Fundamental (2006): Αφιερωμένο σε δυο ιρανούς εφήβους, τον Mahmoud Asgari και τον Ayaz Marhoni, οι οποίοι εκτελέστηκαν στις 19 Ιουνίου 2005 απ’ την κυβέρνηση τους επειδή ήταν γκέι, και περιστρεφόμενο γύρω από τον θεματικό πυρήνα του Φονταμενταλισμού, πάσης φύσεως και μορφής (εξου κι ο τίτλος), το εν λόγω άλμπουμ είναι ίσως το πιο «σκοτεινό» στο Petshopboy-ικό μουσικό σύμπαν. Είναι επίσης και το πιο πολιτικό τους άλμπουμ, με τραγούδια που ρέπουν είτε προς την καταγγελία («Integral» και «Psychological»), είτε προς την παρωδία του τότε Πλανητάρχη ("I'm with Stupid»), ενώ έχουν φροντίσει να ρίξουν μέσα στο άλμπουμ και μερικές τζούρες μοντέρνου ρετρό-ερωτισμού με το εξαιρετικό «Casanova in Hell» κα τον μνημειώδη στίχο «η στύση του θα ζει εις το διηνεκές». Είναι επίσης το άλμπουμ που τους επανενώνει, σχεδόν 18 χρόνια μετά, με τον Trevor Horn, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, δηλαδή boombastic pop στα καλύτερα της. Κυρίως όμως, αποδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο πως οι PSB, ακόμη και στα πιο μαύρα τους, είναι ικανοί να ρίξουν άπλετο φως μέσα από τις κλειστές γρίλιες.
Concrete (2006): Στις αρχές του 2006, ο Tennant κι ο Lowe μπήκαν στο λονδρέζικο Mermaid Theatre, μαζί με την Ορχήστρα του BBC και ηχογράφησαν, παρέα με μερικούς εκλεκτούς καλεσμένους μία και μοναδική συναυλία με κεντρικό γνώμονα τα τραγούδια εκείνα που είχαν ορχηστρικές διαθέσεις γραμμένες πάνω στο μουσικό τους DNA. Το βάρος πέφτει αρκετά σε υλικό απ’ το άλμπουμ «Fundamental» που κυκλοφόρησε την ίδια περίοδο, ενώ καλεσμένοι όπως πρωτίστως ο Rufus Wainwright, μετά η Frances Barber και τέλος ο Robbie Williams, προσθέτουν βάθος και μια νέα ποπ υπόσταση σε κομμάτια-σταθμούς απ’ την τεράστια δισκογραφία τους, όπως το «Rent», το «Jealousy» και το «Left To My Own Devices», ενώ ο Angelo Badalamenti (Twin Peaks και δεν συμμαζεύεται) φροντίζει να βάλει την μαεστρική του μπαγκέτα και να μεταμορφώσει προς το πιο camp κομμάτια όπως το «After All» (απ’ το soundtrack του «Battleship Potemkin» που είχε συνθέσει το ντουέτο λίγο καιρό πριν), το «Friendly Fire», (απ’ το μιούζικαλ «Closer to Heaven») και το «Nothing Has Been Proved», που τραγούδησε η μακαρίτισσα η Dusty Springfield και συμπεριλήφθηκε στο soundtrack της ταινίας «Scandal», το 1989.
Το 2009 είναι η χρονιά τους. Μετά το βραβείο «Outstanding Achievement» που έλαβαν για τη συνολική τους μουσική προσφορά στα BRIT Awards, οι Pet Shop Boys βγάζουν και το άλμπουμ που θα αποθεωθεί απ’ όλους τους έχοντες αυτιά, πλην των δυσκοίλιων.
Ήμαρτον δηλαδή. Υπάρχει Θεός και βλέπει. Κι αν όχι εμένα που είμαι αόρατος, αυτό το γαμημένο το Pitchfork, που, τι διάολο το έπιασε και έριξε κάτω από το 5/10 το Yes, δίνοντας του ένα 4.9; Που, καταρχάς, αν θέλουμε να είμαστε αυστηρά αντικειμενικοί, χωρίς να τα βλέπουμε όλα με τα κόκκινα γυαλιά του Neil Tennant, δεν βάζεις κάτω από τη βάση σε άλμπουμ των Pet Shop Boys. Είναι σαν να βάζεις χαμηλή βαθμολογία στον Lionel Messi επειδή μια φορά πάσαρε λάθος στον Thierry Henry. Όχι, ειλικρινά διάβασε τι κουλά έγραψε πάλι η «Βίβλος της alternative μουσικής»: «[...] the band's 10th studio album is such a disappointment. But the Boys have apparently forgotten the great joke of their hits' production and the high concept of their public persona: that Tennant put up an impressive front of arch, campy boredom to protect the tenderest of hearts. [...] «Yes», though, was produced by Xenomania, the pop chop-shop behind Girls Aloud's singles, leaving the Boys lagging a few years behind the sound of the UK charts when they used to be ahead of the game or at least above the fray».
Και ρωτάω τώρα εγώ με το φτωχό μου το μυαλό, χωρίς καν να είμαι ο Αντώνης Πανούτσος: αυτοί εδώ κοντεύουν να μας κάνουν να πουστέψουμε στα γεράματα και το Pitchfork ασχολείται με το κατά πόσο οι Boys είναι πίσω ή μπροστά απ’ τα πράγματα; (Μπορώ να σκεφτώ ένα λογοπαίγνιο σχετικά με «μπροστά» και «πίσω» που θα του έλεγε ο ίδιος ο Tennant, με το γνωστό σαρδόνιο ύφος του). Γιατί αυτό ακριβώς συμβαίνει με το Yes (ακόμη ένας έξοχος μονολεκτικός τίτλος άλμπουμ στην ιστορία της δισκογραφίας τους): το ακούς μια, το ακούς δυο, το ακούς τρεις, λες από μέσα σου «ρε γαμώτο, έτσι θα έπρεπε να είναι όλα τα άλμπουμ, pop και μη». Τέσσερα-πέντε τέτοια άλμπουμ να έβγαιναν κάθε χρονιά, εγώ δεν θα είχα παράπονο. Θα την έβγαζα σπαρτιάτικα μόνο με Pet Shop Boys, κι ακούγοντας γύρω μου τη χλεύη γνωστών και φίλων «έλα μωρέ τώρα με τις αδελφίστικες μουσικές».
Ναι, ρε, όλοι εσείς οι στρέιτ αυτού του κόσμου, όλοι εσείς με την τεστοστερόνη να τρέχει απ’ τις κιθάρες σας, ελάτε να βγάλετε ένα ηλιολουσμένο κι ανοιξιάτικο κομμάτι σαν το “Pandemonium”, να το ακούς στο repeat και να μην το χορταίνουν τα αυτιά σου, κατέχοντας πλέον μια περίοπτη θέση δίπλα σε Ηi-NRG ύμνους όπως το “Left To My Own Devices” και το “Can You Forgive Her?”. Να πω πως ξεκινάει με ένα στίχο-υπόδειγμα: «is this a riot or are you just pleased to see me»? To λέω και το υπογράφω υπεύθυνα: δεν υπάρχει στον κόσμο αυτό άλλο συγκρότημα το οποίο να σου κλείνει το μάτι τόσο παιχνιδιάρικα. Και δίπλα σε αυτό, να ποζάρει η ακομπλεξάριστη synth(ετική) pop φωτεινότητα του “Love Etc.”, το οποίο επιτελεί το ρόλο της «ναυαρχίδας» του άλμπουμ, με τον ίδιο τρόπο που το “Go West” σήκωνε τη χορευτική κουρτίνα του Very, 16 χρόνια πριν. Ένα τέλειο pop κομμάτι, απ’ αυτά που θα επεσήμαινε κάποιος πως «γράφονται δεκάδες στις μέρες μας». Δεν θα είχε άδικο. Όμως η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα σε ένα ακόμη pop συγκρότημα του καιρού μας και τους Boys είναι ο στίχος «Don't have to be beautiful, but it helps», ένα δίστιχο το οποίο καμία άλλη μπάντα δεν θα τοποθετούσε τόσο υπογείως σαρκαστικά στο ρεφρέν του πρώτου της single.
Δεν βαριέσαι. Στιγμή. Κρατάς την ανάσα σου με υπομονή, περιμένοντας να δεις πότε και αν θα χρειαστεί να πεις από μέσα σου «επιτέλους, να και ένα filling, όχι άλλο σφυροκόπημα». Στο “The Way It Used To Be” οι μελωδίες, κρυμμένες μέσα στα middle eights και τις «γέφυρες» του τραγουδιού, πετάγονται η μια μετά την άλλη, κάνοντας σε να γκουγκλάρεις το κομμάτι προσπαθώντας να ανακαλύψεις από πού μπορεί οι Boys να έχουν «σηκώσει» όλα αυτά τα θεϊκά χορευτικά γυρίσματα. Είμαι, δε, σίγουρος πως το κομμάτι του τραγουδιού από το 2:51 μέχρι το 3:03 («I was there caught in Tenth Avenue…») είναι κλεμμένο από κάπου, αλλά τόσες μέρες το ψάχνω και δεν έχω βρει από που. Ο ευρών (και ο καταθέτων στο email μου) αμειφθείσεται πάντως.
Είναι το μόνο παράπτωμα (;) που μπορείς να εντοπίσεις στο άλμπουμ: η εμφανώς pop κατεύθυνση της παραγωγής των Xenomania ευθύνεται για κάτι τόσο απροκάλυπτα ποπ-ίζoν (σε σημείο ώστε να καταργεί, εν μέρει, τις παραδοσιακές alternative δικλείδες ασφαλείας των Boys) όπως το “More Than A Dream”, το οποίο πραγματικά είναι σαν να φτιάχτηκε για να το αναγγέλλουν, συνοδεία μικροφώνου, οι άγγλοι DJs στα κλαμπ. Πάντως κανείς δεν μπορεί να τους προσάψει πως ενεργούν με κουτοπόνηρο καιροσκοπισμό και τελικό στόχο τα charts: οι κατάλογοι επιτυχιών έχουν προ πολλού παραδοθεί στη συνθετική τους μεγαλοφυΐα. Λες και περίμεναν το 2009 για να κάνουν κάνα Νο1 κι αυτοί. Οι φτωχοί. Θες να σκεφτείς πόσες κορυφές έχουν χτυπήσει από το 1987 μέχρι σήμερα; Πόσες φορές κουτούλησαν στο ταβάνι των charts; Είναι δηλαδή και προσβολή να τους κατηγορήσεις (ποιους; Τους ίδιους τους Master Minds της Pop) ότι προσέλαβαν τους Xenomania μπας και δουν χαρά στα μουσικά τους σκέλια.
Όπως επίσης καλοδεχούμενη είναι και – ω, μα τι τιμή! – η επιστροφή του Johnny Marr στις, ελαφρώς θαμμένες στην τελική μίξη, κιθάρες, είκοσι ακριβώς χρόνια μετά τα αξεπέραστα αρπίσματα του στο “My October Symphony” του Behaviour. Μαζί του ο x-Smith φέρνει τα θετικά vibes από εκείνη την περίοδο (την καλύτερη, κατ’ εμέ, των Pet Shop Boys) προλειαίνοντας το έδαφος για μια ηχητική ευφορία 48 λεπτών και 32 δευτερολέπτων στα «Beat+Guitars» εδάφη που ο ίδιος πρωτοπάτησε με τους Electronic – όπως το έξοχο και ενοχλητικά-κολλητικό-σαν-τσίχλα-στον-ουρανίσκο “Vulnerable”. Ας πέσει τώρα με τα μούτρα πάνω στην κρυστάλλινη βιτρίνα του Ηχητικού Τοίχου των Pet Shop Boys κι ας φάει το καπέλο του ο κάθε υπερεκτιμημένος Timbaland, για να μην φωνάξω τον μπόγια να τον μαζέψει.
Το Yes είναι σοκαριστικά μοντέρνο, απρόσμενα upbeat και ύποπτα άψογο ως μια συλλογή τραγουδιών φτιαγμένη κάτω από ένα νιχιλιστικό οικονομικοκοινωνικά πρίσμα. Είναι ένα άλμπουμ που μόνο άνοιξη θα μπορούσε να είχε κυκλοφορήσει. Είναι επίσης το καλύτερο τους από την εποχή του Behaviour» κι αυτό που μελλοντικά θα αποτελεί την επιτομή του όρου «Pop Made In The Zeroes». Αδιαμφισβήτητα και νομοτελειακά απαραίτητο σε κάθε δισκοθήκη.