Εσείς γνωρίζατε πως η Μελβούρνη φιλοξενεί περίπου 62.000 ζωντανά μουσικά γεγονότα κάθε χρόνο; Εγώ πάντως όχι. Κι αν στην αρχή μου προκάλεσε εντύπωση –αφού βρίσκεται στην κορυφαία πεντάδα της αντίστοιχης λίστας– στη συνέχεια, όσο βουτούσα βαθύτερα, συνειδητοποίησα πως είναι ένα απόλυτα φυσιολογικό στατιστικό: η πρωτεύουσα του κοινοτικού διαμερίσματος της Βικτόρια και μουσική μητρόπολη της Αυστραλίας (όπως θεωρείται), αποτελεί δραστήριο πολιτισμικό κέντρο, αλλά και γενέτειρα των σημαντικότερων ρευμάτων της χώρας. Παράλληλα, φιλοξενεί και 460 συναυλιακούς χώρους, κάθε είδους.
Το πρώτο και επιδραστικότερο κίνημα που άνθισε στη Μελβούρνη από το 1978 μέχρι το 1981, ήταν η επονομαζόμενη Little Band Scene, με τον έντονα πειραματικό post-punk χαρακτήρα και την πρωτοποριακή χρήση των drum-machines. Μπορεί τα γκρουπ που συνέθεσαν τη συγκεκριμένη σκηνή (π.χ. οι Primitive Calculators ή οι The Take) να μην κατάφεραν να κάνουν το έξτρα άλμα και να περιόρισαν την ύπαρξή τους σε live εμφανίσεις σε τοπικές pubs και υπόγεια, αλλά το αυτοσχέδιο κύμα που εξέφρασαν επηρέασε ονόματα που τα επόμενα έτη θα πρωταγωνιστούσαν σε μαζικότερη κλίμακα. Ο λόγος για τους Dead Can Dance και τους Boys Next Door του Nick Cave. Κι αν όλα αυτά δεν σας αρκούν, ορίστε μία σειρά από συγκροτήματα που έκαναν τα πρώτα καθοριστικά τους βήματα εδώ: οι πρωτομάστορες της περιπετειώδους ποπ Crowded House, οι ιδιαίτερα αγαπητοί στη χώρα μας Men At Work, ο Nick Cave βέβαια με τους Κακούς του Σπόρους, αλλά και πιο σύγχρονοι, όπως οι ηλεκτρονικοί πειραματιστές The Avalanches ή οι μυστικιστικοί κήρυκες του καλλιτεχνικού ροκ, Drones.
{youtube}11_5LX0-k9c{/youtube}
Μπορεί έτσι το πιο δημοφιλές εξαγώγιμο προϊόν της Αυστραλίας να μην προέρχεται από εκεί –για τους Tame Impala ο χαρακτηρισμός– αλλά η πόλη έχει κι εκείνη τους δικούς της τοπικούς ήρωες. Οι λάγνες ματιές προς τα νοτιότερα σημεία του αχανούς νησιού, επέστρεψαν αρχικά το 2005 όταν οι Drones κυκλοφόρησαν τον συγκλονιστικό δεύτερό τους δίσκο Wait Long By The River And The Bodies Of Your Enemies Will Float By, κερδίζοντας μάλιστα και το πρώτο στην ιστορία Australian Music Prize. Για εγκυκλοπαιδική εμβάθυνση, να αναφέρω κάπου εδώ πως (και) οι Αυστραλοί λατρεύουν τρομαχτικά τα μουσικά βραβεία: έχουν (τουλάχιστον) πέντε διαφορετικά, με το Australia Music Prize να είναι το λιγότερο mainstream και πιο «αντικειμενικό» από τα υπόλοιπα.
Το 2008 αποδείχθηκε σε φοβερή χρονιά για την undrerground σκηνή της πόλης, καθώς οι Eddy Current Suppression Ring κατάφεραν με τον δεύτερο δίσκο τους Primary Colours να προταθούν για πολλά εθνικά βραβεία και να περάσουν ως τοπική μόδα το ψυχωμένο και λασπωμένο punk που κήρυτταν στις πολυσυζητημένες τους συναυλίες. Ο δίσκος κυκλοφόρησε μέσω της νεοσύστατης Aarght! Records και έδωσε βήμα σε πολλά αντίστοιχα συγκροτήματα, ώστε να αναθαρρήσουν και να βγουν στην επιφάνεια. Πριν συμβεί αυτό, όμως, οι Drones κυκλοφόρησαν τον πέμπτο τους δίσκο, Havillah (επίσης 2008). Πρόκειται για μια δουλειά που η πρόσφατη μουσική ιστορία δεν έχει ακόμα αναδείξει, αποτελεί όμως ένα καλά κρυμμένο μυστικό ανάμεσα στους φίλους της μπάντας και του εναλλακτικού ροκ, που μπορεί να ανοίξει πόρτες για πολύ σκοτεινούς εσωτερικούς κόσμους.
Την επόμενη χρονιά, οι μελωδικοί garage rockers UV Race κυκλοφόρησαν το ομώνυμο ντεμπούτο τους στην Aarght!, αποδεικνύοντας πως οι σπόροι που φύτεψαν οι Eddy Current Suppression Ring είχαν αρχίσει να ευδοκιμούν. Η αίσθηση αυτή ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο τα επόμενα έτη, όταν μπάντες όπως οι Super Wild Horses, οι Ausmuteants και οι Total Control –ένωση μελών από τους UV Race και τους Eddy Current Suppression Ring, με τον δίσκο Typical Sytem να ξεχωρίζει (2014)– κυκλοφόρησαν δουλειές τους στην Aarght!, οι οποίες μοιράστηκαν κοινά στοιχεία καλλιτεχνικού post-punk, δημιουργώντας έτσι μία παροδική σκηνή. Συνυπολογίστε στην παραπάνω τριάδα και τους MY DISCO, που με τους τρεις δίσκους τους ως το 2010 είχαν γίνει γνωστοί για το αποπνιχτικό, επαναλαμβανόμενο ηχητικό τους μοτίβο. Το δε φετινό τους άλμπουμ κινείται σε ακόμη υψηλότερα επίπεδα.
{youtube}y9Ff_M5A-6E{/youtube}
Παράλληλα άρχισε να αναπτύσσεται και ένα ρεύμα από μπάντες που συνδύαζαν τον ήχο της Flying Nun (βλ. εδώ) με πιο lo-fi 1990s στοιχεία. Ως αποτέλεσμα, προέκυψε ένας απρόβλεπτα διακριτός ήχος, με κύριο χαρακτηριστικό τις ομιχλώδεις μελωδικές συνθέσεις. Μπάντες όπως οι Twerps και οι Dick Diver –το όνομα των οποίων προέρχεται από τον πρωταγωνιστή του βιβλίου του Fitzgerald Tender Is The Night– πρωτοστάτησαν αυτής της τάσης, με τους δίσκους που κυκλοφόρησαν το 2011: είναι γεμάτοι μελωδίες που απορείς πώς και δεν είχε σκαρφιστεί κανείς μέχρι τότε. Το ίδιο έτος, η μουσικός που έχει βάλει πια για τα καλά στον χάρτη τη Μελβούρνη, ίδρυσε την εντελώς αυτοσχέδια (πιο πολύ συλλογικό καλλιτεχνικό project) δισκογραφική Milk! Το άστρο της Courtney Barnett είχε μόλις αρχίσει να λάμπει.
H Barnett μεγάλωσε στο Σίδνεϊ ακούγοντας όλους τους ήρωες της εναλλακτικής παράδοσης της Αυστραλίας, όπως τον Darren Hnalon, τον Paul Kelly, τους Triffids, τους Go-Betweens και τους You Am I. Το 2010 μετακόμισε στη Μελβούρνη και ξεκίνησε να παίζει δεύτερη κιθάρα σε μία τοπική grunge μπάντα με το όνομα Rapid Transit, ενώ παράλληλα ξεκίνησε να δουλεύει στην pub της γειτονιάς της. Το επόμενο έτος ξεκίνησε να παίζει πάλι δεύτερη κιθάρα σε μία εξαμελή μπάντα ψυχεδελικής country, στους Immigrant Union –όπου και γνώρισε τον σημερινό της μπασίστα, Bones Sloane, αλλά και τον ντράμερ Dave Mudies. Γρήγορα κόλλησαν και άφησαν πίσω τους υπόλοιπους, δημιουργώντας τους CB3, όπως τους ονομάζει η ίδια. Στη Milk! κυκλοφόρησε το 2013 τo ντεμπούτο της, την ένωση ουσιαστικά δύο παρελθοντικών της EP, τα οποία είχαν περάσει απαρατήρητα. Όταν όμως το Pitchfork βάφτισε το σινγκλάκι "History Eraser" ως «best new track», το ντεμπούτο της The Double EP: A Sea Of Split Peas άρχισε να ανακαλύπτεται από ολοένα και περισσότερο κόσμο. Μέσω του διαδικτυακού word of mouth, η συνθετική ευφυΐα της τραγουδοποιού άρχισε γρήγορα να διασπείρεται.
{youtube}Njb3JTZ1ibY{/youtube}
Στο ενδιάμεσο μέχρι την κυκλοφορία του φετινού της δίσκου, η Barnett και η μπάντα της περιόδευσαν ακατάπαυστα, δημιουργώντας έντονο hype γύρω από τις ζωντανές τους εμφανίσεις. Στην περιοδεία συμμετείχε μάλιστα και ο κιθαρίστας των Drones, Dan Luscombe (ως δεύτερη κιθάρα), στην κατοικία του οποίου στη Μελβούρνη ηχογραφήθηκε μέρος του Sometimes I Sit And Think, And Sometimes I Just Sit. Στον δίσκο αυτόν ξεδιπλώνεται όλο το ταλέντο της 28χρονης Αυστραλής: εθιστικά riffs, διακριτές μελωδίες και στίχοι υψηλής συναισθηματικής νοημοσύνης, οι οποίοι ανάγκασαν μία σημαντική μερίδα κοινού και κριτικών να παραδεχτεί το εκτόπισμα της εφευρετικής Courtney. Στοιχεία που επιβεβαίωσα και από κοντά όταν την παρακολούθησα πριν κάποιες ημέρες στο Λονδίνο, σε μία αξέχαστη συναυλία. Με τον συγκεκριμένο δίσκο, μάλιστα, όχι μόνο κέρδισε αρκετά αυστραλιανά μουσικά βραβεία (όχι του καλύτερου άλμπουμ, πάντως –εκείνο πήγε, κακώς θεωρώ, στο Currents των Tame Impala), αλλά έκανε κι ένα breakthrough που έσπασε πολλά τείχη, φτάνοντας πια στα πιο mainstream μονοπάτια.
Πέρα όμως από την ίδια, στη Milk! δραστηριοποιούνται και άλλοι ενδιαφέροντες καλλιτέχνες από τη Μελβούρνη, οι οποίοι κινούνται σε ποικίλα ηχητικά φάσματα. Αρχικά η κοπέλα της Courtney, Jen Cloher, που παίζει και στο βίντεο τoυ "Pedestrian At Best" και κυκλοφόρησε το 2013 τον τρίτο της δίσκο (και πρώτο στη Milk!) In Blood Memory. Σε αυτόν συμμετέχει και η Barnett ως δεύτερη κιθάρα, με τον Bones να βρίσκεται στο μπάσο. Εντούτοις, οι folk rock ανησυχίες του δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ακόμη ένα αξιομνημόνευτο όνομα είναι οι Royston Vasie, στους οποίους παίζει ντραμς ο Dave Mudie: μέσα από τον περσινό τους δίσκο Water Colours ανέδειξαν τις ελαφρώς ξεπερασμένες, μα αρκετά διασκεδαστικές ψυχεδελικές τους αρετές. Τέλος, όσον αφορά το ρόστερ της Milk!, αξίζει να τσεκάρετε τη μελαγχολική φολκ του Fraser A. Gorman, το φετινό power pop άλμπουμ των Ouch My Face, αλλά και το ευρύχωρο, με μυστικιστικά γυναικεία φωνητικά, folk rock των East Brunswick All Girls Choir.
{youtube}lci8-n8K394{/youtube}
Πριν ολοκληρώσουμε το σημερινό Indiestopia θεωρώ ότι πρέπει να αναφέρουμε και μερικά ακόμα συγκροτήματα, τα οποία έχουν κάνει γερό μπάσιμο τελευταία σε πιο μαζικές κλίμακες αναγνώρισης. Οι King Gizzard And The Lizard Wizard, για παράδειγμα, μετράνε 5 χρόνια ζωής κι έχουν κυκλοφορήσει τον ...εξωφρενικό αριθμό των 7 δίσκων! Με τα δύο φετινά τους άλμπουμ, μάλιστα, μπλέκουν 1960s βρετανική ψυχεδέλεια με kosmische στοιχεία, ενώ σε παλαιότερες δουλειές έχουν πειραματιστεί ακόμα και με την τζαζ Το ντούο των Big Scary έχει επίσης αρχίσει να τραβάει προσοχή, κερδίζοντας πολλά αυστραλιανά βραβεία, αν και δεν καταλαβαίνω το γιατί: οι συνθέσεις τους μου φαίνονται επιεικώς απαράδεκτες και αηδιαστικά προβλέψιμες. Τέλος, το hardcore των Batpiss (όπου παίζει μπάσο ο αδερφός του Bones) δεν θα σας αλλάξει τη ζωή, στο είδος όμως που κινείται διαθέτει μερικά εντυπωσιακά στοιχεία.
Συνειδητοποιείτε λοιπόν πως τα τελευταία 5 χρόνια επικρατεί δημιουργικό πανδαιμόνιο στη Μελβούρνη. Η Courtney Barnett ξεχωρίζει βέβαια διακριτά από οποιοδήποτε άλλο όνομα, φαίνεται όμως πως υπάρχουν τα μικρόβια ώστε να δούμε και περισσότερους ν' ακολουθούν τη δική της ανοδική πορεία, στο σύντομο μέλλον. Σε κάθε περίπτωση, είναι όμορφο να βλέπεις ότι ζούμε σε μέρες όπου ανενεργές κοιτίδες μουσικού πολιτισμού αναθερμαίνονται και βράζουν, γεμάτες νεανική ζωντάνια και ενθουσιασμό.
Προτεινόμενη Δισκογραφία:
The Drones – Havilah (2008)
Eddy Current Suppression Ring – Primary Colours (2008)
Total Control – Typical System (2014)
Courtney Barnett – Sometimes I Sit And Think, And Sometimes I Just Sit (2015)