Τι θα άξιζε ο έρωτας και η θεσπέσια προέκταση του η αγάπη αν δεν υπήρχαν οι υμνητές του; Θα έμενε μόνο ένας θησαυρός, που θα τον κρατούσε ο καθένας μας για τον εαυτό του και δεν θα τον μοιραζόταν παρά μόνο με τον/την σύντροφο του. Οι αντρικές και γυναικείες φωνές οι οποίες κατά καιρούς έχουν ενδυθεί αυτό το ρόλο - του ραψωδού του έρωτα - έχουν καταφέρει να παρασύρουν χιλιάδες μάτια σε κλάμα συγκίνησης, νοσταλγίας, ανακούφισης, ευδαιμονίας. Ο Elvis, ο Roy Orbison, η Dusty Springfield, ο Nick Cave, η Βίκυ Μοσχολιού, ο Γιάννης Πάριος (μέχρι το 1979), ο Jeff Buckley, η Piaf είναι μερικοί από αυτούς τους ανθρώπους που - προσοχή σε αυτό - δεν κλαυθμήρισαν πάνω από το μινόρε της απώλειας, αλλά, αντίθετα, εξύμνησαν το εκπληκτικό αυτό συναίσθημα.
Τις περισσότερες φορές συναντάμε απλώς κατεστραμμένους τραγουδιστές, καραβοτσακισμένους από τα ίδια τα συναισθήματα τους, που προσπαθούν μες από τους ρόλους τους οποίους υποδύεται - ανάλογα με την κάθε σύνθεση που ερμηνεύει ο ενίοτε ερμηνευτής - να σαρκώσουν το εκάστοτε συναισθηματικό ναυάγιο που έχει επινοήσει και κατασκευάσει ο στιχουργός. Σε αυτή τη δεύτερη κατηγορία θα μπορούσαμε να τοποθετήσουμε τον Mark Lanegan (όταν ακόμα ήταν απλά και μόνο στα τρία πακέτα Marlboro), την Amy Winehouse, την Isabelle Boulay, τον Δημήτρη Μητροπάνο. Είναι φανερό νομίζω, από τα ονόματα που παρατιθονται παραπάνω, ότι μιλάμε για ανθρώπους με αποδεδειγμένες φωνητικές δυνατότητες - όχι απλά καλούς ερμηνευτές. Και φυσικά δεν πρόκειται για κάποιο ελιτισμό απέναντι σε ανθρώπους με μικρότερες οκτάβες ή δυναμικές στη φωνή τους. Απλά μόνο μια φωνή που η έκταση, το γρέζι και η χροιά της μπορούν να χρωματίσουν τις γέφυρες της ενορχήστρωσης και τα finitore των στίχων.
Προσωπικά είχα πολλά χρόνια να συναντήσω ερμηνευτική δεινότητα σαν αυτή που διαθέτει η Αμερικανίδα τραγουδίστρια Nicole Atkins. Γνωρίζω, όπως και όλοι σας, ότι η μουσική βιομηχανία ξεπετάει τα τελευταία χρόνια καραβιές ολόκληρες από ερμηνεύτριες οι οποίες προσπαθούν να βάλουν στον ώμο τους μανδύες που ανήκαν σε ονόματα όπως η Dianna Ross, η Aretha Franklin, η Whitney Houston - και επειδή ξέρω ότι μερικοί κρυφογελάνε με το τελευταίο όνομα, θα συνιστούσα ακρόαση του πρώτου δίσκου των Material, του gospel bootleg (και όμως…) Before I Raise My Voice και φυσικά του πρώτου προσωπικού της δίσκου. Ένδυμα, αυτός ο μανδύας, πολύ βαρύ. Που γλιστράει σε μια και μόνο νύχτα για πολλές πριγκηπέσες όταν καταποντίζεται στο 3ο τους single στα charts.
Ο τίτλος του δίσκου της Atkins είναι πραγματικά συναρπαστικός, πέρα της μεταφρασμένης εικόνας που μεταφέρει, ενώ η ίδια η ακουστική του είναι ονειρεμένη, κυριολεκτικά. Αναφερόμενη στη βραχώδη παραλία η οποία στεφανώνει την περιοχή που μεγάλωσε - αν και ο σκηνοθέτης του ομώνυμου track περισσότερο σαν Atlantic City το σκιαγράφησε - η Atkins κάνει για άλλη μια φορά (όπως και στις προηγούμενες δουλειές της) καταφανές ότι η εμπειρία της και η πραγματική ζωή της οδηγούν μεγάλο μέρος από την έμπνευση της. Διότι αν και σπάνιο, αυτή η κοπέλα (μόλις 29 χρονών) γράφει το 90% της μουσικής της και το 100% των στίχων της. Απλά ξέρει να διαλέγει τους συνεργάτες της. Ή μπορεί αυτοί που συνεργάζονται μαζί της να έχουν καταλάβει ότι καλό είναι αυτό το πλάσμα να οδηγεί την πορεία της, όσο μεγάλη και να είναι η πείρα τους. Αν και διαφωνώ με τη μίξη και την παραγωγή σε συνολικά δύο - πολύ έντονα όμως - σημεία του δίσκου (η κούφια pop ρυθμολογία στο τέλος του σαρωτικού “Love Surreal”, η έντονη στο ύψος και στη χροιά ηλεκτρική κιθάρα στο ξεκίνημα του “Kill The Headlights”) δεν μπορώ να μην θαυμάσω την επιλογή της παραγωγής, όχι μόνο στο να θέσει μια καλοστημένη μπάντα εγχόρδων στην υπηρεσία των συνθέσεων, αλλά να την τιθασεύσει στη μίξη, ώστε το αποτέλεσμα να είναι δραματικό αλλά όχι μελό. Επίσης, η χρήση του χώρου είναι σαφέστατα με λογικές ηχογραφήσεων των στούντιο του Μέμφις στα τέλη της δεκαετίας του 1960 - με τις πυραμοειδείς τοποθετήσεις των οργάνων πίσω από τον ερμηνευτή. Οι χορωδίες που χρησιμοποιήθηκαν οδηγήθηκαν, πολύ σωστά, με φειδωλό φωνητικό ακαδημαϊσμό και τοποθετήθηκαν, εξίσου πολύ σωστά, μέσα στη μίξη.
Όμως εκεί που παραδίδεις τις όποιες αντιστάσεις σου είναι όταν έρχεσαι αντιμέτωπος με τους στίχους της Atkins. Τα στοιχεία της πραγματικότητας που πλέκει, μαζί με αυτά της λυρικότητας, είναι ακριβώς αυτά που ενθουσιάζουν. Από την αποφασιστική ρεαλιστικότητα με την οποία μια γυναίκα αντιμετωπίζει τη σχέση που καταρρέει (“Together We Are Both Alone), στην αμετανόητη αγάπη που εκπέμπει το “The Way It Is” - όπου είναι συγκινητικό να ακούς αυτό το παράξενο μείγμα Stevie Nicks-Jackie Trent να ταρακουνάει τα ηχεία σου - στην αναμφισβήτητα κορυφαία ερμηνεία της Atkins στο δίσκο. Αυτό το ιδιάζον μείγμα κλασικής αμερικάνικης τραγουδοποιίας, Aida δράμα, Orbison-ικής 1970s rock και καθαρόαιμης pop είναι κάτι παραπάνω από συναρπαστικό.
Η προσπάθεια των αμερικανών executives να εδραιώσουν το όνομα της Atkins στην Γηραιά Ήπειρο έχει μόλις ξεκινήσει. Και ενώ, όταν το Neptune City έσκασε πέρυσι το φθινόπωρο στα αμερικάνικα δισκοπωλεία, η Atkins περιφερόταν στο εξώφυλλο και στο εσώφυλλο σαν παιδί που αγάπησε «ψυχή/φωνή και ρούχα» μια ιδεατή Siouxsie, σε μικρό χρονικό διάστημα (όμορφα και ερωτικά) τακούνια και κομψά κλασικότροπα φορέματα πήραν αντίστοιχα τη θέση του γδαρμένου ζευγαριού από μπότες και του «Αλίκη Χαμένη στις Μεγαλουπόλεις» μαυροκέντητου φορέματος. Ο δίσκος καθιστούσε από μόνος του την τελευταία εικόνα πολύ κατώτερη αυτού που άρμοζε στις συνθέσεις και ειδικότερα στην ερμηνεία του Neptune City. Η αλήθεια είναι ότι οι καθαρόαιμες αμερικάνικες καταβολές και καταθέσεις του δίσκου θα απομακρύνουν τους (αμετ)ανόητους, όσους μπερδεύουν την κλασική αμερικάνικη σχολή με τον αντιαμερικανισμό (της μικροαστούρας -κατά το αγιαστούρα, με την προσθήκη της μικροαστικής λογικής) - αλλά αυτό πραγματικά είναι δικό τους πρόβλημα. Ο άνθρωπος που αγνοεί αυτή τη γυναικεία φωνή, η οποία δεν νιαουρίζει και συνειδητοποιεί - με αφοπλιστική αφέλεια και δραματικότητα - ότι δεν θα κοιμηθεί ποτέ ξανά μέχρι το ξημέρωμα γιατί αυτός είναι ο μόνος άντρας που θέλησε ποτέ στη ζωή της, μπορεί να κοιμηθεί ήσυχος. Φέτος δεν θα ερωτευθεί, αυτή τη χρονιά δεν θα μπορέσει να αγαπήσει. Ας μου συγχωρεθεί από τον Ύψιστο (σημείωση αρχισυντάκτη: τον ποιον;;;;) η απολυτότητα, μα η φωνή αυτή έχει καταλάβει τα ηχεία μου και, εκεί που νομίζω ότι έχω κορεσθεί, με αφήνει άφωνο…