Υπάρχουν ορισμένες τοποθεσίες στον πλανήτη που η μουσική ιστορία τις έχει σημαδέψει με ένα μοναδικό στίγμα, αναγκάζοντας μουσικόφιλους (ή μη) να ψελλίζουν συνειρμικά συγκεκριμένες λέξεις στο άκουσμά τους. Το Λίβερπουλ λ.χ. είναι η γενέτειρα των Beatles, το Σαν Φρανσίσκο η πρωτεύουσα της ψυχεδέλειας, το Μάντσεστερ ισοδυναμεί με τη Factory και το post-punk, η Washington D.C. αποτελεί τον επαναστατικό πνεύμονα της hardcore σκηνής των 1980s. Καμία όμως από αυτές τις αβίαστες συσχετίσεις δεν αγγίζει τα εξαρτημένα αντανακλαστικά που προκαλεί το άκουσμα της λέξης «Nashville».
Στην πρωτεύουσα της πολιτείας του Tενεσί, αρκεί μόνο ένας περίπατος για να ξεδιπλωθεί μπροστά σου το country αφήγημα της πόλης. Στο Country Music Hall Of Fame And Museum, ας πούμε, θα συστηθείς με τους μουσικούς θρύλους της πόλης, στο Ryman Auditorium θα νιώσεις τα φαντάσματα της Patsy Cline και της Lynn Anderson να βγαίνουν στη σκηνή του Grande Ole Opry –του πιο δημοφιλούς country γεγονότος, που για μία δεκαετία φιλοξενούταν εδώ– ενώ μπαίνοντας σε ένα από τα αμέτρητα honky tonk clubs στο νότιο τμήμα θα μεταφερθείς μισό αιώνα πίσω, απολαμβάνοντας παράλληλα φρέσκες country παρουσίες.
Ήδη πριν συνυφανθεί ανεπιστρεπτί με τoν όρο country μέσω του «Nashville Sound», η πόλη είχε πρωταγωνιστικό χαρακτήρα στη διαμόρφωση της μουσικής παράδοσης των Η.Π.Α. Εδώ δημιουργήθηκε η πρώτη country σκηνή το 1925, με το όνομα Grand Ole Opry: κάθε εβδομάδα από τότε, φιλοξενεί επιδραστικούς μουσικούς, λέγεται μάλιστα πως, αν δεν έχεις παίξει σε αυτήν, δεν μπορείς να θεωρείς τον εαυτό σου σοβαρό καλλιτέχνη. Στη συνέχεια πολλοί νεωτεριστές του ήχου πέρασαν από το Nashville, αλλά δεν ήταν μέχρι τα τέλη των 1950s που τα φώτα έπεσαν εκτυφλωτικά πάνω του.
{youtube}iuZTk1hdpMs{/youtube}
Με κυρίαρχες φιγούρες την Patsy Cline και τον Eddy Arnold, άρχισε τότε να θεμελιώνεται μία νέα μορφή του country ήχου, η οποία ενσωμάτωνε έντονα το ποπ στοιχείο, με στόχο να γίνει δημοφιλής ανάμεσα στο ευρύτερο κοινό, σιγοντάροντας παράλληλα την αιφνίδια κυριαρχία του rock 'n' roll. Τα επόμενα χρόνια ο Nashville ήχος άρχισε να επικρατεί στις Η.Π.Α., φτάνοντας στην κορυφή του –σε όρους δισκογραφικών πωλήσεων– στα τέλη της δεκαετίας του 1960, με βασικές πρεσβεύτριες τις Tammy Wynette και Lynn Anderson· κι άρχισε τότε να ονομάζεται πια «countrypolitan», λαμβάνοντας ξεκάθαρα εμπορικό χαρακτήρα.
Το σκηνικό άρχισε να αλλάζει προς τα μέσα της επόμενης δεκαετίας, όταν κυρίως Τεξανοί γενειοφόροι βγήκαν από την αφάνεια και κυκλοφόρησαν δίσκους που είχαν συλλάβει το αυθεντικό country πνεύμα, αποδοσμένο όμως με επίκαιρο χαρακτήρα. Κύριοι εκφραστές αυτού του ρεύματος ήταν ο Willie Neslon, o Townes Van Zandt, ο Kris Kristofferson και ο Waylon Jennings, του οποίου μάλιστα ο δίσκος Women Love The Outlaws (1972) χάρισε και στο κίνημα την ονομασία του: outlaw country. Έτσι αναδείχθηκε μια αντίδραση στον όλο και πιο κονσερβοποιημένο ήχο του Nashville, που για πολλούς έσωσε το μέλλον της αληθινής country παράδοσης.
Η κόντρα συνεχίστηκε αθόρυβα και στις επόμενες δεκαετίες, με τα στρατόπεδα να έχουν πια ευρύτερο χαρακτήρα: οι γνήσιοι θεματοφύλακες του country θησαυρού απέναντι στους ξεπουλημένους (ψευτο)καουμπόιδες. Όμως, μετά τα μέσα των 1970s, ποτέ δεν απόκτησε η πόλωση τόσο έντονο χαρακτήρα όσο τα τελευταία 3 χρόνια. Κι αυτό λόγω της απόφασης ορισμένων άγνωστων μεταξύ τους μουσικών να βρουν στο Nashville το προσωπικό τους καταφύγιο. Εκεί συνάντησαν τους γέννημα-θρέμα ήρωες της πόλης στις κορυφές των charts, πολύ γρήγορα όμως άρχισαν να τους εκτοπίζουν, αμφισβητώντας την κάποτε δεδομένη κυριαρχία τους. Η αναβίωση λοιπόν μιας αντιπαλότητας δεκαετιών είναι γεγονός και οι ιστορίες των νέων εκφραστών της country κοσμοθεωρίας που θα ακολουθήσουν, κρίνονται τουλάχιστον συναρπαστικές.
{youtube}-eWJmN8D820{/youtube}
Η αντιπροσωπευτικότερη όλων, ίσως είναι αυτή της αργοπορημένης άνθισης του Sturgill Simpson σε «σωτήρα της country». Γεννημένος το 1978, ο Simpson πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο Jackson του νοτιανατολικού Κεντάκι. Εκεί εκτέθηκε σε μουσικά ερεθίσματα, καθώς οι θείοι και οι παππούδες του ήταν δεινοί κιθαρίστες. Οι γονείς του όμως χώρισαν όταν αυτός ήταν ακόμη έφηβος, με αποτέλεσμα να διοχετεύσει την οργή του στη διακίνηση ναρκωτικών, βρίσκοντας στη συνέχεια διέξοδο στη ναυτική ζωή. Την έζησε 3 χρόνια και, όταν συνειδητοποίησε το λάθος του, γύρισε πίσω και σχημάτισε ένα bluegrass σχήμα, τους Sunday Valley. Αλλά γρήγορα τους εγκατέλειψε για να δουλέψει σε μια εταιρεία κατασκευής σιδηροδρόμων, στο Salt Lake City.
Εκεί δούλευε μέχρι και 80 ώρες την εβδομάδα, περνώντας μια αυτοκαταστροφική φάση αλκοολισμού. Όλα άλλαξαν όταν γνώρισε τη γυναίκα του, η οποία τον έπεισε να παρατήσει αυτή τη ζωή, να ξαναπιάσει την κιθάρα και να μετακομίσουν στο Nashville. Αυτό συνέβη το 2012 και ο αναγεννημένος Sturgill, αφού πρώτα έπιασε μερικές χαζοδουλειές παίζοντας σε κάποια honky tonk clubs, κυκλοφόρησε το αυτοχρηματοδοτούμενο ντεμπούτο του, High Top Mountain (2013). Οι συνθετικές αρετές που το διακρίνουν φέρνουν στο μυαλό εκείνες του Merle Haggard αλλά και του Waylon Jennings, «με τον οποίο δεν θα βαρεθώ ποτέ να μου λένε ότι μοιάζω», όπως έχει πει ο ίδιος.
Και αν με τον πρώτο του δίσκο έβαλε τις προφανείς country αναφορές στο τραπέζι, με το Metamodern Sounds In Country Music ενέταξε βρετανική ψυχεδέλεια αλλά και ηλεκτρονικά στοιχεία σε ένα μεταφυσικό χαρμάνι ικανό να δημιουργεί παραισθήσεις. Αντλώντας έμπνευση από μαθηματικούς γρίφους, από το βιβλίο Spirit Molecule, αλλά και από το Brief History Of Time του Steven Hawking, το άλμπουμ έφτασε να λάβει υποψηφιότητα Grammy ως καλύτερο του 2014 στην κατηγορία americana, χάνοντας τελικά από τη Rosanne Cash. Με την επιτυχία όμως που γνώρισε, φτάνοντας μέχρι και την 8η θέση του U.S Country Chart, ο Simpspn κέρδισε δισκογραφικό συμβόλαιο με τον κολοσσό της Atlantic και το μέλλον φαίνεται λαμπρό. Ο ίδιος πάντως, ακόμη και τώρα, δεν είναι βέβαιος αν αυτή είναι η ζωή που θέλει να ακολουθήσει, μακριά δηλαδή από την οικογένειά του, εκτεθειμένος στα φώτα της δημοσιότητας.
{youtube}DXg5Ph3AWnY{/youtube}
Μία όχι και τόσο διαφορετική ιστορία είναι αυτή του Jason Isbell. O οποίος μεγάλωσε στο Grenn Hill, επαρχιακή πόλη στα σύνορα Τενεσί/Αλαμπάμα, σε μια βαθιά θρησκευόμενη μα και μουσική οικογενεία, με αποτέλεσμα να περάσει μεγάλο μέρος των ανήλικων χρόνων του μεταξύ εκκλησίας και σχολικής μπάντας. Η επαγγελματική του καριέρα ξεκίνησε όταν γνώρισε τον Paterson Hood κι έγινε μέλος των Drive By Truckers: συμμετείχε σε 3 δίσκους τους, πριν αποφάσισε να τους παρατήσει το 2006, λόγω του χωρισμού του με τη μπασίστρια Shonna Tucker. Τα επόμενα χρόνια υπήρξαν επώδυνα για τον Isbell, καθώς πέρασε μία περίοδο έντονης αυτοαμφισβήτησης και αλκοολισμού, την οποία δεν κατάφεραν να τερματίσουν ούτε οι τρεις αξιόλογοι και σχετικά επιτυχημένοι δίσκοι με τη νέα του μπάντα, 400 Unit.
Σε αντίθεση με τον Sturgill Simpson, ο Jason Isbell, χρειάστηκε λίγη παραπάνω βοήθεια για να ξεπεράσει τα προβλήματά του. Το 2011 μετακόμισε στο Nashville, όπου γνώρισε τη βιολίστρια αλλά και μελλοντική του σύζυγο Amanda Shires, ενώ είχε ήδη αναπτύξει στενή φιλία με τον Ryan Adams. Κι ενώ έγραφε τον πραγματικό breakthrough δίσκο του Southeastern (2013), τα δύο κοντινότερα πρόσωπα της ζωής του διέκριναν πως είχε ξαναρχίσει να πίνει, με αποτέλεσμα να τον πείσουν να μπει για κάποιες μέρες σε ένα κέντρο απεξάρτησης. Όλα άλλαξαν λοιπόν και ο συνειδητοποιημένος πια για την ελευθερία των επιλογών του Isbell έγινε ένας ευτυχισμένος πατέρας, ο οποίος έχει κυκλοφορήσει και δύο εξαιρετικούς δίσκους εναλλακτικής country. Μάλιστα, με το φετινό του Something More Than Free, κατάφερε να φτάσει στην κορυφή του U.S Country Chart –κάτι ιδιαίτερα δύσκολο για ένα άλμπουμ που δεν βγήκε μέσω μεγάλης δισκογραφικής, αλλά ούτε παίζεται στο (ακόμη επιδραστικό για την επαρχία των Η.Π.Α.) ραδιόφωνο.
Τα πράγματα για τον Robert Ellis λειτούργησαν λίγο διαφορετικά σε σχέση με τους δύο προηγούμενους πρωταγωνιστές μας. Μπορεί ο Τεξανός να παράτησε κι αυτός την θρησκευόμενη οικογένεια του –με τα μοναδικά μουσικά μικρόβια να προέρχονται στη δική του περίπτωση από τον κιθαρίστα θείο του– αλλά κατέληξε στo Nashville το 2013, όχι για να ενισχύσει τις country καταβολές του, αλλά για να τις περιορίσει, όσο αντιφατικό κι αν ακούγεται κάτι τέτοιο! Έχοντας ήδη 2 δίσκους στην πλάτη του, που είναι καθαρόαιμα παιδιά των ιδεών του Kris Kristofferson και του Townes Van Zandt, ο Ellis δούλεψε πέρυσι με μέλη των Deer Tick και των Dawes, κυκλοφορώντας το The Lights From The Chemical Plant, που με τις διακριτικές του τζαζ και R'n'B πινελιές κατάφερε να διευρύνει τα όρια του ήχου του. Κορυφαία στιγμή του δίσκου, η συγκινητική διασκευή στo "Still Crazy After All These Years" του Paul Simon.
{youtube}iaOa3MEsHHg{/youtube}
Υπάρχουν όμως αρκετές ακόμη ενδιαφέρουσες περιπτώσεις μουσικών που έχουν δώσει στην ανεξάρτητη country σκηνή της πόλης κατεύθυνση που τιμά τους πνευματικούς της απογόνους. Ο συγγραφέας σύντομων ιστοριών αλλά και μουσικός Andrew Combs, κυκλοφόρησε φέτος μόλις τον δεύτερό του δίσκο (All These Dreams), με απολαυστικές ρετρό slide κιθάρες και πιασάρικες μελωδίες. Στο παρελθόν, μάλιστα, είχε συνεργαστεί και με τη νέα «βασίλισσα του Nashville» Caitlin Rose, όπως την έχουν ανακηρύξει τα μέσα. Η Caitlin –η μητέρα της οποίας έχει γράψει μερικές από τις επιτυχίες της Taylor Swift– κυκλοφόρησε τον δεύτερο της δίσκο το 2013, μέσω του οποίου συνδυάζει μελαγχολικά φωνητικά στο στυλ της Patsy Cline με γλυκόπικρες country pop μελωδίες που θυμίζουν τη Lisa Ronstadt.
Από την άλλη μεριά, η Καναδή Linda Ortega, πλεόν μόνιμη κάτοικος κι αυτή στο Nashville, έχει κυκλοφορήσει αρκετούς δίσκους, ενώ έχει κάνει και δεύτερα φωνητικά σε περιοδείες του Brandon Flowers. Μόλις φέτος, όμως, κατάφερε να απασχολήσει πραγματικά, με το Faded Gloryville, το οποίο σερβίρει σε ρετρό κάλυμα την τσαχπινιά της Emmylou Harris. Τη μεγαλύτερη όμως επιτυχία τη σημείωσε το φετινό ντεμπούτο του Chris Stapleton, Traveller. O συνθέτης από το Nashville έχει γράψει αρκετά βραβευμένα κομμάτια για συναδέλφους του, αλλά ποτέ δεν είχε δοκιμάσει τις ικανότητές του σε κάποια σόλο κυκλοφορία. Το Traveller σάρωσε λοιπόν κάθε λογής country βραβείο για το 2015, ενώ κατάφερε μέχρι και να σκαρφαλώσει στο νούμερο ένα του Billboard 200! Το καλύτερο απ’ όλα: είναι ένα απολαυστικό country άλμπουμ, παλαιάς σχολής.
Δεν θα ήταν δίκαιο όμως να έκλεινε η στήλη αυτή χωρίς την παραμικρή αναφορά στους αφανείς ήρωες του Nashville. Δεν είναι άλλοι φυσικά από τα άτομα πίσω από τις παραγωγές των δίσκων της σκηνής. Ο Dave Cobb είναι ο σημαντικότερος απ’ όλους, έχοντας δουλέψει στο πλευρό του Sturgill Simpson, του Jason Isbell και της Linda Ortega, με μεγαλύτερή του επιτυχία να είναι το Traveller. Οι Skylar Wilson και Jordan Lehning δουλεύουν κυρίως με το δίδυμο Andrew Combs και Caitlin Rose, ενώ ο Jacquire King πρόσθεσε ένα ακόμη φοβερό έργο με τον τελευταίο δίσκο του Robert Ellis. Οι παραγωγές τους έχουν καταφέρει να συλλάβουν το αυθεντικό πνεύμα της country παράδοσης, χαρίζοντας έτσι στους δίσκους μία ανεπιτήδευτη διαχρονικότητα, η οποία εκτιμάται έμπρακτα από το κοινό. Αρετή που φαίνεται να βάζουν σε δεύτερη μοίρα, μπροστά στη δόξα της εμπορικής αναγνώρισης, ορισμένοι από τους πρωταγωνιστές του Indiestopia της επόμενης εβδομάδας…
Προτεινόμενη Δισκογραφία:
Sturgill Simpson – Metamodern Sounds In Country Music (2014)
Robert Ellis – The Lights From The Chemical Plants (2014)
Jason Isbell – Something More Than Free (2015)
Chris Stapleton – Traveller (2015)