Θέλαμε να βάλουμε για τίτλο ένα στιχάκι του Bowie που να κλείνει μέσα σε μία φράση όλη την ουσία της τέχνης του, αλλά την πατήσαμε. Αναπαραγμένος σε πολλά sites έτσι όπως τον γράψαμε, ο εν λόγω στίχος του “Changes” είναι τελικά «turn and face the strain», όπως μας διαφωτίζει η επίσημη ιστοσελίδα του καλλιτέχνη. Τον κρατήσαμε παρ’ ολ’ αυτά, ως λογοπαίγνιο.
Μολονότι στους πρώτους του δίσκους ο Bowie πράγματι ώθησε αρκετό κόσμο να «γυρίσει και να κοιτάξει το παράξενο» (το διάστημα, τα φρικιά, τα παιδιά που έφερναν κάτι καινούργιο, την ποικιλία στις σεξουαλικές προτιμήσεις…) η αλήθεια είναι πως δεν υπήρξε ένας σταθερά σπουδαίος στιχουργός, ούτε καιγόταν να γίνει: «Όλα όσα θέλω να πω βρίσκονται στις μελωδίες και στις συγχορδίες. Τα λόγια απλώς σπρώχνουν το όλο πράγμα», δήλωσε κάποτε. Και πράγματι, τυπωμένα σε μια σελίδα, ελάχιστα από τα τραγούδια του είναι αριστουργήματα. Μαζί με τη μουσική και την ερμηνεία του, όμως, οι στίχοι τον οδηγούν συχνά σε θαυμαστά αποτελέσματα, με χαρακτηριστικότερη περίπτωση το “Heroes”.
Το σίγουρο είναι πως, ήδη από την αρχή, από το αδιάφορο δηλαδή ντεμπούτο άλμπουμ David Bowie, ο ίδιος επέδειξε ένα τεράστιο θάρρος με τα θέματα που έθιγε, δεδομένης της εποχής: στο τραγούδι “We Are Hungry Men”, εν έτει 1967, αναφέρεται στα ζητήματα της έκτρωσης, της βρεφοκτονίας και του κανιβαλισμού, ενώ στο “She’s Got Medals” μας λέει «her mother called her Mary/ she changed her name to Tommy», πολύ πριν ο Lou Reed μιλήσει για την «άγρια πλευρά». Λίγο αργότερα γράφει το λακωνικό «planet earth is blue/ and there’s nothing I can do», ενώ στον δίσκο The Man Who Sold The World μιλά για σχιζοφρένεια και παραισθήσεις.
Φτάνοντας στο αριστουργηματικό Hunky Dory, ο Bowie αναφέρεται στα παιδιά ως μια ξεχωριστή φυλή που εκπροσωπεί το καινούργιο, ιδέα που είχε προσεγγίσει αρχικά στο “There Is A Happy Land” του 1967: «If you ever have to go to school/ remember how they messed up this old fool», τραγουδάει στο “Kooks”, απευθυνόμενος στον γιο του. Κάτω από την ίδια θεματική στέγη μπαίνει και ένας από τους πιο γαμάτους στίχους που έγραψε ποτέ, αυτή η μπουνιά σε κάθε οπισθοδρομικότητα από το τραγούδι “Changes”: «And these children that you spit on/ as they try to change their worlds/ are immune to your consultations/ they ‘re quite aware what they’re going through».
Κάπου εδώ ο Bowie γράφει και το σπουδαίο “Life Οn Mars?”, που όποιος καταλάβει ακριβώς για τι πράγμα μιλάει, ας μας βρει στο Facebook να το πει και σε μας... Η απάντηση βέβαια, ίσως είναι απλή: «Όταν δεν μπορώ να κλείσω έναν στίχο, πηγαίνω στο τελευταίο μου καταφύγιο, το παράλογο», δηλώνει ο δημιουργός του. Εκείνη την εποχή, μάλιστα, θέτει σε εφαρμογή και την τεχνική του cut-up που διέδωσε ο William Burroughs. Κόβεις δηλαδή σε λωρίδες την κάθε γραμμή ενός τυχαίου κειμένου, ανακατεύεις –κι ύστερα τις βάζεις σε τυχαία σειρά, οδηγούμενος σε ένα σουρεαλιστικό ποιητικό αποτέλεσμα.
Στο εμβληματικό Ziggy Stardust, ο Bowie είναι πια ένας χαρισματικός storyteller, εκφράζοντας τόσο τον ακραίο αισθησιασμό με αργκό φράσεις όπως το «wham bam thank you ma’am» (που σημαίνει γρήγορο σεξ και άντε γεια), όσο και τον ευαίσθητο ψυχισμό των τραβεστί και των κάθε λογής περιθωριακών κόντρα στη συντηρητική κοινωνία, με εκείνο το συγκινητικό «people stared at the make-up of his face». Επιστρέφει επίσης στο θέμα των παιδιών, φωνάζοντας «let the children lose it».
Αν είναι να διαλέξουμε όμως ένα άλμπουμ που αποτελεί κορύφωση της στιχουργικής του πορείας, αυτό είναι μάλλον το Aladdin Sane. Ιδιαίτερα στο κομμάτι “The Jean Genie”, ο Bowie κάνει ό,τι θέλει. Στίχοι όπως το «Strung out on lasers/ and slash back blazers» ή «he says he’s a beautician/ and sells you nutrition/ and keeps all your dead hair/ for making up underwear», θυμίζουν παλιό καλό Bob Dylan του 1965. Επίσης, στο “Drive-In Saturday” εκτοξευόμαστε στο μέλλον, όπου οι άνθρωποι προσπαθούν να καταλάβουν πώς αναπαράγονται μέσα από vintage βιντεάκια, ενώ στο “Lady Grinning Soul” ακούμε ένα υψηλού επιπέδου ποίημα.
Στα μέσα των 1970s, o σοβαρός εθισμός στα ναρκωτικά έχει επίδραση και στη μουσική και τους στίχους του, με δύο σαφώς υποδεέστερους δίσκους, το Diamond Dogs και το Young Americans. Στο μεταβατικό Station To Station, όμως, ακούμε τo “Word On A Wing”, μια προσευχή στο Θεό, που είναι και η πρώτη βαθιά προσωπική του εξομολόγηση.
Στην τριλογία του Βερολίνου και ιδίως στο Low, συντελείται μια μικρή επανάσταση. Οι στίχοι προκύπτουν εντελώς αφηρημένοι, σποραδικοί, προαιρετικοί. Κανένας άλλος από τους τραγουδοποιούς που ξεκίνησαν στα 1960s δεν ακολούθησε μια τόσο ελεύθερη προσέγγιση –δείγμα του πόσο πολύ πίστευε στη μουσική που έφτιαχνε στο πλευρό του Tony Visconti και του Brian Eno. Aκόμα κι εδώ κάνει θαύματα πάντως: «You’re such a wonderful person/ but you got problems/ Ι’ll never touch you”», τραγουδάει στο “Breaking Glass”, σε έναν από τους καλύτερους και πιο άμεσους στίχους που γράφτηκαν ποτέ για τις σχέσεις, Morrissey πριν τον Morrissey.
Τα 1980s μας συστήνουν έναν Bowie πιο ευθύ στιχουργικά, πρόθυμο για πρώτη φορά να αγγίξει τις μάζες, να γίνει ένας καλλιτέχνης για όλη την οικογένεια. O απλοϊκός τίτλος “Let’s Dance” τα λέει όλα. Και ο άνθρωπος που κάποτε τραγούδαγε «suck baby suck/ give me your head», ρεμβάζει πλέον με θέα το “Serious Moonlight” και εσύ τον φαντάζεσαι να περιμένει το ξημέρωμα για να πάει να παίξει γκολφ.
Στο άλμπουμ Never Let Me Down που ακολουθεί λίγο μετά, θίγεται το πρόβλημα των αστέγων, το Τσέρνομπιλ, το χάσμα μεταξύ κυβερνήσεων και πολιτών κατά τη θητεία της Θάτσερ και άλλα τέτοια. Στην πραγματικότητα, ο άνθρωπός μας έχει ξεμείνει από καλές ιδέες και έτσι καταλήγει να μας κάνει αυτό που στον τίτλο του δίσκου ζητάει να μην του κάνουμε εμείς…
Παντρεμένος πλέον με την Iman, γίνεται λίγο πιο «κυριλέ» στο Black Tie White Noise. Στη συνέχεια, το 1. Outside αντικατοπτρίζει την αγωνία των τελευταίων 5 χρόνων πριν το μιλένιουμ και το Earthling μια αμφιταλάντευση μεταξύ αθεϊσμού και γνωστικισμού (ναι, ο Bowie παίρνει πλέον λίγο περισσότερο στα σοβαρά τον εαυτό του απ’ ότι θα ’πρεπε!). Στο ’Hours...’ του 1999, τρελαμένος με το διαδίκτυο, καινοτομεί συμπεριλαμβάνοντας ένα τραγούδι σε στίχους του νικητή του διαγωνισμού Cyber Song Contest. Δύσκολο να σκεφτούμε άλλον δημιουργό που να ζήτησε επισήμως τη δημιουργική συνεισφορά των θαυμαστών του.
Φτάνοντας στα ’00s, στο Heathen βασικό θέμα είναι ο ξεπεσμός του ανθρώπινου είδους, στο Reality η δυσδιάκριτη πραγματικότητα, ενώ στο The Next Day ο Bowie επιτέλους χαλαρώνει: αναρωτιέται «where are we now?» και φωνάζει «here I am, not quite dying». Καμία από αυτές τις μεταγενέστερες δουλειές του, όμως, δεν σημαίνει για το έργο του όσα σήμανε το πρόσφατο Blackstar, με την πλήρη επίγνωση του επερχόμενου θανάτου και την κοινή διαπίστωση ότι o Βowie στάθηκε καλλιτέχνης μέχρι την τελευταία στιγμή.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην ειδική έκδοση του περιοδικού Sonik, David Bowie, που κυκλοφόρησε το 2016.
Μπορείς να το αποκτήσεις πατώντας εδώ