Ο Steven Patrick Morrissey, γνωστός ως σκέτο Morrissey, γεννήθηκε στις 22 Μαΐου 1959 και σήμερα γίνεται 63ών ετών. Τα βιογραφικά στοιχεία έχουν ελάχιστη έως καμιά σημασία όταν στο προσκήνιο έρχεται η μουσική. Και η αλήθεια είναι ότι ο Morrissey έχει υπάρξει τόσο μα τόσο επιδραστικός στην μουσική pop κουλτούρα που ως ακροατής και fan είσαι διατεθειμένος να ξεχάσεις ακόμα και τις χαρακτηριστικές πατάτες (ας χαρακτηριστούν έτσι επιεικώς) που έχει κατά καιρούς, ξεστομίσει, ιδίως τα τελευταία χρόνια. Αρκεί να ακούσεις το the Queen Is Dead από τα χρόνια των Smiths και το, προσωπικά αγαπημένο, Vauxhall and I από την solo καριέρα του και αυτόματα η μουσική μπαίνει πάνω από οτιδήποτε άλλο. Για αυτό και δεν θα ασχοληθούμε καθόλου με τις επιμέρους αμφιλεγόμενες δηλώσεις του, μα θα επιδοθούμε σε ένα μικρό μπαράζ «Μορισεϊκής» προσωπικής μεμοραμπίλιας και μόνο.

Πρέπει να ήμουν γύρω στα 13 όταν στα χέρια μου έπεσε μια κασέτα με διάφορα indie διαμάντια τελευταίας -για την εποχή- εσοδείας αλλά και αρκετά προγενέστερα του σωτήριου έτους 1993. Στα «παλιά» tracks συμπεριλαμβανόταν μια live εκτέλεση του “Charlotte Sometimes” των Cure, το “Shake the Disease” των Depeche Mode και το “Handsome Devil” των Smiths. Αφήνοντας στην άκρη τον κεραυνοβόλο έρωτα για τα δυο πρώτα κομμάτια, οι Smiths προκάλεσαν πολλαπλά εγκεφαλικά στον διαμορφούμενο, ακόμα, μουσικό ψυχισμό μου. Κάτι οι κιθάρες του Johnny Marr, κάτι η ερμηνεία του Morrissey που είτε, γενικά, την λατρεύεις είτε την απεχθάνεσαι (θαρρώ πως δεν υπάρχει μέση οδός), το όλο αποτέλεσμα με είχε καταγοητεύσει. Και όταν κατάφερα να πιάσω στα χέρια μου μια κασέτα με το Rank (live δίσκος των Smiths) ήμουν βέβαιος ότι το μουσικό μου σύμπαν δεν θα ήταν ποτέ ξανά το ίδιο.

Εκείνη την εποχή δεν έχανα λεπτό από την καθημερινή εκπομπή "Rock Notes" του ιδιωτικού τηλεοπτικού σταθμού Seven X. Όλοι οι Indie ήρωες της εποχής έκαναν παρέλαση Δευτέρα με Παρασκευή από τις 13:00 μέχρι τις 14:00. Blur, Therapy?, Lemonheads, Sugar, Inspiral Carpets, Pulp, Suede και ένα αμέτρητο ακόμα πλήθος πρεσβευτών της εναλλακτικής μουσικής σκηνής διαμόρφωναν γοητευτικά το εύπλαστο μουσικό μου γούστο. Κι εκεί γύρω στο 1994 έσκασε το video clip για το “the More You Ignore Me, the Closer I Get” του Morrissey. Αυτή ήταν η πρώτη μου οπτική επαφή με τον Moz ως ποπ φιγούρα. Το «κοκόρι» στο μαλλί, το όμορφο πουκάμισο, οι χαρακτηριστικές κινήσεις του σώματος σε συνδυασμό με την indie pop αρτιότητα του τραγουδιού έκαναν τα μάτια μου να αστράφτουν και την καρδιά να πάλλεται στους ρυθμούς της κιθάρας που έσταζε τόνους από σιρόπι χαρμολύπης.

Ήταν, πλέον, 1999 όταν στο ραδιόφωνο άκουσα ότι ο Morrissey έρχεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα και μάλιστα για «λίγους και εκλεκτούς» αφού η συναυλία θα πραγματοποιούταν στο ιστορικό Ρόδον για μια και μοναδική βραδιά. Αν θυμάμαι καλά, πάνε και πολλά χρόνια άλλωστε, θα κυκλοφορούσαν μόλις 1.300 εισιτήρια στην τιμή ρεκόρ -για την εποχή- των 10.000 δραχμών (ok boomer). Θυμάμαι, επίσης, τον αδελφικό φίλο Στέλιο να παίρνει τηλέφωνο μέσα σε τρελό ενθουσιασμό και κλίμα συγκίνησης και να αναλαμβάνει το δύσκολο task της προμήθειας εισιτηρίου το οποίο έφερε, φυσικά, εις πέρας. Θυμάμαι την αγωνία από το πρωί της 6ης Νοεμβρίου 1999 μέχρι να φτάσει η στιγμή να περάσουμε την πόρτα του υπέροχου Ρόδον, δεν θυμάμαι πολλά πράγματα από την support εμφάνιση του Κ.Βήτα, θυμάμαι πόσο βασανιστικά πέρασε ο χρόνος μέχρι να εμφανιστεί ο Moz στην σκηνή και δεν θα ξεχάσω ποτέ το εναρκτήριο “You’re Gonna Need Someone On Your Side”, το πρώτο Smiths τραγούδι που ακούστηκε ποτέ σε αθηναϊκό έδαφος (“Is It Really So Strange”), τις ιδιαίτερες και χαρακτηριστικές χορευτικές φιγούρες του Moz, το υπέροχο “Hairdresser on Fire”, το αριστουργηματικό “November Spawned a Monster”, το «σμιθσικό» “Meat is Murder”, το ανατριχιαστικό “Speedway” και φυσικά το μοναδικό “Last Night I Dreamt That Somebody Loved Me”.

morrissey_cover_detail

Από τότε ακολούθησαν και άλλες Moz live στιγμές. Το 2002 στο Gagarin 205 με το απολαυστικό “Hand in Glove” να σπέρνει κλίμα ενθουσιασμού, το 2006 στο Tae Kwon Do όπου έπαιξε πέντε ολόκληρα τραγούδια από την περίοδο των Smiths, το 2012 στον Λυκαβηττό με το εναρκτήριο “How Soon Is Now” να γεμίζει με δάκρυα τα μάτια, το 2014 ξανά στο Tae Kwon Do όταν έδειχνε πιο γήινος, προσιτός και ευάλωτος από ποτέ. Τις θυμάμαι όλες τις φορές με αγάπη, αλλά τίποτα δεν νικάει τον ενθουσιασμό και τα συναισθήματα της πρώτης φοράς. Όπως τίποτα δεν νικάει την μουσική ομορφιά και την στιχουργική μεγαλοσύνη που έχει χαρίσει στην ανθρωπότητα αυτός ο τύπος από το Μάντσεστερ.

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured