- Πληροφορίες
- Άγγελος Κλειτσίκας
- Κατηγορία: INDIESTOPIA
Spacebomb Records – το σύγχρονο κρησφύγετο του αμερικάνικου ήχου
Oύτε κερδοφόρα είναι, ούτε μεγαθήριο της εναλλακτικής μουσικής βιομηχανίας. Αποτελεί όμως παράδειγμα για το πώς η αγάπη και η αφοσίωση ανθρώπων που μοιράζονται τις ίδιες ανησυχίες μπορεί να οδηγήσει σε κάτι αναγνωρίσιμο, σπουδαίο και μοναδικό...
Τι συμβαίνει όταν η πόλη σου (Richmond, Virginia) μετράει μόλις δύο σημαντικές μουσικές προσωπικότητες, βγαλμένες μάλιστα από αντιδιαμετρικά αντίθετες πολιτισμικές δεξαμενές (τον σόουλμαν μάγο D’Angelo και το cult μέταλ συγκρότημα Gwar); Όταν έχεις σπουδάσει και παίξει μουσική μαζί με τους πιο ταλαντούχους και ιδιαίτερους τζαζ μουσικούς της γενιάς σου στην περιοχή; Όταν είσαι βουτηγμένος σε δημιουργική φρενίτιδα από τότε που θυμάσαι την ύπαρξή σου;
Για τον πολυπράγμονα Matthew E. White, η απάντηση είναι απλούστατη και χειροπιαστή: μαζεύεις όλους τους φίλους σου, οι οποίοι τυχαίνει να είναι και εξαιρετικοί μουσικοί, τους οργανώνεις, βρίσκεις έναν αισθητικά όμορφο χώρο και στα 30 σου δημιουργείς στην πόλη όπου μεγάλωσες μια δισκογραφική εταιρεία-οικογένεια για να διοχετεύσεις αρμονικά όλες σου τις ιδέες. Αναγνώστες, μόλις λάβατε το εισιτήριό σας για ένα ρετρό βασίλειο, κρυμμένο στις ανατολικές ακτές των Η.Π.Α., που ακούει στο ψυχεδελικό όνομα Spacebomb Records!
Η ιστορία του πανύψηλου παραγωγού/συνθέτη με τα μακριά καστανά γένια, μόνο συνηθισμένη δεν είναι. Προέρχεται από οικογένεια στην οποία το θρησκευτικό στοιχείο ήταν κάτι παραπάνω από έντονο. Ο αδερφός του λ.χ. είναι πάστορας και ο ίδιος πέρασε τα παιδικά του χρόνια ταξιδεύοντας σε ασιατικές χώρες μαζί με τους γονείς του, για τη διάδοση του Ευαγγελίου. Σήμερα παραδέχεται πως οι επιρροές αυτές είναι εμφανείς στη μουσική και στους στίχους του, κυρίως στην πρώτη του δουλειά, Big Inner.
Σε αυτό το πλαίσιο θρησκευτικής αγνότητας, ο White απόκτησε βαθιά επαφή με τη φύση και το υγρό στοιχείο, στην παράκτια πόλη Virginia Beach όπου και γεννήθηκε. Μάλιστα, μαζί με τον πατέρα του έγραψαν κι ένα βιβλίο για τις διαδρομές με κανό στις ανατολικές πολιτείες της Αμερικής! Ακόμη δε και η πρώτη του γνωριμία με το σύμπαν της μουσικής βιομηχανίας έλαβε χώρα μέσα σε εκκλησία, σε μία καθόλου τυχαία συνάντηση με τον ιδιοκτήτη της τοπικής δισκογραφικής (και οικογενειακό φίλο) Rob Ulsh, που συνεργαζόταν τότε με τη Missy Elliott. Ήδη λοιπόν στο λύκειο, είχε σχηματίσει την πρώτη του μπάντα –με folk ήχο– μαζί με τον φίλο του και σημερινό συνεργάτη Andy C. Jenkis.
{youtube}G_WcV5BSRRA{/youtube}
To γεγονός όμως που πυροδότησε τη συνέχεια της πορείας του White ήταν η απόφασή του να μετακομίσει στo Richmond (τη σημερινή του βάση) και να γραφτεί στο πανεπιστήμιο για μαθήματα τζαζ κιθάρας και μουσικής θεωρίας. Εκεί, ένιωσε πως βρήκε το μέρος που του έμοιαζε πιο οικείο από οποιαδήποτε άλλη γωνιά είχε βρεθεί. Ανάμεσα στην παρουσία ταλαντούχων μουσικών, δημιούργησε αρχικά την καλλιτεχνική ομάδα Patchwork Collective, η οποία –με μερικές προσθήκες– οδήγησε στo πρώτο του σοβαρό γκρουπ (2005): τους έλεγαν Fight The Big Bull κι έπαιζαν τζαζ. Ανάμεσα στα λάιβ και σε μερικές ηχογραφήσεις, ο White έψαχνε ανελέητα τα μυστικά της παραγωγής δίσκων· οι δε μουσικές του βουτιές και συζητήσεις δεν είχαν τέλος.
Αυτά τα ερεθίσματα τον οδήγησαν το 2010 στη δημιουργία της δικιάς του δισκογραφικής, η οποία (σύμφωνα με τον ίδιο) είναι απλώς μια κοινότητα με σπουδαίους μουσικούς, που θέλουν να συλλάβουν τον κλασικό αμερικάνικο ήχο, μεταφέροντάς τον στο παρόν. Η λογική λειτουργίας της Spacebomb Records ευθυγραμμίζεται απόλυτα με τους μηχανισμούς θρυλικών εταιρειών: η ύπαρξη βασικής ομάδας μουσικών, που μετράει πάνω από 30 άτομα και είναι υπεύθυνη για την επένδυση όλων των παραγωγών, αποτελεί ιδέα που παραπέμπει στις χρυσές εποχές της Motown και της Stax. Άλλωστε ο ίδιος ο White και οι βασικοί του συνεργάτες παραδέχονται την επιρροή καλλιτεχνών όπως ο Ottis Redding, ο Ray Charles, o Marvin Gaye και ο Curtis Mayfiled.
Η παρθενική κυκλοφορία της Spacebomb ήταν το Big Inner, η πρώτη προσωπική δουλειά του White. Ένα άλμπουμ που τον έβαλε για τα καλά στο σύγχρονο στερέωμα και του χάρισε αμέτρητες γραμμές σε στήλες περιοδικών και sites. Ενώ όμως θεωρήθηκε σημαντικό από τον τύπο (έλαβε διθυραμβικά σχόλια από το Uncut και το Mojo), φιγουράροντας πολύ ψηλά στις λίστες με τα καλύτερα άλμπουμ του 2012, η αρχική ιδέα του White ήταν απλώς η προώθηση της δισκογραφικής του. Κανείς δεν περίμενε λοιπόν την ιστορία επιτυχίας που θα ακολουθούσε. Το άλμπουμ είχε ηχογραφηθεί στα αρχικά στούντιο της εταιρείας, Spacebomb West, με άλλα λόγια στη... σοφίτα του White! Ο ήχος όμως που προέκυψε ξεχειλίζει από ζεστασιά, πλούσιες και βαθιά θρησκευτικές ιδέες, καθώς και από μία σπάνια οικειότητα. Στοιχεία που καθιστούν το Big Inner ένα σπουδαίο άλμπουμ, αντιπροσωπευτικό παράδειγμα του οράματος του White για τη μουσική κρυψώνα την οποία αναζητούσε.
{youtube}TaOOaXe8EEA{/youtube}
Η επιτυχία είχε ως αποτέλεσμα τη προσέλκυση Αμερικανών μουσικών με την ίδια φιλοσοφία. Αρχικά ο Howard Ivans, μέλος του 1990s indie pop συγκροτήματος Rosebuds, ηχογράφησε δύο τραγούδια στη σοφίτα του White και τα κυκλοφόρησε σε ένα 45άρι με το όνομα Red Face Boy. Η προσπάθεια μοιάζει να σαν μία σκοτεινή R&Β απόπειρα σύλληψης του 1980s ήχου της Sade, κάτι μακρινό (θεωρητικά) από το Big Inner· αλλά η χρήση της ίδιας μπάντας παρέχει τελικά ένα ενοποιητικό στοιχείο με τον χαρακτήρα της Spacebomb Records. Κάτι ανάλογο συνέβη αμέσως μετά και με την πιο ψυχεδελική κυκλοφορία της τελευταίας, μέχρι τώρα: ο Grandma Sparrow –ή Joe Westerlund, όπως είναι το πραγματικό του όνομα, συνθέτης και ντράμερ σχημάτων εναλλακτικής folk όπως οι Megafaun, Califone και Mount Moriah, αλλά και συνεργάτης του Justin Vernon στους Gayngs– υπέγραψε ένα άλμπουμ γεμάτο αυτοσαρκασμό και πνευματώδεις ενορχηστρώσεις, υποστηριζόμενος στα μετόπισθεν από τη Spacebomb Records band.
Αλλά πιο σπουδαία είναι η τελευταία προσθήκη στη συλλογή της Spacebomb: η Natalie Prass (η οποία έκανε δεύτερες φωνές στη Jenny Lewis μέχρι πριν λίγους μήνες), προερχόμενη από το μαυσωλείο του Nashville, ήταν έτοιμη να παρατήσει τη μουσική –μέχρι και δικιά της εταιρεία με ρούχα για σκυλάκια είχε, που τα πήγαινε περίφημα· μέχρι που ένας φίλος την έφερε σε επαφή με τo εγχείρημα του White και η δικαιοσύνη αποκαταστάθηκε. Το ντεμπούτο της κυκλοφόρησε μόλις τον φετινό Ιανουάριο και είναι γεμάτο παραμυθένια έγχορδα, λιλιπούτεια φωνητικά, ντισνεϊκή αισθητική και αναφορές στην 1970s μουσική κληρονομιά της Αμερικής.
{youtube}xuKMXVngtZw{/youtube}
Τελευταία φορά που η Spacebomb Records band ένωσε τις δυνάμεις της ήταν πια στα νέα –επαγγελματικά– στούντιο της δισκογραφικής, Spacebomb East, για την ενορχήστρωση του δεύτερου άλμπουμ του White, Fresh Blood, που βγήκε πριν λίγες ημέρες. Λιγότερο εντυπωσιακό από το ντεμπούτο του αλλά με περισσότερη ψυχή, συναίσθημα και μουσικές ιδέες (όπως ο ίδιος ισχυρίζεται). H αλήθεια είναι πως περιέχει κάποιες εμπνευσμένες στιγμές, όπως το φουτουριστικό σόουλ "Holy Moly" και το στιχουργικά φλεγματώδες "Rock 'n' Roll Ιs Cold", αλλά αυτές είναι περιορισμένες.
Η ουσία όμως βρίσκεται στην καθολικότητα και ομοιογένεια του ήχου που έχει δομήσει η δισκογραφική από το Richmond. Κάθε κυκλοφορία της είναι μεν διαφορετική, αλλά μπορείς να αντιληφθείς ένα νοητό πέπλο να αγκαλιάζει αισθητικά κάθε άλμπουμ, συνδέοντάς το με μία αύρα σπιτική. Η δημιουργία αυτού του τόσου αυθεντικά αμερικάνικου ήχου, ανέγγιχτου από ευρωπαϊκές επιρροές, είναι άλλωστε το προσωπικό όραμα του White. Η Spacebomb Records δεν είναι ούτε μία κερδοφόρα εταιρεία, ούτε ένα μεγαθήριο της εναλλακτικής μουσικής βιομηχανίας. Αποτελεί όμως παράδειγμα για το πώς η αγάπη και η αφοσίωση μερικών ανθρώπων που μοιράζονται τις ίδιες ανησυχίες κι έχουν τις ίδιες εσωτερικές ανάγκες, μπορεί να οδηγήσει σε κάτι απολύτως αναγνωρίσιμο, σπουδαίο και μοναδικό.
Προτεινόμενη δισκογραφία:
Matthew E. White – Big Inner (2012)
Natalie Prass – Natalie Prass (2015)
Matthew E. White – Fresh Blood (2015)