Ο Lee “Scratch” Perry, ο οποίος έφυγε από τη ζωή στις 29 Αυγούστου, στα 85 του χρόνια, υπήρξε de facto ο σημαντικότερος παραγωγός και μηχανικός ήχου της μουσικής σκηνής της Τζαμάικα. Επινόησε το dub και προοιωνίστηκε το hip hop και την electronica. Αν χαρακτηρίσεις τον Lee “Scratch” Perry απλώς ως μουσικό παραγωγό, είναι σαν να λες ότι ο Le Corbusier ήταν χτίστης. Ο Perry έγκαιρα συνέλαβε «την αρχιτεκτονική του στούντιο» - καθετί, ένα μικροεργαλείο, ένα ξεχαρβαλωμένο ηχείο, ένας λαμπάτος ενισχυτής ξεχασμένος στο βάθος μαζί με δύο θηριώδη σκονισμένα ηχεία, όλα τους μπορεί να αποδειχθούν χρήσιμα.
Στην πληρέστερη μελέτη που έχουμε για τη μουσική σκηνή της Τζαμάικα, το βιβλίο Bass Culture: When Reggae Was King, του μουσικοκριτικού και ιστορικού Lloyd Bradley, σημειώνεται: «Στη Τζαμάικα ο κόσμος είναι φτωχός. Τίποτα δεν πετιέται στα σκουπίδια. Επινοούμε νέους τρόπους χρήσης».
Με αυτή τη συλλογιστική κατά νου, ο Perry, ηχογραφώντας με την intelligencia της τοπικής σκηνής στη δεκαετία του 1970, επεξέτεινε τη διάρκεια των κομματιών στις δεύτερες πλευρές των singles, προσέδωσε βάθος στις ηχογραφήσεις και το μπάσο, απαλείφοντας τις φωνές και διατηρώντάς μόνο τα ορχηστρικά μέρη. Με αυτό τον τρόπο επινόησε το dub: θεμέλιο λίθο για το hip hop και την electronica.
Ο Lee γεννήθηκε τον Μάρτιο του 1936 στον οικισμό του Kendal, μερικά χιλόμετρα δυτικά του Kingston. Η καταγωγή του ήταν από τον λαό των Yoruba – δηλαδή απόγονος σκλάβων που μεταφέρθηκαν στην Τζαμάικα από τη Νιγηρία∙ οι Yoruba έχουν μεγάλη παράδοση στα λεγόμενα talking drums, μια ασύλληπτη ρυθμική πανδαισία . Εκλεκτικές συγγένειες: Yoruba ήταν και ο Fela Kuti.
Στα δεκαπέντε του εγκατέλειψε το σχολείο και εγκαταστάθηκε στο Κίνγκστον, όπου έκανε αρχικά μικροδουλειές. Εκεί μυήθηκε στον ρασταφαριανισμό και στις τελετουργίες του ganja, και συγχρόνως άρχισε να παρακολουθεί τα δημοφιλή soundsystems∙ αντίθετα με άλλα μουσικά στιλ, η σκηνή της Τζαμάικα δεν εξελίχθηκε speakeasy, σε υπόγεια club. Αντιθέτως. Σε δημόσιους χώρους, τα αυτοσχέδια soundsystems ανταγωνίζονταν το ένα το άλλο. Ποιος θα προσελκύσει περισσότερο κόσμο; Ποιος θα κάνει το κοινό να χορέψει; Ποιος έχει τα πιο κατάλληλα κομμάτια; Η μουσική στην Τζαμάικα παίζει βαρυσήμαντο ρόλο στην κοινωνική ζωή της χώρας.
Ο Lee Perry προσδέθηκε –σοφά- για να μάθει την τέχνη του στο soundsystem του Coxsone Dodd. O Dodd είχε ήδη ιδρύσει το Studio One, τη σημαντικότερη ανεξάρτητη εταιρία που ανέδειξε η Τζαμάικα. Ο Perry θα προσέξει τον τρόπο που ο “Sir” Coxsone ηχογραφούσε ονάματα όπως ο Horace Andy, ο Alton Ellis, η Dawn Penn, και, προς τα τέλη του 1960, οι άγνωστοι τότε Wailers.
Οι πρώτες ηχογραφήσεις των Wailers το 1968 θα γίνουν με τον Lee “Scratch” Perry πίσω από την κονσόλα. Οι Wailers ακόμα ήταν μια rocksteady μπάντα, που προσάρμοζε στην ιδιόλεκτο της Τζαμάικα τη soul των Impressions του Curtis Mayfield. Η συνεργασία δεν προχώρησε – και το πέρασμα του Marley από το Studio One θα ήταν ούτως ή άλλως βραχύβιο.
Στο μεταξύ ο Perry, από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, αρχίζει να ανεξαρτοποιείται. Με φθηνά υλικά, δημιουργεί στην πίσω αυλή του σπιτιού του τα Black Ark Studios, όπου και θα εγκαθιδρύσει τον μύθο του. Σχηματίζει την in house band των Upsetters, η οποία συνοδεύει τους ερμηνευτές που ηχογραφεί. Σημαδιακές στιγμές: Οι Congos, παναφρικανιστές, επηρεασμένοι από τις ιδέες του θεωρητικού Marcus Garvey, αφήσουν τον μάγο Lee να κάνει voodoo στα κρουστά τους. Οι Heptones, με τις θαυμάσιες φωνητικές αρμονίες τους, τις οποίες ανέδειξε ο Lee δυναμώνοντας συγρόνως τα μπάσα τους. Και έπεται συνέχεια: Ο Max Romeo ηχογραφεί το 1975 το album War Inna Babylon (η «Βαβυλώνα» έχει την έννοια της απληστίας του καπιταλιστικού κόσμου για τους rastafari), ενώ το 1976 ο Junior Marvin τραγουδά το “Police and Thieves”, διαμαρτυρόμενος για την πολιτική βία που μάστιζε την Τζαμάικα στη δεκαετία του 1970 – και δυστυχώς την μαστίζει μέχρι σήμερα. Ο Perry, σε μια πράξη που κάποιοι χαρακτήρισαν αλλοφροσύνη, διαμαρτύρεται με τον τρόπο του: βάζει φωτιά το 1978 στα Black Arc Studios.
Κάποιοι άκουγαν πέρα από την Τζαμάικα. Στη Νέα Υόρκη, ο Dj Kool Herc στο Bronx, επηρεασμένος από τον τρόπο ηχογράφησης του Perry, θα δυναμώσει τα μπάσα στο δικό του soundsystem, θα σκρατσάρει και θα επινοήσει το hip hop. Στο Λονδίνο, όπου η reggae ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στην εργατική τάξη, λόγω των χιλιάδων μετναστών από την Τζαμάικα (μέσω του καθεστώτος της Κοινοπολιτείας), οι Clash συμπεριλαμβάνουν το “Police & Thieves” στο πρώτο τους album, το 1977. Το punk και η reggae βηματίζουν παράλληλα. Οι Clash ταξιδεύουν στο Κίνγκστον και ηχογραφούν με τον Perry το “Complete Control”, ένα ταξίδι μαθητείας που ο Joe Strummer στα απομνημονεύματά του περιγράφει ως «την πιο αξέχαστη εμπειρία».
Ο ίδιος ο Lee, με εδραιωμένη πια τη φήμη του, θα εγκατασταθεί λίγο αργότερα στο Λονδίνο, όπου θα εγκαινιάσει έναν νέο κύκλo συνεργασιών. Θα γράψει στο στούντιο με τον Andrian Sherwood (On-U Sound Records), με την Ari Up (The Slits) και αργότερα με τους Orb. Ενώ παράγει δίσκους χωρίς διακοπή, και συνεργάζεται αέναα με νέα ονόματα, η υστεροφημία του θα σφραγιστεί με τη συμμετοχή του στο Hello Nasty των Beastie Boys το 1998 και με το ντοκιμαντέρ The Upsetter το 2011, όπου την αφήγηση ανέλαβε ο Benicio Del Toro.
https://www.youtube.com/watch?v=cG-FNwBCvO8
Ο Lee “Scratch” Perry ήταν ιδιοφυής, μέσα στην εκκεντρικότητά του. Οι ηχογραφήσεις του, ανατρέχοντας στο Giant Steps του John Coltrane, έφεραν την μουσική τεράστια βήματα μπροστά. Στον αρχιτεκτονικό ήχο του εναλάσσονται οξεία σχήματα: δουλεύει την κονσόλα με τον τρόπο που σχεδίαζε ο Γκαουντί την Σαγκράδα Φαμίλια. Το μουσικό οικοδόμημα δεν θα είναι πλήρες, αντίθετα, θα είναι ανοικτό σε περαιτέρω αναγνώσεις και προσθήκες. Αυτή την κληρονομιά του dub αφήνει ο Lee "Scratch" Perry για να την αξιοποιήσουν οι επίγονοι, από το hip hop έως την techno.