Δεν είναι δα και μυστικό ότι το hip hop (με μια πιο διασταλτική υφολογική έννοια, πάντα) βρίσκεται σε έξαρση τα τελευταία (πολλά) χρόνια. Εντούτοις, για να σταθούμε λίγο στη μικροσκοπική κλίμακα –και δη στον τελευταίο μήνα περίπου-, είχαμε εξαιρετικά ενδιαφέρουσες κυκλοφορίες, τόσο από τις ΗΠΑ όσο και από τα μέρη μας. Είχαμε Saske, Θύτη και ΛΕΞ στην ημεδαπή, ενώ από την αντίπερα όχθη του Ατλαντικού μας ήρθαν Pusha T, dälek και Kendrick Lamar. Νομίζω αυτονόητο το όποιο disclaimer - παρατήρηση, ότι θα αναφερθώ σε δίσκους που έπεσαν στην προσοχή μου.
Η Παρασκευή της 13ης Μαΐου έχει ήδη χαραχτεί στη συνείδηση του εγχώριου hip hop (και όχι μόνο) ακροατηρίου ως μια Άγια Μέρα, μιας και δύο τοτέμ έβγαλαν τους πολυαναμενόμενους δίσκους τους ταυτόχρονα. Από τη μία ο Kendrick, από την άλλη ο ΛΕΞ. Δύο μορφές που έχουν το εξής χαρακτηριστικό κοινό: αποτελούν ιδιάζουσες, πλήρως αντισυμβατικές –σε σύγκριση με το κυρίαρχο ρεύμα– περιπτώσεις καλλιτεχνών που κάπως κατάφεραν να εισπράξουν συντριπτική αποδοχή από κυριολεκτικά όλα τα μέτωπα. Κατάφεραν να κάνουν "εστετολαγνεία" με καγκουρισμό [sic σε αμφότερα], να πιαστούν χέρι με χέρι, δεν το λες και λίγο. Προφανώς ακούστηκαν πολύ, προφανώς συζητήθηκαν πολλά κατόπιν πρώτης (και δεύτερης και τρίτης) ακρόασης, προφανώς γράφτηκαν και κάμποσες αράδες. Ακόμα δεν μου έχει λυθεί η απορία σχετικά με το ποιος από τους δύο παρέλασε πιο εμφατικά από το timeline μου – ή ένα τυχαίο timeline, έστω. Ο πρώτος με ελάχιστο promo, ο δεύτερος με μηδαμινό. Κοίτα να δεις που το anti-marketing είναι το νέο marketing τελικά – το είχαμε πάρει χαμπάρι από Beyoncé και Eminem άλλωστε. Ή, ακόμα καλύτερα, που η ίδια η ποιότητα της μουσικής φωνασκεί ισχυρότερα από κάθε ρυπαρή (ως προς τη γενικότερη αισθητική) σωρεία μαρκιζών ένθεν κακείθεν.
Από τη μία ο ΛΕΞ, λοιπόν, με το ΜΕΤΡΟ. Μια πρώτη αποτίμηση προτάσσει την εντύπωση ότι κινήθηκε σε πιο minimal μονοπάτια, τουλάχιστον στο μουσικό κομμάτι. Δεν θα βρεις την ποικιλομορφία του 2XXX, αντ’ αυτού θα πέσεις πάνω σε μπόλικα hi-hats και 808s αλλά και σύντομες διάρκειες. Καθόλου feats, ο Dof κρατάει ως συνήθως τη μπαγκέτα του μαέστρου και δίνει, εκτός από τα δικά του beats, πάσα και ενδεχομένως κατεύθυνση σε 5 εξαιρετικούς παραγωγούς να απλώσουν τα ταλέντα τους.
Θέλω να σταθώ στην ανατριχίλα που προκαλεί το “Air Max”: σε επίπεδο beatmaking είναι με διαφορά ένα από τα καλύτερα ακούσματα που μας έδωσε ο Dof – ο οποίος δεν χρειάζεται κάποια επίσημη αναγνώριση πλέον ως ο καλύτερος στο τερέν του (μαζί με τον Skive), ας σημειωθεί ωστόσο για παν ενδεχόμενο. Το εν λόγω κομμάτι αποτελεί blueprint του πώς να καταστρώσεις ένα trap beat που να μη φοβάται τη συναισθηματική στιχουργία/ερμηνεία – οι συνειρμοί με το τι είχε καταφέρει ο Metro Boomin’ με τον Weeknd στο δίσκο After Hours είναι έντονοι μα ίσως όχι και τόσο προφανείς. Η χημεία του με τον ΛΕΞ τροφοδοτεί πραγματικά στιβαρά αποτελέσματα που τους έχουν εκτοξεύσει στο πάνθεον του είδους – το ιδιότυπο shout out του ίδιου του ΛΕΞ στα "Πουλιά" την επιβεβαιώνει περαιτέρω: «Ούτε ο Dof δε με κάνει καλά/Και αυτό σημαίνει πολλά». Κερασάκι στην τούρτα; Οι αναφορές/φόροι τιμής σε Madclip («R.I.P. Madclip») και (λογικά) Rotting Christ («Non Serviam») – όπως πολύ εύστοχα παρατήρησε φίλος με πολύ πιο γρήγορα αντανακλαστικά από εμένα. Michael Jordan, Takeshi Kitano και Spike Lee τρία ακόμα παραδείγματα που συμπληρώνουν τις αναφορές/namedrops του – οι οποίες είναι ένα ίσως υποτιμημένο δείγμα της στιχουργικής του δεξιοτεχνίας, εύστοχες έως και, αρκετές φορές, απρόσμενες. Ως επιμύθιο, κρατήστε στίχους οι οποίοι, μέσω αφοπλιστικής ειλικρίνειας, προτείνουν ένα σημειολογικό αντίβαρο στον ασύδοτο νεοπλουτισμό που διαφεντεύει τη mainstream μουσική βιομηχανία:
«Παίρνω καινούρια ζευγάρια παπούτσια χωρίς τα παλιά να χαλάσουν/Μα αυτό που ψάχνω όλα τα φράγκα του κόσμου δεν μπορούν να αγοράσουν
Δεν έχω τύψεις που ντύνομαι εντάξει και μπορώ και τρώω καλύτερα/Απ’ ό,τι φαίνεται δεν κουβαλάω την ενοχή του επιζήσαντα»
Οι άνωθεν στίχοι δίνουν εξαιρετική πάσα για να ρίξουμε μια ματιά στο τι κατάφερε ο Kendrick Lamar και φέτος. Πιο συγκεκριμένα:
"Take off the Chanel, take off the Dolce, take off the Birkin bag/Take all that designer bullshit off and what do you have?
I know the secrets, every other rapper sexually abused/I see 'em daily buryin' they pain in chains and tattoos"
Ακόμα μία σημειολογική σύνδεση Kendrick και ΛΕΞ, όσα χιλιόμετρα και να τους χωρίζουν. Περισσότερο καταγγελτικός ο πρώτος, περισσότερο εσωστρεφής ο δεύτερος. Μολονότι, όπως οφείλω να ομολογήσω, μετά από δύο ακροάσεις, το Mr. Morale & the Big Steppers δεν με έχει «αρπάξει» με τον τρόπο που το είχε καταφέρει αμέσως ο προκάτοχός του. Υπάρχουν, ωστόσο, τέσσερα κομμάτια που ξεχωρίζουν με τον τρόπο τους. Από την πρώτη πλευρά το (σχεδόν) club banger “N95”, με μια αλλαγή στο flow κατά τη διάρκεια του κομματιού που ίσως μας έριχνε το σαγόνι καταγής εάν δεν ήταν ο Kendrick καθώς και ο fictional τσακωμός του με την Taylour Paige στο “We Cry Together” – οι συνειρμοί με το “Kim” του Eminem φυσικά δεν είναι κάποιο νέο που θα μάθετε από εμένα. Η δεύτερη πλευρά προσφέρει την κατ’ εμέ κορύφωση του δίσκου, ίσως το πιο συναισθηματικό track και ίσως την πιο ενδιαφέρουσα μέχρι τώρα σύμπραξη του Kendrick με άλλο μουσικό –γεια και χαρά σου, Beth Gibbons από Portishead- , καθώς και το "Mr. Morale", για το οποίο στρογγυλοκάθισε στην κονσόλα του παραγωγού ο (απολύτως δικαιολογημένα) πολύς Pharrell Williams. Κρατάμε το τελευταίο όνομα για τη συνέχεια.
Και τώρα η συνέχεια. Ο νέος δίσκος του Pusha T, με τίτλο It's Almost Dry (που φέρει τη γενικότερη μουσική εποπτεία του Pharrell) ήταν μια ευχάριστη έκπληξη, τρόπον τινά, μιας και δεν ακούστηκε τόσο με την έννοια του ότι κόντεψε να πνιγεί στο hype των μεγαθήριων. Οι συμμετοχές του Kanye West αποτελούν ό,τι καλύτερο μας προσέφερε ο τελευταίος για φέτος – κανένα Donda 2, κανένα beef με τον Pete Davidson, κανένα rant στο Instagram – ενώ αποτελεί νομοτελειακά μια μεγαλοπρεπή (ποιοτικά) επιστροφή για το πάλαι ποτέ μέλος των Clipse. Είκοσι χρόνια έχουν περάσει από το “Grindin”, διάολε, η επικοινωνία Pharrell/Pusha παραμένει αναλλοίωτη, αν όχι θετικά εξελίξιμη.
Οι dälek από την άλλη, το (underground) βιολί τους. Σουλατσάρουν με χαρακτηριστική άνεση και αυτοπεποίθηση στα δισκογραφικά λημέρια του Mike Patton και παραδίδουν το αγαπημένο μου hip hop κομμάτι για το 2022 μέχρι τώρα: “A Heretic’s Inheritance” και, πέρα από τη διασκεδαστική παρήχηση του τίτλου, βρίσκουμε τον Adam Jones των Tool στο κομμάτι να συνεισφέρει, συνθετικά, βραδυφλεγή, οριακά απειλητική κιθάρα ως ένα άπιαστο πραγματικά mood setter που στρογγυλοκάθεται περήφανα πάνω σε μουσικό ιδίωμα που έχει κακομάθει με τη δειγματοληψία. Και πόσο ταιριαστός είναι ο τελευταίος σε ένα δίσκο που έχει (εκτός των άλλων) instrumentals που συμπληρώνουν μια συλλογική εντύπωση ότι το duo από το New Jersey αποτελεί κα επίσημα πατρόνα του post-hip hop ιδιώματος – αν είναι, βέβαια, δόκιμη μια τέτοια υποσημείωση.
Κλείνοντας αυτήν την επισκόπηση της hip hop επικαιρότητας και επιστρέφοντας στα καθ' ημάς, οι νέοι δίσκοι των Saske και Θύτη υπήρξαν αξιοσημείωτοι για τελείως διαφορετικούς λόγους -προφανώς. Ο Saske, με το Sascepticism Vol. 2, δίνει την εντύπωση ότι αντιπροτείνει κάτι πιο φρέσκο έως και πιο «αρτιστίκ» στη γενικότερη trap νοοτροπία. Είναι πιο διακριτικός από τους συναδέλφους του, μέσα στο δίσκο τολμά αλλαγές flow έως και beat στο ίδιο track ενώ το music video για το “Checks”, αν πρέπει να κριθεί με βάση τα δεδομένα trap κριτήρια, αποτελεί ό,τι πιο καλαίσθητο οπτικά έχουμε αντικρίσει από τη συγκεκριμένη σκηνή: συντασσόμενο με το status quo αλλά ταυτόχρονα ανατρέποντας μερικούς κανόνες – όλοι ήταν επαρκώς ντυμένοι ακόμα και για βαθύ φθινόπωρο στο clip ενώ δεν έπαθα καμία επιληψία από απανωτές λαμπυρίζουσες καδένες.
Ο Θύτης από την άλλη, όσο πιο μακριά γίνεται στο κομμάτι της αισθητικής από τον προηγούμενο, συνεχίζει να κάνει αυτό που κάνει καλύτερα ίσως από τον καθένα: βρώμικο, street hip hop που ενίοτε φλερτάρει με το horrorcore, έξυπνες αναφορές που προδίδουν ατόφια σινεφιλία – μπορώ να πω πως τις έχει αυξήσει κιόλας και μακάρι να συνεχίσει έτσι – ενώ παρατείνει τη συνεργασία του με τον The Plug στο beatmaking με τον οποίον τα βρίσκουν άριστα. Μικρή αναφορά και στον Άγη Λέρτα, σπουδαίο εγχώριο καλλιτέχνη και σταθερό συνεργάτη του Θύτη, ο οποίος επιμελήθηκε (για ακόμη μία φορά) το εξώφυλλο.
*Για το τέλος ένα υστερόγραφο για την προηγούμενη αναφορά, στην αρχή αυτού του κειμένου, περί timeline σε social media και της αφθονίας με την οποία κυκλοφορούν shared tracks και εύκολες απόψεις: αν μη τι άλλο είναι διασκεδαστικό να πέφτεις πάνω σε κείμενα πομπωδώς πλασαρισμένα ως «κριτικές» για τον τελευταίο δίσκο του ΛΕΞ, πριν καν συμπληρωθεί δωδεκάωρο από την πρεμιέρα του. Ακόμα πιο διασκεδαστικό, δε, γίνεται όταν αυτές οι κριτικές έρχονται από lifestyle μέσα που πολλές φορές μοιάζουν να εξαντλούνται στην αλίευση του καλύτερου κλικ-αλιευτικού [sic] τίτλου. Φυσικά, το πιο αστείο απ’ όλα είναι ότι ολόκληρο Pitchfork (ναι, ακόμα κι αν διαφωνείς εν πολλοίς μαζί του, κι εγώ συντάσσομαι πλάι σου) περίμενε 3 ολόκληρες μέρες (φευ!) για να παρουσιάσει τη (συγκριτικά) μετριοπαθή αποτίμησή του στον τελευταίο δίσκο του αδιαμφησβήτητου πλέον τοτέμ κοινού και κριτικών που ακούει στο όνομα Kendrick Lamar. Κι αν η σύγκριση φαντάζει ολίγον τι επιπόλαια λόγω αυτονόητης (όσο και χαοτικής) διαφοράς μεγεθών, μπορεί, ωστόσο, να εξαχθεί ένα σχετικά ασφαλές συμπέρασμα: οι αυλικοί του εγχώριου lifestyle – ναι, αυτό που μάλλον σιχαίνεται ο ίδιος ο ΛΕΞ, τι ειρωνεία - μπορούν πανεύκολα να βγάλουν αποτίμηση ενόσω σφουγγαρίζουν το μπαλκόνι τους στις 3 τα ξημερώματα και ο δίσκος παίζει σε λούπα στο background, όχι παραπάνω από δύο φορές συνολικά. Και στον αντίποδα, ασφαλώς, το χαζοβιόλικο δίκρανο της Condé Nast το οποίο καθυστερεί τρία (σχεδόν) εικοσιτετράωρα για να ξεφουρνίσει το φλέγον review. Ασχέτως αν το εν λόγω δίκρανο οριοθετεί την παγκόσμια αντίληψη περί μουσικού Τύπου σχεδόν όσο καιρό εγώ αναπνέω.
Εν τω μεταξύ έχουμε ακόμα Μάιο, έτσι;