Είμαστε στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και οι DJs είναι οι νέοι pop stars. Στη Μεγάλη Βρετανία γίνονται ολοήμερα φεστιβάλ με δεκάδες χιλιάδες κόσμου, αμέτρητα ναρκωτικά και progressive house υπόκρουση απ’ τα χέρια μιας εκλεκτής ομάδας που έχει ανεβάσει το κασέ της στα ύψη και εξαργυρώνει τις υπερωρίες που έκανε όταν δεν άκουγε κανείς ακόμα acid house. Οι Paul Oakenfold, Sasha, Nick Warren, Satoshi Tomie, Nick Warren και φυσικά ο John Digweed ρεμιξάρουν κάθε pop/rock κομμάτι που βγαίνει και μοσχοπουλάνε mix CDs, τα οποία περνούν την πλέον εμπορική τους φάση, με τις συλλογές της Global Underground να μπαίνουν σε κάθε σπίτι.
Στην Αθήνα δεν συμβαίνει κάτι διαφορετικό. Χιλιάδες κόσμου συρρέουν να ακούσουν τον Sasha στο +SODA ή τους Deep Dish στην Πειραιώς, έχει φανατιστεί όλος ο πλανήτης. Το 2001 η συγκεκριμένη σκηνή βρίσκεται ταυτόχρονα στην κορυφή της δημοτικότητάς της, αλλά και προς το τέλος της: θα αντέξει 2-3 χρόνια ακόμα. Όταν λοιπόν ανακοινώνεται η καθιερωμένη καλοκαιρινή εμφάνιση του Digweed στο περιβόητο Cavo Paradiso της Μυκόνου, κόσμος απ’ όλη την Ελλάδα θα κλείσει εισιτήρια για εκείνο το Σαββατοκύριακο. Κανείς όμως δεν περίμενε ότι θα βρισκόταν καθ' οδόν για ένα απ’ τα πλέον ιστορικά πάρτι της πονεμένης dance σκηνής της χώρας. Για μια βραδιά που απόκτησε στάτους αστικού μύθου, όπως για παράδειγμα έγινε και με την έλευση του Tricky στο Ρόδον, την πρώτη εμφάνιση των Prodigy (στην Παραλία Αλίμου, το 1993) ή με τις συναυλίες στο Σπόρτιγνκ.
Δύο το βράδυ, η κατάσταση στην πόλη της Μυκόνου έδειχνε ασφυκτική. Αλλά, επειδή ήταν η πρώτη μας επίσκεψη στο νησί, δεν είχαμε ακόμα καταλάβει τι γινόταν. Μαζί έτσι με έναν φίλο και μία φίλη (αιώνιοι συν-χορευτές) κατευθυνθήκαμε προς το Cavo Paradiso γύρω στις 05:00. Ο Digweed είχε μόλις ξεκινήσει κι έξω πρέπει να υπήρχαν τουλάχιστον 1.000 άτομα, σε κατάσταση αμόκ. Παρόλο που είχαμε προνοήσει για την είσοδό μας από καιρό, ήταν αδύνατον να κάνουμε κάτι άλλο απ' το να αφήσουμε λίγο χρόνο να περάσει. 90 λεπτά αργότερα –με τα πράγματα να είναι λίγο καλύτερα– περάσαμε την πόρτα.
Το φημισμένο μαγαζί (κι ένα απ' τα τελευταία εναπομείναντα super clubs της χώρας), έδειξε αμέσως τα δόντια του. Χτισμένο πάνω σε έναν βράχο ύψους 45 μέτρων, η εικόνα κόβει την ανάσα. Με θέα το Αιγαίο και δίπλα στην πισίνα στο σχήμα της Μυκόνου, ο Digweed έπαιζε μπροστά σε τουλάχιστον 5.000 ανθρώπους (φημολογείται ότι πέρασαν περισσότεροι από 8.000), νούμερα που αποτελούν μέχρι σήμερα ρεκόρ για τον χώρο. Το ίδιο ισχύει βέβαια και για τη διάρκεια του σετ.
Γύρω στις 11-12.00 το πρωί κι αφού ο Άγγλος-χαμένος αδελφός του Paul Scholes έχει ήδη παίξει δύο φορές το ακυκλοφόρητο ακόμα “It Began In Africa” των Chemical Brothers, περιμένουμε το τέλος. Άγνωστο πλέον πώς, μαθαίνουμε ότι ο Digweed έστειλε άνθρωπο στο ξενοδοχείο να του φέρει κι άλλους δίσκους. Θα συνεχίσει. Το έτερο αγόρι της παρέας θα αποχωρήσει για λίγο ύπνο. Όταν θα επιστρέψει με το μαγιό του κατά τις 14:00, θα συναντήσει τις τελευταίες χιλιάδες κόσμου να χορεύουν το “Song Of Life” των Leftfield, να πανηγυρίζουν με το “Blue Monday”, να βουτάνε στην πισίνα και να μην πιστεύουν ότι ο ακούνητος Digweed μπορεί να συνεχίσει, φέροντας το πιο καθαρό και φρέσκο πρόσωπο. Όταν πια πάει 16:00 και σταματήσει, 11 ολόκληρες ώρες μετά, γνωρίζουμε ήδη πως γράφτηκε ιστορία. Ίσως η τελευταία μεγάλη στιγμή της «Dance Music For The Masses» εποχής.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην ειδική έκδοση του περιοδικού Sonik, Η Ελληνική Ηλεκτρονική Σκηνή, που κυκλοφόρησε το 2016.