Σαν Φρανσίσκο. Ίσως η πιο ξεχωριστή πόλη των Η.Π.Α, μία από τις πιο ιδιαίτερες και φωτογραφημένες του κόσμου (κι ένα από τα ταξίδια που έχω υποσχεθεί στον εαυτό μου να πραγματοποιήσω). Η πόλη που βρίθει από πολιτισμικές αναφορές. Η ταινία που όρισε την εφηβεία μου γυρίστηκε εκεί, με τον James Stewart να προσπαθεί να ξεπεράσει την υψοφοβία του στις πολύχρωμες ανηφόρες της –αναφέρομαι στο Vertigo, φυσικά. Οι Jefferson Airplane, οι Grateful Dead και οι Moby Grape. Το «Λίβερπουλ των Η.Π.Α.», όπως είχε πει ένας εκ των (μετέπειτα) ιδρυτών του περιοδικού Rolling Stone, ο Ralph J. Gleason. Όσο για την ψυχεδελική μουσική παράδοση της πόλης, αυτή δεν χρειάζεται συστάσεις.
Παρά ταύτα, θα μπορούσα να γράψω τόμους γι' αυτή τη γενιά συγκροτημάτων, η οποία επηρέασε όσο ελάχιστες άλλες τον ρου της μουσικής ιστορίας. Για την επίδραση της beat λογοτεχνίας και κοσμοθεωρίας σε εκείνη, για το γεγονός ότι υπήρξε φάρος της counter-culture ιδεολογίας, για το πώς η σκηνή που δημιουργήθηκε στο Σαν Φρανσίσκο όρισε μία ολόκληρη μουσική φιλοσοφία, μία ολόκληρη ηχητική παλέτα, που με την πάροδο των χρόνων διαμόρφωσε και διακλαδώθηκε σε αμέτρητα υπο-είδη: το garage, το proto-punk, το glam και το space rock.
Ας τα αφήσουμε αυτά όμως για κάποιο άλλο άρθο, όπου θα μπορούν να αναπνεύσουν όπως τους αρμόζει. Εξάλλου το Indiestopia, από τη φύση του, δεν έχει σκοπό να ξανα-αφηγηθεί τη μουσική ιστορία προηγούμενων δεκαετιών και να μετατραπεί σε σκονισμένη αρχειοθήκη· θέλει, απεναντίας, να ενώσει τα κομμάτια του σύγχρονου μουσικού παζλ –όσα βρίσκονται στην προεφηβεία τους και βράζουν. Ειδικά λοιπόν όταν η σκηνή είναι τόσο πλούσια και εκρηκτική, τότε βιάζομαι και λίγο παραπάνω μέσα στον ενθουσιασμό να μπω στο ψητό της υπόθεσης...
{youtube}ml75-haD4Es{/youtube}
Πριν αρχίσω την ιστορία, ωστόσο, θα πρέπει να σας προειδοποιήσω: είναι από εκείνες που μοιάζουν με άλυτους αστυνομικούς γρίφους, οι οποίοι χρειάζονται τουλάχιστον τέσσερις σαιζόν για να εξιχνιαστούν –με κορδόνια που έχουν δέκα κόμπους, με ακουστικά μπερδεμένα στην τσέπη, με πίνακες γεμάτους ατελείωτες φωτογραφίες και κλωστές οι οποίες τις ενώνουν· σαν να είμαστε δηλαδή σε επεισόδιο του CSI (του Σαν Φρανσίσκο spin-off, όμως). Οι χαρακτήρες είναι πολλοί και όλοι με κάποιον μαγικό τρόπο συνδέονται μεταξύ τους. Οπότε χαλαρώστε, όπως θα σας πρότειναν και οι πρωταγωνιστές της ιστορίας, ανοίξτε μία μπύρα, πατήστε play στο παραπάνω κομμάτι και δώστε όση προσοχή νιώθετε πως χρειάζεται. Ξεκινάμε;
Δεν είναι εύκολο να πει κανείς με βεβαιότητα πότε ακριβώς σχηματίστηκε η neo-garage σκηνή στο λιμάνι του Ειρηνικού Ωκεανού. Το μόνο σίγουρο είναι πως τίποτα δεν θα είχε συμβεί, αν δύο μουσικοί καθοριστικοί για τη διαμόρφωσή της, δεν αποφάσιζαν να παρατήσουν τα αστικά τοπία όπου μεγάλωσαν, επιλέγοντας το Σαν Φρανσίσκο για τη γη της καλλιτεχνικής τους επαγγελίας.
Αν και δεν έχουν βρεθεί ποτέ σε κοινή μπάντα (τουλάχιστον επίσημα), ο John Dwyer και ο Kelley Stoltz φαίνεται πως διάγουν βίους παράλληλους. Και οι δύο μετακόμισαν στo Σαν Φρανσίσκο στα μέσα των 1990s, για παρόμοιους λόγους. Οι noise punkers Pink And Brown –η πρώτη χρονικά μπάντα του Dwyer– κουράστηκε με τη μονοτονία του Rhode Island (απ' όπου καταγόταν) και έτσι εκείνος αποφάσισε να φύγει δυτικά, για να ξεδιψάσει τις φλογισμένες νεανικές του ορέξεις. Ο Stoltz γεννήθηκε στο Μίσιγκαν, μεγάλωσε στο Ντιτρόιτ, δούλεψε με τον Jeff Buckley στη Νέα Υόρκη στις αρχές των 1990s και μετά αποφάσισε να φτιάξει δικιά του μπάντα, ταξιδεύοντας προς τη δύση. Σταμάτησε στη Bay Area, γιατί εκεί ξέμεινε από χρήματα.
Η κίνηση που έμελλε να μείνει ιστορική –όσο τυχαίοι και αν ήταν οι λόγοι πίσω της– ήταν η αγορά ενός tape recorder Tascam 388 από τον Stoltz, το 1999. Ήταν η τελευταία λέξη της μόδας το 1985, αλλά ως τότε εντελώς ξεπερασμένο, δύσκολο στη μετακίνηση, πανεύκολο όμως στη χρήση. Το αγόρασε γιατί δεν είχε χρήματα για κάτι πιο σύγχρονο και μ' αυτό ηχογράφησε το ντεμπούτο του, τον δεύτερό του δίσκο του, όπως και όλες τις μετέπειτα δουλειές του. Άρχισαν όμως να το χρησιμοποιούν και πολλοί από τους μελλοντικούς μουσικούς της ιστορίας μας.
Ο Dwyer, στην αρχή της νέας δεκαετίας, είχε ήδη υπάρξει μέλος σε 3 μπάντες, και συμμετείχε πια σε άλλες 4. Μετά τους Pink And Brown ήρθαν οι Netmen με τον κάποτε συμπολίτη του Brian Gibson των φοβερών και τρομερών Lightning Bolt, αλλά όσο προχώραγε η δεκαετία αφιέρωνε περισσότερο χρόνο στους (επίσης noise) Hospitals και στην πρώτο πραγματικά αξιοπρόσεχτο σχήμα του, τους garage/punk Coachwhips, στα μέλη των οποίων εντοπίζεται και ο ντράμερ των Sic Alps, Matt Hartman.
{youtube}1TOvLbOj6AQ{/youtube}
Γενικά, μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας, η garage κατεύθυνση είχε πιο έντονο noise/πειραματικό χαρακτήρα, παρά αρετές ψυχεδελικής ποπ, όπως στη συνέχεια. Αυτό άλλαξε λόγω δύο γεγονότων: αρχικά εξαπλώθηκε εκείνη την εποχή ένα ρεύμα garage αναβίωσης με έντονες surf και ποπ τάσεις, με κύριους εκφραστές τους Black Lips και τον μακαρίτη Jay Reatard –οι δονήσεις του οποίου έφτασαν μέχρι και τη Bay Area. Δεύτερον, ένας ιδιαίτερα ταλαντούχος Καλιφορνέζος από το Orange County κουβάλησε αυτές τις ζυμώσεις όταν μετακόμισε στο Σαν Φρανσίσκο, για να χωθεί όσο πιο βαθιά μπρούσε στην τοπική σκηνή.
Χωρίς πολλά-πολλά, ο Ty Segall άρχισε να παίζει αυτοσχέδια lives με τις διάφορες μπάντες του. Γρήγορα δε ξεχώρισε και έφτιαξε όνομα, λόγω των τρομερών κιθαριστικών του εμπνεύσεων, καθώς και των «βρώμικα» μελωδικών συνθέσεών του. Αρχικά με τους ερασιτέχνες Epsilons και μετά με τους Traditional Fools και τους Party Fowls –δύο μπάντες στις οποίες έπαιζε και ο Mikal Cronin– αλλά και με τους Sic Alps για μικρό διάστημα, μέχρι που αποφάσισε να ακολουθήσει σόλο καριέρα το 2008.
Την ίδια περίοδο άρχισαν να ξεπετάγονται κι άλλα συγκροτήματα με πιο ποπ ανησυχίες, πάντα βέβαια με την απαραίτητη garage λάσπη. Αρχικά το lo-fi garage τρίο των Sic Alps με τo εντελώς ξεθωριασμένο σε επίπεδο παραγωγής ντεμπούτο τους το 2006 (τα μέλη έχουν παίξει σε πολλές άλλες σχετικές μπάντες), οι Fresh And Onlys που με τις πρώτες δουλειές συνέβαλαν σημαντικά στο σκάλισμα της σκηνής, ο εδώ και αρκετά χρόνια δραστήριος Sonny Smith με τις πιο folk/country πινελιές του, οι ξεκάθαρα rock Royal Baths, η all-females band Sandwiches –με ήχο που φλέρταρε με twee στις πιο κρυστάλλινες στιγμές του– αλλά και οι διασκεδαστικοί Bare Wires. Όλοι μοιράζονταν τη lo-fi προσέγγιση στην παραγωγή, που εκεί γύρω στο 2011 έφτασε στην αποθέωσή της. Μια βρωμιά που στην αρχή ομολογώ ανέβαζε τις συνθέσεις και την όλη φάση σε επίπεδα coolness, μα γρήγορα κούρασε τους πιο απαιτητικούς ακροατές.
Η σπoυδαιότερη όμως μπάντα που δημιουργήθηκε λίγο πριν τη νέα δεκαετία, ήταν οι Thee Oh Sees –το νέο σχήμα του Dwyer. Βέβαια υπήρχαν ήδη με άλλες ονομασίες (Orange County Sounds, Thee Ohsees κ.ά.) και με διαφορετικό ήχο, αλλά τον πρώτο τους δίσκο με το νέο τους όνομα τον κυκλοφόρησαν το 2008 (The Master's Bedroom Is Worth Spending A Night In), βάζοντας στο παιχνίδι από post-punk μέχρι kraut επιρροές. Ο δίσκος μάλιστα ήταν από τους πρώτους στον κατάλογο της νεοσύστατης δισκογραφικής Castle Face, συνιδρυτής της οποίας ήταν και ο Dwyer. Το ομότιτλο ντεμπούτο του Ty Segall κυκλοφόρησε σε αυτήν και προκάλεσε θόρυβο, ο οποίος δεν κατάφερε όμως να διαπεράσει τα εσωτερικά τείχη της σκηνής, τουλάχιστον τότε. Αλλά τα επόμενα δύο άλμπουμ του ήταν το ένα καλύτερο από τον άλλο: το Lemons του 2009 αποδείχθηκε ένα αλήτικο garage διαμαντάκι με συναισθηματικές χορδές, ενώ το crossover έγινε με αυτό που παίζει πια περισσότερο στα live του, το Melted. Θεωρείται μάλιστα το καλύτερο από τους σκληροπυρηνικούς του fans, και είναι ξέρετε αρκετοί.
{youtube}jqKhQK9PuEM {/youtube}
Ως κορύφωση της σκηνής θα πρέπει να θεωρηθεί το 2011. Ήταν δε τόσο έντονη, ώστε, μόλις επετεύχθη, η πτώση και η διάλυσή της εκτυλίχθηκαν με πολύ απότομο τρόπο. Εκείνη πάντως η περίοδος από το 2009 ως το 2011 ήταν ονειρική, σχεδόν δεν άνηκε σε αυτό το χρονικό σημείο της μουσικής ιστορίας: όλοι γνωρίζονταν μεταξύ τους, τρώγανε και πίνανε στο τοπικό μπαρ (το Eagle Tavern), μοιράζονταν την ίδια σκηνή για τις συναυλίες (αυτή του club Amnesia), κάποιοι έμεναν μαζί –ο Stoltz με τον μπασίστα των Fresh And Onlys, Shayde Sartin– ορισμένοι έβγαιναν μαζί (ο Tim Cohen των Fresh And Onlys με τη Heidi Alexander των Sandwiches), και όλοι είχαν παίξει έναν ρόλο στην ηχογράφηση του δίσκου κάποιας άλλης μπάντας. Ας μην αρχίσω να καταγράφω ποιος σε ποιον, όμως, γιατί θα σας πιάσει σίγουρα πονοκέφαλος.
Η όλη σκηνή άρχισε λοιπόν να αποκτά διαστάσεις φαινομένου το 2011, όλα τα μουσικά blogs ανέλυαν το φαινόμενο, έπαιρναν συνεντεύξεις από τους πάντες και οι τετράστερες ή οι οχτώ-κόμμα-τετράστερες κριτικές έδιναν κι έπαιρναν. Όχι αδικαιολόγητα, πάντως, καθώς όλοι κυκλοφόρησαν από έναν τουλάχιστον αξιοπρόσεχτο δίσκο. Ο Ty Segall αποκάλυψε στο τέταρτο άλμπουμ του Goodbye Bread τις πιο ευαίσθητες πλευρές του, οι Thee Oh Sees κυκλοφόρησαν δύο από τις καλύτερες δουλειές της μέχρι τώρα πορείας τους (Castlemania, Carrion Crawler/The Dreamer), οι Sic Alps τον ποιοτικότερό τους δίσκο (Napa Asylum) και οι Hunx And His Punx ένα πολύ παιχνιδιάρικο queer punk ντεμπούτο (Too Young To Be In Love). Το άλμπουμ-αποκάλυψη, όμως, ήταν το προσωπικό, ομότιτλο, παρθενικό άλμπουμ του μπασίστα της μπάντας του Ty Segall –και κολλητού του– Mikal Cronin. Ένας από τους πιο αδικημένους δίσκους της δεκαετίας που διανύουμε, ο οποίος συγκεντρώνει σπουδαίες αρετές (μελωδίες Brian Wilson σχολής και ψυχεδέλεια α-λα-Syd Barrett), αναμειγμένες σε έναν διεστραμμένα ιδιοφυή garage καμβά. Παρ' όλα αυτά, δεν του έχει αποδοθεί η αξία που του αναλογεί.
{youtube}l1QI5zGLb1o{/youtube}
Το 2012 θα μείνει ως η χρονιά στην οποία ο Ty Segall κυκλοφόρησε τρεις δίσκους, ενώ είχε ήδη μετακομίσει πίσω στο L.A. για να βρίσκεται πιο κοντά στην αδερφή του, που χρειαζόταν βοήθεια. Σ' αυτές τις κυκλοφορίες συγκαταλέγεται η συνεργασία με τον Tim Presley των White Fence (βλ. επόμενο Indiestopia), το πρώτο άλμπουμ ως Ty Segall Band (Slaugtherhouse) και κάτι προσωπικά αγαπημένο, ο glam δίσκος της καριέρας του, ονόματι Twins. Η σκηνή απόκτησε ακόμη πιο έντονη δημοσιότητα χάρη σε τέτοιες δουλειές, όμως η φωτιά της είχε αρχίσει να σιγοσβήνει. Οι Sic Alps διαλύθηκαν στα τέλη του έτους, ενώ και ο Tim Cohen των Fresh And Onlys αποστασιοποιήθηκε, φεύγοντας για την Αριζόνα. Ως τελευταίοι αξιόλογοι δίσκοι καταγράφηκαν ο τελευταίος των Sic Alps (ο πιο μαλακός της καριέρας τους), το βουκολικό ντεμπούτο του Wymond Miles (μέλους των Fresh And Onlys) Under The Pale Moon, αλλά και το νεο-ψυχεδελικά περιπετειώδες Putrifiers II των Thee Oh Sees.
Μετά από 17 χρόνια παρουσίας στο Σαν Φρανσίσκο, ο Dwyer αποφάσισε κι εκείνος να εγκαταλείψει την πόλη στις αρχές του 2014, οριοθετώντας έτσι το φινάλε αυτής της τόσο παραγωγικής και σπινθηροβόλας σκηνής. Παρά ταύτα, υπάρχει ακόμα κάποια ζωή: ο Kelley Stolz παραμένει συνεπής στις δημιουργικές του συνευρέσεις με το Tascam 388, ο Mike Donovan των Sic Alps κυκλοφόρησε φέτος το σόλο ντεμπούτο του με το νεο-ψυχεδελικό μέχρι το κόκαλο project του Peacers, ενώ και ο Sonny Smith συνέχει τα διάφορα φιλόδοξα δισκογραφικά του σχέδια.
Στο επόμενο Indiestopia θα ακολουθήσουμε τους δύο φυγάδες μας στο L.A., για να εξερευνήσουμε τη δημιουργία μίας νέας σκηνής, αλλά και τον βίο μιας ήδη υπάρχουσας, που απασχολεί κι εκείνη τη μουσική πραγματικότητα με τον δικό της, ξεχωριστό τρόπο. Μέχρι τότε, σας αφήνω με τις αναμνήσεις που έχω από τα lives του Ty Segall στην Αθήνα, αλλά και με τη νοσταλγία μίας συζήτησης μαζί του σε ένα μπαρ στο Tuffnell Park του Λονδίνου, για ένα γκολ της Λίβερπουλ. Ναι, είχα πεθάνει από ντροπή... Cheers!
Προτεινόμενη δισκογραφία:
Ty Segall – Melted (2010)
Thee Oh Sees – Castlemania (2011)
Mikal Cronin – Mikal Cronin (2011)
Ty Segall – Twins (2012)