κέρδισε εκθετικά αυξανόμενο κοινό, που μετατράπηκε στη συνέχεια στους πιστούς φίλους που τους ακολουθούν μέχρι και σήμερα. Γι' αυτό άλλωστε και θεωρούνται μία από τις πιο cult βρετανικές μπάντες των καιρών μας.
Το ντεμπούτο με τον αυτοσαρκαστικό τίτλο The Decline Of British Sea Power δεν άργησε να κυκλοφορήσει και γνώρισε word-of-mouth επιτυχία, πουλώντας πάνω από 60.000 αντίτυπα μέσα στα 2 επόμενα χρόνια. Το 2004 αναδείχθηκαν από το Time Out σε live μπάντα της χρονιάς για τη Μεγάλη Βρετανία, ενώ με τον 2ο δίσκο Open Season (2005) γνώρισαν ακόμα ευρύτερη αναγνώριση. Παράλληλα, οι αλλόκοτες επιλογές για τους χώρους πραγματοποίησης των συναυλιών τους –όπως η πρεσβεία της Τσεχίας στην Αγγλία ή ένα θαλάσσιο οχυρό στην Κορνουάλη– οι φυσιολατρικές τους επί σκηνής ενδυμασίες, καθώς και οι αινιγματικές τους απαντήσεις σε διάφορες συνεντεύξεις, προσέδωσαν διαστάσεις μυστηρίου στην ύπαρξή τους. Η κορυφαία τους δουλειά ήρθε πάντως το 2008, με τις ανθεμικές ροκ συνθέσεις του Do You Like Rock Music?, το οποίο προτάθηκε μάλιστα και για Mercury Prize (αλλά δεν κέρδισε).
Mέχρι και σήμερα έχουν ακολουθήσει ακόμη 4 κυκλοφορίες: δύο στούντιο άλμπουμ, με τον καταναλωτικό/υπαρξιακό καταπέλτη του Valhalla Dancehall (2011) να ξεχωρίζει, και δύο soundtracks σε ντοκιμαντέρ, με το From The Sea To The Land Beyond να εμπεριέχει ξαναδουλεμένες, ορχηστρικές εκδοχές παλαιότερών τους κομματιών –ντύνοντας με επιβλητικό τρόπο το ομότιτλο ντοκουμέντο για τη ναυτική ιστορία του Νησιού.
{youtube}bSdtvfBQd6c{/youtube}
Από τη βρετανική όμως Ριβιέρα προέρχεται και μία από τις πιο hot και εκρηκτικές ροκ μπάντες του πλανήτη, αυτή τη στιγμή. Οι Mike Kerr & Ben Thatcher –το πωρωτικό δίδυμο των Royal Blood, δηλαδή– μπορεί να γνωρίστηκαν ως έφηβοι στην επαρχία του Sussex, παίζοντας μαζί σε σχήματα σαν τους Flavour Country και τους Hunting The Minotaur, αλλά το συγκρότημα που έμελλε να ταράξει τον κόσμο με την αναχρονιστικά φρέσκια ματιά του το έφτιαξαν το 2013 στο Brighton, όταν ο Kerr, γυρίζοντας τότε από την Αυστραλία, ζήτησε από τον Thatcher να φτιάξουν κάτι καινούριο. Τους πρώτους μήνες της ύπαρξής τους τα live που τους έκλειναν ήταν ελάχιστα, μέχρι που κάποιος πολύ καλός στη δουλειά του scouter της Warner μύρισε τις λίρες από μίλια και τους υπέγραψε εκεί για το ντεμπούτο τους.
Λίγο το t-shirt τους που εντοπίσθηκε να φοράει στο Glastonbury ο Matt Helders (ντράμερ των Arctic Monkeys), λίγο τα διθυραμβικά σχόλια του Dave Grohl και κυρίως του Jimmy Page (ο οποίος, αφότου τους είδε ζωντανά, δήλωσε πως πάνε το ροκ μπροστά) και ακόμη περισσότερο το πυκνό με αίμα, ιδρώτα και τεστοστερόνη ντεμπούτο τους –ένα χωνευτήρι πυρακτωμένων μπλουζ με hard rock δονήσεις και πιασάρικη stoner προσέγγιση, που τους χάρισε τη νούμερο ένα θέση στα βρετανικά charts– τούς έδωσαν για μερικούς μήνες τα σκήπτρα της πιο σημαντικής από τις αναδυόμενες ροκ μπάντες του πλανήτη, όπως βέβαια και αμέτρητα βραβεία, μα και εμφανίσεις σε όλα τα μεγάλα φεστιβάλ. Αναμένουμε λοιπόν τη δισκογραφική τους επιστροφή (μάλλον στα τέλη του έτους), για να δούμε αν θα στρογγυλοκαθίσουν στον θρόνο ή θα αποποιηθούν δειλά της ευθύνης.
{youtube}aKTaJu53wmQ{/youtube}
Η τρίτη πιο αξιοπρόσεχτη μπάντα του λιμανιού, η οποία στη χώρα μας πρέπει να έχει ελάχιστους φίλους μα στην πατρίδα της λατρεύεται, είναι το boy/girl δίδυμο των Blood Red Shoes, όνομα που προέρχεται από ένα μιούζικαλ στο οποίο τα λευκά παπούτσια της χορεύτριας Ginger Rogers γέμισαν με αίμα, στην προσπάθειά της να πάρει τον ρόλο. Η Laura-Mary Carter (κιθάρα, φωνητικά) και ο Steven Ansell (ντραμς, φωνητικά) γνωρίστηκαν στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας και, μετά από αποτυχημένες πορείες με τα προηγούμενα σχήματά τους, ζύμωσαν τους Blood Red Shoes μέσω της κοινής τους αγάπης για το κόκκινο κρασί, το Twin Peaks και την ανεξάρτητη κιθαριστική μουσική.
Αρχικά έπαιζαν σε πολλά αντιφασιστικά και φεμινιστικά φεστιβάλ, ενώ όλη τους η προσέγγιση βασιζόταν στη DIY κοσμοθεωρία. Τα πρώτα τους σινγκλάκια “Try Harder” και “You Bring Me Down” έπιασαν απίστευτα χιτς στο YouTube και γνώρισαν πολλά torrent downloads σε indie playlists (ήταν της μόδας εκείνη την εποχή, γύρω στο 2006). Προς απογοήτευσή τους, το ντεμπούτο Box Of Secrets (2008) διέρρευσε μήνες νωρίτερα από την επίσημη κυκλοφορία του στα torrents, θεωρώ πάντως πως ακριβώς αυτό συνέβαλε τελικά στη διάδοση του ονόματός τους.
Το 2010 κυκλοφόρησαν το δεύτερο και πιθανώς πιο εμπνευσμένο τους άλμπουμ Fire Like This, στο οποίο επέκτειναν τις ιδέες τους: από εκεί που ακούγονταν σαν ένα πολύ δυναμικό ντούο, έβγαζαν πλέον τον ήχο μίας πολυμελούς μπάντας. Το ίδιο έτος το απόλυτο χιτάκι τους από τον πρώτο δίσκο “It’s Getting Boring By The Sea” συμπεριλήφθηκε στην indie παραγωγή Scott Pilgrim Vs The World, όπως και σε ένα επεισόδιο της δημοφιλούς βρετανικής σειράς Misfits. Στην τρίτη τους δουλειά, κατόπιν, προσπάθησαν να εμπλουτίσουν ακόμη περισσότερο τον ήχο τους, αλλά το αποτέλεσμα προέκυψε κάπως φτωχό αντί για φιλόδοξο –αν και συγκεντρώνει κι αυτό κάποιες τρομερές στιγμές, όπως το “Stop Kicking” και το “7 Years”. Για τον τελευταίο τους ομότιτλο δίσκο πρόπερσι, εγκατέλειψαν τη συνεργασία με τον παραγωγό Mike Crossey (βλέπε και Foals), ίδρυσαν τη δικιά τους δισκογραφική Jazz Life, μετακόμισαν στο Βερολίνο και δημιούργησαν ένα ωμό και στυλιζαρισμένο όσο πρέπει rock δίσκο, με ακαταμάχητα μελωδικό πυρήνα. Αναμένουμε έτσι με ανυπομονησία την επόμενη δουλειά τους, η οποία είναι έτοιμη και θα κυκλοφορήσει μέσα στο έτος.
{youtube}6GVdWY6tzPY{/youtube}
Κι άλλες όμως μπάντες κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον για την τοπική σκηνή και αξίζει έτσι να τις αναφέρουμε, έστω και σύντομα. Το ευφάνταστο garage rock και hip hop κοκτέιλ των The Go! Team με τις κιθαριστικές παραμορφώσεις και τα εξωτικά samples, μπορεί να μην διαθέτει πια την προ δεκαετίας αίγλη του Thunder, Lightning, Strike (2004), πάντως η περσινή τους προσπάθεια αποτελεί μία αξιόλογη και μοντέρνα επανεξέταση του ήχου που έχτισε την καριέρα τους. Οι retro krautrockers και ψυχεδελικοί μάγιστροι Toy προκάλεσαν κι εκείνοι ένα νοσταλγικό κύμα με τον παρθενικό, ομότιτλο δίσκο τους το 2012, το οποίο όντως αποτελεί εξαιρετική αποτύπωση μίας άλλης, αθωότερης εποχής. Η δεύτερή τους δουλειά απέδειξε ωστόσο πως, αν δεν αλλάξεις κατεύθυνση, καταντάς εύκολα και άκοπα γραφικός απομιμητής.
Τέλος, το ηλεκτρονικά φορτισμένο kraut των Fujija And Miyagi –όνομα που προέρχεται από έναν χαρακτήρα του Karate Kid, αλλά και από μία μάρκα ηχητικών συστημάτων– έχει χαρίσει ορισμένες επιτυχίες στη μπάντα, αφού κομμάτια της έχουν συμπεριληφθεί σε διαφημίσεις της Jaguar, σε βιντεοπαιχνίδια και σε τηλεοπτικές σειρές όπως το Breaking Bad και το Skins. Καλύτερός τους δίσκος μέχρι σήμερα, είναι το Ventriloquizzing του 2011.
Υπάρχουν επίσης και «μεγάλες» μπάντες οι οποίες έχουν περάσει κάποια χρόνια τους στο Brighton, αλλά δεν αναφέρονται εδώ γιατί δεν αποτελούν λειτουργικά μέλη της σκηνής: Metronomy, The Kooks, Bat For Lashes. Όπως φυσικά υπάρχουν και πολλές μικρότερες μπάντες, οι οποίες αναμένεται να ξεπεταχθούν μέσα στα επόμενα έτη, διεκδικώντας το δικό τους μερίδιο αποδοχής και εκτίμησης· έχετε λοιπόν στα υπόψιν τους indie poppers Fear Of Men ή τους βαριούς surf rockers Wytches. Σε κάθε περίπτωση, το λιμάνι αναδύει ξανά –τηρουμένων πάντα όλων των αναλογιών και των περιορισμών της εποχής μας, στην οποία τίποτα πια δεν συναρπάζει πραγματικά– εκείνη την αίγλη του τόπου όπου η μουσική μπορούσε να αποτελέσει αφορμή για μία ολόκληρη ιδεολογική έκρηξη, με αποδέκτη το ανήσυχο κοινό της υφηλίου.
Προτεινόμενη Δισκογραφία:
British Sea Power – Do You Like Rock Music? (2008)
Blood Red Shoes – Fire Like This (2010)
Toy – Toy (2012)
Royal Blood – Royal Blood (2014)