«Love, is the medicine good? / Is the crow flying eight miles high? / Over wire and wood»
The Gravedigger's Song, Mark Lanegan Band
Σε έναν (μουσικό) κόσμο γεμάτο φαφλατάδες συβαρίτες, ο Mark Lanegan ξεχώριζε πάντα με την σπαρτιάτικη παρουσία του: ήταν ανέκαθεν ο λιγομίλητος της παρέας, αυτός που πεταγόταν σπάνια (αλλά όταν το έκανε, είχε πάντα έναν κάλο λόγο να το πράξει), ο χαμηλών τόνων –αλλά υψηλής αισθητικής- τύπος που με μια του ατάκα μπορούσε να αλλάξει την θερμοκρασία σε όλο το δωμάτιο, είτε (συνήθως) προς το καλύτερο, είτε (σπανιότερα) προς το χειρότερο, ο λιτός και άκομψος «ψηλέας» που ήταν σχεδόν αόρατος, αλλά μόλις άνοιγε το στόμα του, η γη κάτω από τα πόδια σου σειόταν. Φυσικά, το να μιλήσουμε για τη φωνή του αποτελεί όχι μόνο επάρατο κλισέ, αλλά σχεδόν κατάρα (και καθόλου ευλογία) καθώς ο Lanegan δεν ήταν μόνο προικισμένος με ένα… σμήνος σεσημασμένων για την ιδιαιτερότητά τους βαρύτονων φωνητικών χορδών, αλλά και με ένα ζευγάρι αυτιά που ήξεραν να ξεχωρίσουν την ήρα από το στάρι. Αν πάντως έπρεπε με κάποιο τρόπο να χαρακτηρίσω την φωνή του, θα έλεγα ότι ηχεί σαν αυτή ενός ανθρώπου που, στα 57 χρόνια της ζωής του, πρόλαβε και τα είχε δει και τα είχε κάνει όλα. Μα όλα.
Δεν είναι ψέμα αυτός ο ισχυρισμός: ο Lanegan γεννήθηκε τον Νοέμβριο του 1964 στο Ellensburg της πολιτείας της Ουάσινγκτον, γιος ενός ζευγαριού που μετά βίας τα έφερνε βόλτα. «Από μια μακρά γενιά ανθρακωρύχων πάππο προς πάππο», συνήθιζε να λέει ο ίδιος. Μεγάλωσε ακούγοντας πανκ, βρετανικό κυρίως, αλλά και πιο ηλεκτρονικά ακούσματα (π.χ. ήταν γνωστή και παντοιοτρόπως εκπεφρασμένη η αγάπη του για τους πρώιμους New Order) και με το που ενηλικιώθηκε βρέθηκε μπροστά στο επαγγελματικό δίλημμα: «και τώρα τι κάνουμε για το υπόλοιπο της ζωής μας»;
Από το δίλημμα αυτό τον έβγαλε ένα τυχαίο γεγονός: το καλοκαίρι του 1984 ο τότε 20χρονος Lanegan είχε ένα σοβαρό ατύχημα όταν εργαζόταν για λογαριασμό ενός τύπου σε ένα χωράφι, εκτελώντας αγροτικές εργασίες προκειμένου να βγάλει το χαρτζιλίκι του. Το τρακτέρ που οδηγούσε το αφεντικό του, κόντεψε να του κόψει τα γεννητικά όργανα, όταν ο Lanegan βρέθηκε κατά λάθος πεσμένος στο έδαφος. Οι ρόδες του οχήματος ευτυχώς απέφυγαν την περιοχή της λεκάνης του, ωστόσο του σακάτεψαν γερά και τα δυο του πόδια και ο Mark έμεινε στο κρεβάτι για πολλούς μήνες. Επίσης, από την όλη περιπέτειά του αυτή, του έμεινε και ένα κουσούρι: έκτοτε κούτσαινε ελαφρά περπατώντας, ενώ εξαιτίας του τραυματισμού του αυτού υιοθέτησε και την γνωστή του στάση όταν τραγουδούσε στα live του, στηριζόμενος με το ένα του χέρι στο μικρόφωνο, για να ξεκουράζει το πιο ταλαιπωρημένο εκ των δυο πόδι του. Όπως παραδέχτηκε κατόπιν και ο ίδιος, το γεγονός αυτό αποδείχθηκε καταλυτικής μουσικής σημασίας καθώς έτσι τον προσέγγισαν τα αδέλφια Conner, τα οποία του πρότειναν να γίνει ο τραγουδιστής στο συγκρότημά τους.
Οι Screaming Trees έβγαλαν το πρώτο τους άλμπουμ, με τίτλο Clairvoyance, τον Φεβρουάριο του 1986. Η βραδυφλεγής σκηνή του Seattle είχε μόλις αρχίσει να ζυμώνεται με τους Mudhoney, τους Green River και τους πρώιμους Nirvana να σκάνε σιγά σιγά μύτη. Ο Lanegan ήταν εκεί, παρών σε κάθε δειλό βήμα της proto-grunge φάσης: εκείνος ήταν που το 1989 έδειξε στον κολλητό του φίλο, τον Kurt, τις παρτιτούρες του "In The Pines", του τραγουδιού που κατόπιν (μεθ)ερμηνεύτηκε από τον Cobain ως "Where Did You Sleep Last Night". O Lanegan ήταν αυτός που του μεταλαμπάδευσε την αγάπη του για τον Leadbelly και τον Lee Hazlewood και ο Mark ήταν αυτός που κυκλοφόρησε πρώτος από όληn αυτή την μουσική «δρακογενιά» ένα σόλο άλμπουμ -το εκπληκτικό The Winding Sheet του 1990 με τον Cobain να τον συνοδεύει στην κιθάρα.
Οι Screaming Trees πήραν τον δρόμο τους και μέχρι το 2000 που διαλύθηκαν και επισήμως, μας άφησαν σπουδαία παρακαταθήκη –κυρίως, το άλμπουμ Dust του 1996 -ένα από τα καλύτερα άλμπουμ των ‘90s, αν θέλετε την γνώμη μου, ένα άλμπουμ ισάξιο, αν όχι ανώτερο του Nevermind- το οποίο όμως πάντα θα προβάλλεται περισσότερο λόγω μουσικού timing και «σπουδαιότητας». Οι Trees ήταν φυσικά σχεδόν νομοτελειακό να διαλυθούν κάποια στιγμή -ήταν γνωστό τοις πάσι ότι πλακώνοντας τόσο πολύ μεταξύ τους στις πρόβες αλλά και πάνω στη σκηνή, ώστε σχεδόν είχαν καβατζώσει τον χαρακτηρισμό «οι Who των ‘90s», δηλαδή το πρώτο συγκρότημα της ροκ ιστορίας, τα μέλη του οποίου, αντί να βοηθάνε το ένα το άλλο, αντιθέτως σαμπόταραν με κάθε τους πράξη ή παράλειψη τα παιξίματα του διπλανού του.
Κάπου ενδιάμεσα σε όλα αυτά ο Mark Lanegan συμμετείχε επίσης με τον Layne Staley των Alice in Chains και τον Mike McCready των Pearl Jam στο συγκρότημα Mad Season , γνωστό και ως το σημαντικότερο supergroup της grunge. Μέχρι όμως να βρει μια νέα και σταθερή στέγη στους Queens Of The Stone Age, ο Lanegan πέρασε από χίλια μύρια κύματα: έγινε επισήμως junkie, εθίστηκε στην ηρωίνη, δεν είχε ούτε 10 δολάρια στον τραπεζικό του λογαριασμό, έμεινε άστεγος, ζούσε σαν Γάλλος κλοσάρ κάτω από γέφυρες στα περίχωρα του Seattle και εντέλει είδε πολλές φορές τον Χάρο με τα μάτια του μέχρι να του τείνει χέρι βοηθείας ο Josh Homme.
Και κάπως έτσι ξεκινάει η δεύτερη φάση της μουσικής καριέρας του, διανθισμένη τόσο με μια σωρεία σπουδαίων προσωπικών άλμπουμ - συνολικά 12 τον αριθμό μέχρι τον τελευταίο του σόλο δίσκο, το 2020- , όσο και με συνεργασίες, άλλοτε επιτυχημένες (όπως π.χ. με τους Queens of the Stone Age, τους Gutter Twins που έκανε μαζί με τον Greg Dulli, τα κοινά πρότζεκτ με τον Duke Garwood και την α-λα Nancy Sinatra / Lee Hazelwood συνεργασία του με την Isobel Campbell σε τρία άλμπουμ) και άλλοτε λιγότερο επιτυχημένες.
Πολλοί ήταν εκείνοι που τα τελευταία χρόνια θεωρούσαν τον Lanegan όχι κάτι περισσότερο από έναν μουσικό «μαϊντανό», που έσπευδε να συνεργαστεί με όποιον του έκανε την χάρη να τον πάρει τηλέφωνο (συνεργάστηκε, μεταξύ άλλων, με τους Melissa Auf der Maur, Martina Topley-Bird, Creature with the Atom Brain, Moby, Bomb the Bass, Soulsavers, Tinariwen, The Twilight Singers, Manic Street Preachers και UNKLE), ωστόσο όλοι αυτοί δεν πρέπει να παραβλέπουν κάτι: ότι ο Lanegan ζούσε όντως την καθημερινότητά του σε φάση «ό,τι βρέξει και ό,τι κάτσει», λεφτά δεν είχε ποτέ του στην άκρη, έζησε μια ζωή στερημένος από οικονομική άνεση, ενώ και όσα χρήματα έβγαζε τα ξόδευε από εδώ και από εκεί (π.χ. αγόρασε το σπίτι στην Ιρλανδία όπου άφησε χθες την τελευταία του πνοή), κυρίως και μέχρι μια περίοδο αποκλειστικά σε ναρκωτικά και αλκοόλ. Οπότε είχε έναν πολύ καλό λόγο να απαντάει θετικά στις προτάσεις που του γίνονταν κατά καιρούς.
Ο Mark Lanegan υπήρξε επίσης και καλός συγγραφέας, έχοντας γράψει τρία βιβλία: το «I Am the Wolf: Lyrics & Writings» (οι σκέψεις του γύρω από τους στίχους που έγραφε από το 1986 μέχρι πρόσφατα), την αυτοβιογραφία του με τίτλο «Sing Backwards and Weep» και την εφιαλτική συλλογή πεζο-ποίησης «Devil in a Coma», με θέμα την περιπέτεια της υγείας του με τον κορονοϊό το 2020.
Η θέση του στη μουσική ιστορία ήταν φυσικά εξασφαλισμένη εδώ και καιρό –και πώς να μην ήταν όταν είχε γράψει στίχους όπως αυτούς στο "Sleep With Me": "These feral girls will suit me more than gloss from drugstore magazines / your werewolf teeth flicker and gleam you're someone who saw / the same way I see at the turn of a century / skip thin dimes on sheets of ice I've got my eyes on you / You've got your eyes on me".