Ανεξάρτητα από την αρχή του το 1971, ουσιαστικά το 1972 ήταν η χρονιά που αυτό το ψυχο-πολιτισμικό κύμα πήρε σάρκα και οστά: οι T.Rex έγιναν οι προύχοντες του Glam Rock με το The Slider, ο David Bowie κυκλοφόρησε το Ziggy Stardust και χάρισε λίγη από τη διαστημική του αστερόσκονη στην παραγωγή του “All The Young Dudes” των Mott The Hoople, οι Roxy Music έκαναν το ντεμπούτο τους και οι New York Dolls διέσχιζαν τον Ατλαντικό για την πρώτη τους περιοδεία στη Μ. Βρετανία.
Έσκασε σαν τεράστια τσιχλόφουσκα στα μούτρα του συντηρητισμού
Το 1972, μάλιστα, ήταν μια εξαιρετικά... δραστήρια χρονιά: η παλαιστινιακή τρομοκρατική οργάνωση Μαύρος Σεπτέμβρης μετέτρεψε τους θερινούς Ολυμπιακούς του Μονάχου σε σφαγείο, η Μ. Βρετανία εισχώρησε στην Κοινή Αγορά της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, ο «Νονός» πήρε τρία Όσκαρ, τα μάξι φορέματα ήρθαν στη μόδα και το «Τελευταίο Ταγκό στο Παρίσι» έδωσε νέες διαστάσεις στη χρήση του βουτύρου. Αλλά ήταν και η χρονιά που ενέσκηψε μια νέα μουσική παραίσθηση, έκλαμπρη και θεαματική, υπερσεξουαλική και άφυλη συνάμα. Μια απαστράπτουσα θηριωδία, κλεισμένη σε αμπούλες τραγουδιών, που έσκασε σαν τεράστια τσιχλόφουσκα στα μούτρα του συντηρητισμού.
Η Glam Rock επανάσταση είχε αρχίσει και θα μαινόταν για τα επόμενα τρία χρόνια.
“There's a new sensation
A fabulous creation,
A danceable solution
To teenage revolution”
(Roxy Music, 1973)
Mott The Hoople
Οι ρίζες του Glam Rock μπορούν να αναζητηθούν αιώνες πριν
Εννοιολογικά βασίστηκε στον όρο “glamour” που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά τον 18ο αιώνα για να προσδιορίσει μεταφορικά κάτι «μαγικό», αυτό που έγινε αναπόσπαστο χαρακτηριστικό της pop μουσικής. Ο Elvis Presley με τα χρυσά κοστούμια του, ο Little Richard με το λεπτεπίλεπτο μουστάκι και τα ογκώδη χτενίσματα-έμπνευση από την Μαντάμ ντε Πομπαντούρ, οι Rolling Stones με τα βελούδινα πολύχρωμα παντελόνια και τα γουναρικά που έγιναν ενδυματολογικά είδωλα τη δεκαετία του ’60, ήταν αναμφισβήτητα glam.
Έπρεπε όμως να ξημερώσει η δεκαετία του ’70 για να γίνει η λέξη αυτή τσιτάτο για τη νεοελθούσα εφηβική υποκουλτούρα που έψαχνε τρόπους να αντιδράσει στον στομφώδη μεσσιανισμό «εμείς-θα-αλλάξουμε-τον-κόσμο» που κληρονομήθηκε από το rock της προηγούμενης δεκαετίας. Στη νέα αυτή αναζήτηση η κοινωνική πρόκληση ήταν η βασική μαγιά, που δανείστηκε αργότερα το punk. Και είναι κρίμα που οι μελετητές της ιστορίας της rock συνήθως παρακάμπτουν τη σημασία του Glam όχι μόνο για τη δεκαετία του ’70, αλλά και για ό,τι ακολούθησε, ισχυριζόμενοι ότι ήταν το punk που «έσωσε τη rock».
Βεβαίως, εκεί που το stadium rock ήταν ένας τυποποιημένος, εμπορικός πολτός, το punk έγινε το άμεσο και ωμό χαστούκι στις σταθερές της μουσικής αγοράς, έστω στο ξεκίνημά του. Το progressive rock των βρετανών ιθυνόντων, όπως οι Genesis, οι Yes και οι King Crimson, έβαλε στη μήτρα του την οργανική δεξιοτεχνία και τη μουσική πολυπλοκότητα, διατεινόμενο ότι το rock είναι σοβαρή και ενίοτε δύσκολη υπόθεση, τέχνη ακροαματική και ουχί χορευτική. Εκεί ήταν που το punk έξυσε με ξυράφι τις ελιτίστικες αξιώσεις του progressive rock και τοποθέτησε το rock στις βάσεις της rock ‘n’ roll φιλοσοφίας της δεκαετίας του ’50 (σ.σ. ό,τι δηλαδή είχαν κάνει οι glam rockers, από μία πιο pop βάση): κίνηση, ρυθμός, θεατρικότητα. Κοινώς, το punk δεν θα υπήρχε χωρίς τη βαρυτική έλξη του Glam Rock.
Suzi Quatro
Ενώ η προηγούμενη τάση, αυτή του psychedelic rock, παρήλαυνε με υπεροπτικά σόλο και μπελαλίδικη μουσικότητα, το Glam αναβίωσε το σκληρό και μοχθηρό παίξιμο των Rolling Stones των ‘60s και του Chuck Berry, δημιουργώντας έναν εαυτό ταυτόχρονα τόσο χορευτικό, σε σημείο που τόσο ο David Bowie όσο και ο Marc Bolan γλυκοκοιτούσαν την disco στο τελευταίο κομμάτι της καριέρας τους ως glam rockers.
Εκεί που η ψυχεδέλεια προσπαθούσε εμφανισιακά να ταυτιστεί με το κοινό της, το Glam Rock δεν ακολουθούσε, αντιθέτως δημιουργούσε, υιοθετώντας τις δικές του περσόνες: ο Gary Glitter με υπερβατικά λαμέ διαστημικά κοστούμια, η Suzi Quatro με δερμάτινη γατίσια φόρμα, ο Marc Bolan με t-shirt και γυναικεία παπούτσια, ο David Bowie με κιμονό και βγαλμένα φρύδια, ο Alvin Stardust με την αναβίωση του rock n’ roll, ο Noddy Holder των Slade με ημίψηλο καπέλο και κολλημένους καθρέφτες, η θηλυκότητα και ο ανδρισμός, η αριστοκρατία και το λούμπεν προλεταριάτο. Όλα συνδυάζονταν. Ο νέος δανδισμός έπαιζε ηλεκτρική κιθάρα και το φάντασμα του ωραίου Beau Brummell, που έμεινε στην ιστορία ως ο πρώτος μετρ του στυλ στην Αγγλία της Αντιβασιλείας, χόρευε παραισθησιογόνους χορούς γύρω από την αναδυομένη ανδρόγυνη “Lady Stardust” του David Bowie.
Alvin Stardust
Ο Marc Bolan, έφυγε από τη ζωή, ακριβώς όπως μπήκε στη σκηνή: με έκρηξη
Το Glam Rock απέρριπτε τη μουσάτη εμμονή των country rockers και την αργόσυρτη θλίψη του acoustic rock. Πήρε από το χέρι το rock n’ roll και την bubblegum pop σε και τα πέρασε σε ένα νέο επίπεδο, υπενθυμίζοντας στο κοινό ότι η pop μουσική είναι σαν την τσιχλόφουσκα: νέα και διασκεδαστική. Και κρατάει λίγο, θα συμπλήρωνε κάποιος και θα είχε δίκιο. Αυτή η πληθωρική, ηλεκτρισμένη μουσική είχε μικρή διάρκεια ζωής και οποιοδήποτε ερωτηματικό για πιθανή επανεκκίνησή της έπαψε να υπάρχει τη στιγμή που η σουπερνόβα του είδους αυτού, o Marc Bolan, έφυγε από τη ζωή, ακριβώς όπως μπήκε στη σκηνή: με έκρηξη. Ένα μήνα πριν, στα παρασκήνια συναυλίας του στο Λονδίνο, μιλούσε με τον μουσικό Steve Harley για τον πρόσφατο θάνατο του Elvis Presley που γέμιζε τα πρωτοσέλιδα, σχολιάζοντας «εάν πέθαινα τώρα, θα έπαιρνα μια παράγραφο στην τρίτη σελίδα». Τελικώς είχε άδικο.
Στις 16 Σεπτεμβρίου 1977 το εξώφυλλο της Evening News ήταν εξ ολοκλήρου αφιερωμένο στο αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Η δε Evening Standard κυκλοφορούσε με πηχυαίους τίτλους για τον θάνατο του σπουδαίου glam rocker με φωτογραφία του Bolan και του διαλυμένου μωβ mini cooper που οδηγούσε η φίλη του, η τραγουδίστρια Gloria Jones. Κάτω δεξιά, ένα μικροσκοπικό πλαίσιο με ακόμη μικρότερα γράμματα: «Η Μαρία Κάλλας βρέθηκε νεκρή σε διαμέρισμα». Στην ιστορία της μουσικής είναι αναμφισβήτητη η αντικειμενική καλλιτεχνική αξία της Κάλλας ανά τους αιώνες. Πολύ περισσότερο δε, από έναν αλλόκοτο τύπο που έκανε το τηλεοπτικό του ντεμπούτο στο Top Of The Pops με τους T.Rex φορώντας γαλάζια σκιά και τραγουδώντας “She's my woman of gold/and she's not very old uh-uh… lalalalala”. Ωστόσο, ο Τύπος είχε τα δίκια του, εφόσον ανεξάρτητα από την ιστορική αξιολόγηση της αισθητικής αξίας, ο Bolan παρέμενε μια ελκυστικότατη διασταύρωση καλικάντζαρου και pop φαινομένου αστρικής κλίμακας, όχι μόνο στις φωτεινότερες στιγμές αλλά και στις πιο αδύναμες, τόσο με την επική έφοδο του “Get It On” και του “Metal Guru” όσο και με την κατρακύλα των τελευταίων του single στα βρετανικά charts. Πού να το φανταζόταν ο Bolan, ότι ένα μήνα μετά την απώλεια του Βασιλιά του Rock and Roll, θα επισκίαζε στη φαντασία της μάζας, με τον δικό του θάνατο, την απόλυτη Ντίβα της όπερας.
Στις 16 Σεπτεμβρίου 1977 το εξώφυλλο της Evening News ήταν εξ ολοκλήρου αφιερωμένο στο αυτοκινητιστικό δυστύχημα του Marc Bolan.
«H pop μουσική πρέπει να είναι μασκαρεμένη, να εκπορνεύεται»
(David Bowie, 1971)
Στον αντίποδα του σοφιστικέ κοινού της folk rock, που στεκόταν σιωπηλό μπροστά στα ασθενικά γρατζουνίσματα της ακουστικής κιθάρας, η νέα γενιά των εφήβων λαχταρούσε τη χαρά και την ελαφρότητα. «Ο κόσμος βαρέθηκε να πληρώνει εισιτήριο για να περνά δύο ώρες με το βλέμμα στο κενό. Θέλει να χορέψει!», έλεγε ο Noddy Holder των Slade (και έβγαινε στη σκηνή με το θρυλικό καπέλο με τα καθρεφτάκια και μπότες από αλουμινόχαρτο).
Slade
Στα τέλη του 1971, το Electric Warrior των T.Rex εισέβαλε στο Νο.1 των μουσικών καταλόγων. Αντικαθίσταται, για λίγο, από το Concert For Bangladesh (ή αλλιώς τον επιθανάτιο ρόγχο του rock της ειρήνης) του George Harrison με τον Ravi Shankar, τον Bob Dylan και άλλους ομότιμους, πριν ανακτήσει τη θέση του. Το 1972 οι T.Rex έγιναν η πρώτη μπάντα, μετά τους Beatles, που κατάφεραν τρία άλμπουμ τους να μπουν στο Νο.1, την ίδια χρονιά. Μέχρι τα μέσα σχεδόν του 1973, οι κορυφές των charts ήταν αποκλειστική υπόθεση των ιερών τεράτων του Glam Rock καθώς και όσων έξυπνα δανείστηκαν στοιχεία του, χωρίς ωστόσο να είναι αυτοσωμικά χρωμοσώματά του: David Bowie, Marc Bolan, Roxy Music, Slade, Rod Stewart, Alice Cooper, Elton John…
Το 1972 οι T.Rex έγιναν η πρώτη μπάντα, μετά τους Beatles, που κατάφεραν τρία άλμπουμ τους να μπουν στο Νο.1, την ίδια χρονιά.
Συγκεκριμένα, μέχρι το 1973 υπήρχαν δύο κύρια ρεύματα του Glam Rock. Το πρώτο εκπροσωπούσαν ο Bowie, οι Roxy Music, ο Lou Reed και οι, σπαργανικοί ακόμη, New York Dolls. Η τάση ήταν έξυπνη και άκρως καλλιτεχνική, ανέτρεπε την ορθόδοξη αντίληψη για το θέαμα. Το δεύτερο ρεύμα εκπροσωπούσαν ο Marc Bolan, οι Slade, οι Sweet, ο Gary Glitter και η Suzi Quatro. Ήταν πιο… ξεδιάντροπα pop, άμεσα ελκυστικοί στους νέους έφηβους που ζούσαν για το εβδομαδιαίο μισάωρο της εκπομπής Top Of The Pops, στο BBC. Κάπου μεταξύ των δύο, βρισκόταν ο Alice Cooper που εισήγαγε την θεατρική υπερβολή του Glam στο horror rock, αποκεφαλίζοντας κούκλες, ξεπουπουλίζοντας κοτόπουλα και βασανίζοντας φίδια ως μπόνους οπτικό υλικό στην εφηβική διαμαρτυρία του “School’s Out”. Αξέχαστη, για όσους το βίωσαν από κοντά, παραμένει η συναυλία του το 1973 στη Νέα Υόρκη, όταν, ντυμένος με σκισμένη εφαρμοστή φόρμα και ψηλές μπότες κράδαινε μια γιγάντια οδοντόβουρτσα και κυνηγούσε μια υποτυπωδώς ντυμένη γυναίκα που ήταν μεταμφιεσμένη σε σωληνάριο οδοντόκρεμας.
Βεβαίως, για τους εφήβους της εποχής δεν υπήρχε κανένα Σχίσμα του Glam. Ο ενθουσιασμός ήταν πάντα μεθυστικός, είτε έβλεπαν τους Sweet να τραγουδούν το “Blockbuster”, είτε τον Bowie στο “The Jean Genie” (σ.σ. άσε που και τα δύο τραγούδια δανείζονται από τους Yardbirds το garage-rock ριφάκι του “I’m A Man”). Όλοι αυτοί οι καλλιτέχνες έπαιξαν με τα ίδια ζάρια της φήμης και της υπερκατανάλωσης, ακριβώς όπως έκαναν οι σταρ της pop της δεκαετίας του ’50 και του ’60. Για τους πιο οπορτουνιστές, όπως ο Mike Leander (παραγωγός του Gary Glitter), ο Nicky Chinn και ο Mike Chapman (παραγωγοί της Suzi Quatro και των Sweet), το Glam ήταν εντελώς ελεύθερο από κάθε πνευματική υποκρισία. «Ήμασταν απόλυτα συνειδητοποιημένοι στο ότι προσφέραμε απλή pop στους νέους, δίνοντάς τους λόγο να διασκεδάζουν και να χαμογελούν. Ίσως αυτό να είχε να κάνει με την ηλικία, τότε που είσαι μικρός και δεν ερμηνεύεις σε βάθος το πώς διασκεδάζεις. Όμως, δεν υπήρχε κρυφή ατζέντα, η pop έπρεπε να είναι διασκεδαστική και αυτό θέλαμε να έχουμε», θα έλεγε ο Chinn το 1977, όταν η παραίσθηση της μουσικής αυτής είχε πλέον σβήσει.
Τα ονόματα που βαπτίστηκαν στην γοητευτική παράνοια του Glam Rock είναι πολλά, με μία, ωστόσο, βασική τριανδρία: David Bowie, Marc Bolan και Bryan Ferry.
Μετά το Space Oddity του 1969, ο David Bowie πάλευε να κάνει μια τόση δα επιτυχία. Τον Απρίλιο της χρονιάς αυτής, κυκλοφόρησε το The Man Who Sold The World και το ψωμοτύρι της χαμηλής βαθμολογίας του μουσικού Τύπου, το «αγόρι που είχε μια τυχερή στιγμή με το Space Oddity αλλά δύσκολα θα αναπαράγει εκείνη την επιτυχία» εμφανίστηκε στο εξώφυλλο με φουστάνι. Χαμός! Το ίδιο φουστάνι φορούσε σε συνεντεύξεις, ακόμη και όταν κυκλοφορούσε στο δρόμο, για να προκαλέσει αντιδράσεις. Για πρώτη φορά τα εγκώμια δεν αφορούσαν μόνο τη μουσική, αλλά και την εμφάνισή του. Αποστολή επετεύχθη. Δεν τον είχαν ακούσει μόνο. Τον είχαν «δει».
Ο Bowie παρέμενε ανήσυχος, κυνηγώντας λυσσαλέα τον τρόπο να γίνει Βασιλιάς Ήλιος.
Ήταν μια πίστη που του ξερνούσε το ίδιο του το στομάχι, ότι το άξιζε, ότι διέθετε όλα τα φόντα να γίνει ο απόλυτος σταρ. Σε μια επίσκεψη στην Καλιφόρνια για την προώθηση του άλμπουμ, ο Bowie μίλησε πρώτη φορά για το “Moonage Daydream” και «τον νέο πειραματικό χαρακτήρα» που ετοίμαζε. Είχε σπουδάσει μίμηση και θέατρο και τον γοήτευαν οι προκλητικές δηλώσεις. Κατά τη διάρκεια μιας demo ηχογράφησης του “Hang On To Yourself”, αποτέλεσμα της γνωριμίας του με τον Gene Vincent, παρατηρεί ότι ο Vincent, ο οποίος ανάρρωνε από ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα, προσπαθεί να φτάσει στο μικρόφωνο τραβώντας πίσω το πόδι του. Όπως θα έλεγε αργότερα στο βιβλίο “Moonage Daydream” του Mick Rock «Το έκανε με τρομερή θεατρικότητα. Αυτό έγινε η Νο.1 στάση του, ακόμα, εμβρυϊκού Ziggy». Ήταν το ταξίδι του στις Η.Π.Α., οι επιρροές που δέχθηκε από τον ήχο της Νέας Υόρκης, από το καλλιτεχνικό εργοστάσιο του Andy Warhol, από τον Iggy Pop και τον Lou Reed, που μαζί με ότι βιώματα είχε, μαζί με το κολάζ εμπειριών, χρωμάτων και κινήσεων που μάζεψε, κατέληξε σε αυτό που θα γινόταν αργότερα η περσόνα ενός τύπου που ήταν σαν να προσγειώθηκε από τον Άρη.
O David Bowie την εποχή του Hunky Dory
Αυτός ήταν ο Ziggy Stardust.
Αυτό ήταν το θαύμα της γενετικής pop μηχανής.
Επιστρέφοντας στο Λονδίνο, ο Bowie ρίχτηκε στον επαναπροσδιορισμό. Έβαψε τα μαλλιά του καροτί, πρόσθεσε βαρύ μακιγιάζ, φόρεσε φανταχτερά κουστούμια και ονόμασε το συγκρότημά του Spiders From Mars. Η καλλιτεχνική του φύση εξελισσόταν σε απόλυτη συνέπεια με την δήλωση που είχε κάνει το 1971 στο Rolling Stone: «Πιστεύω ότι η pop μουσική πρέπει να είναι μασκαρεμένη, να εκπορνεύεται, να γίνει παρωδία του εαυτού της. Πρέπει να είναι ο κλόουν, ο Πιερότος. Η μουσική είναι η μάσκα που φορά το μήνυμα-η μουσική είναι ο Πιερότος και εγώ, ο ερμηνευτής, είμαι το μήνυμα». Οι πρώτες εμφανίσεις με τους Spiders είχαν τεράστια επιτυχία και εκτόξευσαν τη φήμη του Bowie. Ωστόσο, η δύναμη δεν ήταν μόνο στις ενδυματολογικές υπερβολές, αλλά και στη μουσική.
Η κυκλοφορία του The Rise And Fall Of Ziggy Stardust And The Spiders From Mars, το καλοκαίρι του 1972, έκανε μόνιμη την παρουσία του στους κορυφαίους μουσικούς των τελευταίων 50 ετών. Ο δίσκος συνδύαζε hard rock και πειραματικά στοιχεία και το ενιαίο θέμα του άλμπουμ ήταν η ζωή ενός αστέρα του rock πέντε χρόνια πριν από την καταστροφή του πλανήτη. Τα τραγούδια που περιείχε έκαναν τον Bowie το ίδιο διάσημο όπως και τον Ziggy, που ήταν ο κεντρικός ήρωας. Όντας κλασικό πλέον, το “Starman”, ήταν το εισιτήριο προς στην απόλυτη δόξα. Όπως αργότερα ο ίδιος περιέγραφε σε συνεντεύξεις του, κόντευε να τρελαθεί, καθώς ήταν μια πολύ επικίνδυνη περίοδος για την ψυχική του υγεία. Οι Spiders From Mars σταμάτησαν να δημιουργούν μαζί μετά από λίγο καιρό, αλλά ο Bowie έβλεπε την καριέρα του να φτάνει σε δυσθεώρητα ύψη. Ακόμη και τα παλιά του άλμπουμ επανακυκλοφόρησαν, ανεβαίνοντας ψηλά στα charts της Μ. Βρετανίας και της Αμερικής. Το 1973, το Aladdin Sane χαρακτηρίστηκε ως μια από τις δυνατότερες μουσικές στιγμές του και πιστοποίησε το μέγεθος του ταλέντου του. Το 1974 βρήκε τον Bowie να αποχαιρετά το Glam Rock, πριν το ίδιο τον ξεκάνει. Ο δίσκος Diamond Dogs ήταν το κύκνειο άσμα πάνω στο ύφος που τον καθιέρωσε. Ο λόγος που η κυκλοφορία καθυστέρησε λίγο παραπάνω από το αναμενόμενο ήταν ότι η RCA είχε αργήσει να δώσει έγκριση για το εξώφυλλο. «Απεικονίζει εμένα παραλλαγμένο σε σκύλο και ανησυχούν λίγο γιατί φαίνονται τα γεννητικά του όργανα. Αλλά εκτός από αυτό, όλα είναι εντάξει», θα έλεγε ο Bowie ένα μήνα πριν βγει το άλμπουμ.
Η απληστία για λατρεία και φως, η ικανότητα να αποστάζει οτιδήποτε γύρω του που θα μπορούσε να έχει την παραμικρή χρησιμότητα για την άνοδό του, ήταν τα βασικά χαρακτηριστικά του David Bowie. Αυτό που ξεκίνησε ως ένας επιδέξιος χειρισμός μιας μετριότητας, έγινε μια αξιόπιστα δημιουργική φιγούρα. Σε μια εποχή ερμαφροδιτισμού, ήταν ο πρώτος άφυλος-αμφισεξουαλικός σούπερσταρ, ο οποίος είχε και σύζυγο. Οι αναφορές του Τύπου στις επί σκηνής ερωτοτροπίες του Bowie με τον κιθαρίστα Mick Ronson, οι οποίοι είχαν βρεθεί στα παρασκήνια φορώντας μόνο τις ψηλοτάκουνες μπότες τους, οι περιγραφές της Amanda Lear για τα ομαδικά όργια- με εξαιρετικά ενδιαφέρουσες σωματικές συνθέσεις-που πραγματοποιούνταν στο σπίτι του Bowie, μαζί ή χώρια από την Angie («Δε νοιάζει αν πηγαίνει με άντρες ο David. Άλλωστε κι εγώ ενίοτε πάω με γυναίκες. Απλώς θέλω να έχω το προνόμιο της συζύγου του!»), όλα ήταν ένας παραισθησιογόνος πολτός σεξ και μουσικής. Παράλληλα, κονσερβοποιούσε τη φήμη του μεταπηδώντας από την μία περσόνα στην άλλη, από τη μια φιλοσοφική θέση στην αντίπερα όχθη, χωρίς πραγματικά να ασπάζεται τίποτα. Ευαίσθητος καλλιτέχνης, πολύχρωμος εξωγήινος, νέο-Ναζί, υπερ-θεός, Ρα, disco-ρομπότ, πτώμα του καμπαρέ. Στον χώρο της διανόησης ο David Bowie θα ήταν ο αντίλογος στον αλτρουιστή Khalil Gibran («Ζωή χωρίς προσφορά είναι δέντρο χωρίς καρπούς»), ακτινοβολώντας αυτολατρεία («Εγώ είμαι η ζωή και το δέντρο και οι καρποί μαζί»). Ο David Bowie δεν ήταν αληθινός. Ήταν ένα υπέρλαμπρο Ψέμα, ψηλό, ευθυτενές και άθικτο. Αλλά, γαμώτο, τόσο υπέροχο.
Όταν οι Tyrannosaurus Rex έγιναν T.Rex και ο Marc Bolan παράτησε τις hippie guru επιρροές του από τα ινδιάνικα μάντρα και τους μύθους του J.R.R.Tolkien, πετώντας την ακουστική κιθάρα για χάρη της ηλεκτρικής, η μετάβασή στο Glam Rock ήταν αστραπιαία. Με το single “Ride a White Swan”, τα media είχαν ένα νέο αστέρι για να ασχολούνται. Το απλό, ποιητικό στιχουργικό ύφος, επενδυμένο με πιασάρικες μελωδίες, χάριζε στον Bolan και τη μπάντα του τη μία επιτυχία μετά την άλλη, μέχρι να φτάσει στο ζενίθ της δόξας στα τέλη του 1972. Και όταν μιλάμε για ζενίθ, εννοούμε ότι οι T.Rex πούλησαν 16 εκατομμύρια αντίτυπα τους πρώτους 14 μήνες της Glam ύπαρξής τους. Για να το καταλάβουμε καλύτερα, την αντίστοιχη περίοδο ζωής τους, οι Beatles είχαν πουλήσει πέντε εκατομμύρια. Οι Beatles, επαναλαμβάνω.
Η διάλυση των T.Rex την επόμενη χρονιά, κάθε άλλο παρά δάκρυα έφερε στον Bolan, ο οποίος γιόρτασε με άλλη μια επιτυχία, το “20th Century Boy”. Μέχρι τον βίαιο θάνατό του, το 1977, ο Bolan ήταν πάντα στην επικαιρότητα με ένα-δύο singles ή με ένα καλό άλμπουμ. Το μέλλον του προβλέπονταν τόσο λαμπρό, ώστε στο απόγειο της Bolanmania ο Ringo Starr, ο οποίος σκηνοθέτησε το 1972 τον Bolan στην ταινία “Born To Boogie”, δήλωνε «ο Marc κρατάει τώρα τα σκήπτρα του Glam Rock».
O Marc Bolan, έφυγε από τη ζωή, ακριβώς όπως μπήκε στη σκηνή: με έκρηξη...
Η λατρεία για τον rock star είναι ένα υποκατάστατο για τη ρομαντική αγάπη, η οποία ορίζεται ως ανάγκη για αυτό-υπέρβαση και μετάβαση σε έναν άλλον εαυτό. Έτσι, ο αστέρας δεν παίρνει μόνο τα λεφτά του εισιτηρίου, αλλά και την πίστη μας. Ο Bolan παραδόθηκε στην ενσάρκωση του Θεού του Glam που του απέδιδαν οι οπαδοί του. Πόζαρε στα εξώφυλλα σαν τον Jimmy Page βγαλμένο από το «Κλουβί με τις Τρελές» και ζούσε στην απόλυτη υπερβολή, οδηγώντας μια Rolls Royce του ’60 γιατί «το συγκεκριμένο μοντέλο κάνει καλό στις φωνητικές μου χορδές» (!;;;), την οποία αγόρασε σε λευκό χρώμα ως «δείγμα της αγνότητάς μου» (!!;;). Όμως, σχετικά σύντομα η δόξα άρχισε να τον εγκαταλείπει και ο Bolan άφηνε τον λαμπερό εαυτό του να ολισθαίνει με την κόκα και το κονιάκ, δηλώνοντας τρομοκρατημένα στις συνεντεύξεις του μετά το 1974 «τι εννοείτε ότι η καριέρα μου έχει πάρει την κάτω βόλτα; Είμαι ακόμη το Νο.1»!. Ο παραγωγός Tony Visconti, όταν πλέον τα χρυσά κονφετί έπιασαν σκόνη, θα παραδεχόταν ότι «με την κυκλοφορία του άλμπουμ Zinc Alloy συνειδητοποίησα αυτό που με ρωτούσαν δημοσιογράφοι παλαιότερα και εγώ το αρνιόμουν. Ότι δηλαδή, παράγαμε το ίδιο πράγμα, ξανά και ξανά. Είχα φτάσει στο σημείο που μπορούσες να με ξυπνήσεις μέσα στην άγρια νύχτα και να σου γράψω ένα τραγούδι α λα Marc Bolan μέσα σε πέντε λεπτά».
Το απομεινάρι του Mini Cooper στο οποίο επέβαινε ο 29χρονος τότε Marc Bolan, που σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα στις 16 Σεπτεμβρίου του 1977. Το αυτοκίνητο οδηγούσε η κοπέλα του, η αμερικανίδα τραγουδίστρια Gloria Jones, που έπεσε πάνω σε ένα δέντρο, στο Λονδίνο.
Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Bolan ψιλοσώθηκε επαγγελματικά από την τηλεόραση, με τα σόου “Supersonic” και “Marc”. Κέρδισε και μια τρόπον τινά ανάταση στο Εγώ του με το punk rock, περιοδεύοντας με τους Damned και φωτογραφιζόμενος σε underground πάρτι αγκαλιά με τους Banshees και τους Generation X.
Κάπου εκεί, έπεφταν οι τίτλοι τέλους. Στις 7 Σεπτεμβρίου 1977, πραγματοποιήθηκαν τα γυρίσματα αυτού που θα ήταν το τελευταίο επεισόδιο της εκπομπής του, Marc. Καλεσμένος ήταν ο David Bowie, ο οποίος παρουσίασε το “Heroes” πριν την επίσημη κυκλοφορία του, σε μια σαγηνευτική επίδειξη της καλλιτεχνικής του εξελιξιμότητας. Έπειτα, μαζί τραγούδησαν το “Standing Next To You”, μια παλαιότερη κοινή τους συνεργασία. Στο ξεκίνημα του τραγουδιού, όσο οι κάμερες κατέγραφαν, ο Bolan σκόνταψε στα καλώδια και έπεσε από τη σκηνή. Συμβολικό κατά κάποιο τρόπο, εάν σκεφτεί κανείς τα λόγια του Tony Visconti ότι «σε αντίθεση με τον πολύ πιο ταλαντούχο David Bowie, ο Marc δεν μπορούσε να αναπτυχθεί πέρα από το 3λεπτο single». Ακόμη συμβολικότερο, εάν αναλογιστούμε ότι λίγες ημέρες μετά ο Bolan πέθαινε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα και εκείνο το επεισόδιο που προβλήθηκε την επομένη της κηδείας του, επιχρύσωνε περισσότερο την ήδη εκθαμβωτική πορεία του Bowie.
Εάν στην Ιερή Τριάδα του Glam, ο Bowie ήταν ο Πατέρας και ο Bolan ο Υιός, τότε ο Bryan Ferry είναι το Άγιο Πνεύμα.
Oι Roxy Music, επίσης ιδιαζόντως καλλιτεχνικοί, έδιναν μεγάλη βαρύτητα και στο οπτικό σκέλος. Χαρακτηριστικό ήταν ότι στις κυκλοφορίες τους αναφέρονταν πάντα, μαζί με τα ονόματα της μπάντας και των τεχνικών και οι άνθρωποι που βρίσκονταν πίσω από τις κομμώσεις, το makeup και τα κοστούμια τους. Σε αντίθεση με τον ενδυματολογικό τσαρλατανισμό άλλων glam rockers, ο Bryan Ferry ήταν πάντα άψογος. Είτε φορώντας μαύρες γυαλιστερές φόρμες, είτε λευκό σμόκιν, τον χαρακτήριζε πάντα η κομψότητα. «Όλο το υπόλοιπο glam ήταν λίγο κιτς. Οι Roxy Music, όμως, ήταν αριστοκρατικοί», θα έλεγε ο Steve Jones των Sex Pistols. Η μουσική των Roxy Music και το στυλ που υιοθέτησαν ήταν ένα μείγμα ρετρό και φουτουρισμού, ενσωμάτωναν στην πλαστικότητα του 21ου αιώνα την γκλαμουριά της δεκαετίας του ’30 και την αλητεία του ’50. «Είχαμε πολύ λιγότερη σχέση με τον Bolan, από ότι με τον Bowie, αν και ακόμη και μ’ αυτόν δε νιώθαμε ότι είχαμε πολύ μεγάλη επαφή», θα έλεγε ο Bryan Ferry το 1976 στο BBC. Ο ίδιος ο Bowie έβλεπε πολύ θετικά την παρουσία των Roxy Music στο επίκεντρο του Glam. Το 1972 θα δήλωνε ότι «τόσο ο Ferry όσο και ο Eno ξέρουν πολύ καλά τι κάνουν. Σπάνε τα όρια ανάμεσα σε αυτό που έχει καθιερωθεί ως υψηλού και χαμηλού επιπέδου Τέχνη».
“With every goddess a letdown, every idol a bringdown, it gets you down" τραγουδούσε ο Bryan Ferry το 1973 στο “Mother Of Pearl” από το εξαιρετικά επιτυχημένο άλμπουμ, Stranded. Με τα προηγούμενα, πρώτα δύο άλμπουμ τους, Roxy Music και For Your Pleasure, το συγκρότημα είχε συστηθεί στο κοινό ως μουσικοί ακροβάτες. Πολύ μελάνι έχει χυθεί για το εάν ο Brian Eno ή ο Ferry ήταν η μεγαλύτερη συμβολή στο συγκρότημα. Θεωρώ δεδομένο, ότι η μέση νεολαία της εποχής περισσότερο συγκινούταν από την παρουσία του Bryan Ferry που έβγαινε σαν τον Δράκουλα ντυμένο Humphrey Bogart και τις μουσικές αφηγήσεις ρομαντικών ιστοριών και sci-fi μύθων, παρά για τα avant-garde πλήκτρα του Eno ή το καινοτόμο παίξιμο του σαξοφωνίστα Andy Mackay. Μετά την αποχώρηση του Brian Eno, τον οποίο λέγεται ότι ο Ferry ζήλευε για τις κατακτήσεις στις γυναίκες (σ.σ. ξεχνώντας μάλλον ότι από τη δική του κρεβατοκάμαρα παρήλαυναν καθημερινά όλα τα πρακτορεία μοντέλων), οι Roxy Music του Ferry απελευθερώθηκαν. Το Stranded ήταν ένας ηχητικός μοντερνισμός εφάμιλλος των ταινιών του Max Ophuls, για τον οποίο έλεγε ο Francois Truffaut ότι «δείχνει τη σκληρότητα της ηδονής και τις δοκιμασίες της αγάπης». Με σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Newcastle, ο Bryan Ferry είχε εξελιχθεί παράλληλα με τη γενιά των νέων της εργατικής τάξης που σπούδαζαν σε σχολές Τέχνης. Για τον Ferry, η pop κουλτούρα έγινε από νωρίς η απάντηση στην αλλαγή της φύσης του σύγχρονου καταναλωτισμού - μια ειρωνική αγκαλιά των καπιταλιστικών τεχνικών της αγοράς και της σταδιακής νόθευσης της πολιτισμικής κληρονομιάς των ‘60s.
Roxy Music
Κάπου στη μέση του Ατλαντικού
Στην εκπληκτική ταινία “Velvet Goldmine” (1998), ο σκηνοθέτης Todd Haynes έχει πιάσει για τα καλά την παιχνιδιάρικη ουσία του Glam: το φλερτ με θέματα σεξουαλικής ταυτότητας, την άρνηση κάθε πολιτικού, κοινωνικού και θρησκευτικού προτύπου, το «ματαιότης ματαιοτήτων», τη δόξα του εφήμερου και την υπερδόξα του Εγώ. Παρότι στην ταινία όλοι οι χαρακτήρες ήταν ομοφυλόφιλοι ή αμφιφυλόφιλοι, αυτό απείχε αρκετά από την πραγματικότητα της εποχής.
Στη Μ. Βρετανία ένα σωρό ετεροφυλόφιλα αγόρια μύριζαν ινδικό λωτό και έβαζαν μάσκαρα με το ίδιο καθρεφτάκι που χρησιμοποιούσαν για να κρυφοκοιτάζουν κάτω από τις φούστες των κοριτσιών. Και εδώ βάζω εμβόλιμη μια εικόνα: στο φιλμ “Flashbacks of a Fool”, ο 16χρονος Joe (Harry Eden), τίγκα στις ορμόνες της εφηβείας και κάργα ερωτευμένος με την Ruth (Felicity Jones), ντυμένος σαν τον Bryan Ferry, με glitter σκιά γύρω από τα μάτια και σατινέ τιγρέ σακάκι, χορεύει μαζί της το “If There is Something” των Roxy Music. “Shake your head girl with your ponytail / takes me right back when you were young”… Και η καρδιά του λιώνει.
Το Glam Rock ήταν άμεσα συνδεδεμένο με την σεξουαλική επανάσταση της εποχής, που ήρθε στη Μ. Βρετανία σαν αντίδραση σε μια δύσκολη κοινωνικο-οικονομική πραγματικότητα, όπου πρωταγωνιστούσε η ανεργία, ο πληθωρισμός, οι ταραχές στη Β. Ιρλανδία και οι ελλείψεις πετρελαίου. Ουσιαστικά, η προβεβλημένη αμφισεξουαλικότητα του Glam Rock, στον πυρήνα της, λίγο είχε να κάνει με τα δικαιώματα των γκέι και ακόμη λιγότερο με το ίδιο το σεξ. Ήταν όλο ένα σκηνικό τέχνασμα, με στόχο την πρόκληση που έγινε το κόκκινο χαλί για να περάσει η μουσική στο ευρύ κοινό. Ότι, λοιπόν, θα μπορούσε σε ένα επίπεδο να θεωρηθεί διχοτομία, δεν ήταν αντιληπτό. Ήταν απλώς μια μάσκα.
«Ο άνθρωπος είναι λιγότερο ο εαυτός του όταν μιλάει ως ο εαυτός του. Δώσ’ του μια μάσκα και θα σου πει την αλήθεια», μειδιούσε ο Oscar Wilde.
Βεβαίως, αυτά συνέβαιναν στο Λονδίνο. «Την πρώτη φορά που πάτησα το πόδι μου εκεί ήταν σοκαριστικό, ακόμη και για μένα. Υπήρχε κόσμος στο δρόμο που ήταν ντυμένος σαν τον Austin Powers! Τότε θυμήθηκα τα λόγια του Andy (σ.σ.Warhol) που μου έλεγε ότι στο Λονδίνο μπορούσα να γίνω οτιδήποτε», θυμόταν ο Tony Visconti, θρυλικός παραγωγός του Bowie και των T.Rex, σε συνέντευξή του το 1982. Το ότι, σε αντίθεση με το Λονδίνο, η πολυσεξουαλική ατμόσφαιρα που δημιούργησε ο Andy Warhol παρέμενε υπόγεια είχε απόλυτη σύνδεση με τους λόγους που το Glam Rock υφολογικά και μουσικά ποτέ δεν ρίζωσε σαν σημαντικό μουσικό είδος στην καρδιά της Αμερικής. O “mixed-up, mumbled-up, shook-up” κόσμος της “Lola” όπως τον είχε τραγουδήσει ο Ray Davies των Kinks ήταν φτιαγμένος για τον βρετανικό χάρτη. Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ήταν λίγα τα ονόματα που βρήκαν πεδίο δημιουργίας στο Glam, όπως οι New York Dolls και ο Jobriath. Ο ένας λόγος ήταν ότι το Glam αποποιούταν την χίπικη και folk-rock ιδεολογία της δεκαετίας του ‘60, παρότι σπουδαίοι folk-rock καλλιτέχνες όπως ο Bob Dylan έδωσαν κάποια ψήγματα έμπνευσης, κυρίως στον Bowie και τους Roxy Music. Ο άλλος λόγος ήταν ότι ακόμη και μετά τις ταραχές του Stonewall, που ξέσπασαν το 1969 στο Greenwich Village ανάμεσα στην γκέι κοινότητα και την αστυνομία, ακόμη και πολύ πιο μετά την ίδρυση του «Γκέι Απελευθερωτικού Μετώπου» (Gay Liberation Front), ο μέσος αμερικανός παρέμενε ομοφοβικός και αμήχανος σε ό,τι παρουσιαζόταν με μαλθακότητα και παρενδυσία.
Κοιτώντας από την ασφαλή απόσταση του Χρόνου, σήμερα ίσως είναι δύσκολο να αντιληφθούμε πόσο συγκλονιστική ακουγόταν το 1972 η δήλωση “Hi! I’m Bi!” του David Bowie για την αμφιφυλοφιλία του στο Melody Maker, επηρεάζοντας τις επόμενες γενεές αστέρων της pop και rock που το υιοθέτησαν ως τέχνασμα για την άνοδό τους στη βιομηχανία της μουσικής: Στα ‘80s η Madonna θα δήλωνε στις συνεντεύξεις της ότι έχει την ψυχή ενός γκέι άντρα παγιδευμένη σε σώμα γυναίκας, ο Prince θα βαπτιζόταν στην κολυμπήθρα της χρυσόσκονης τόσο μουσικά όσο και ενδυματολογικά, και στη δεκαετία του ’90 ο Brett Anderson των Suede θα αυτοσαρκαζόταν ως «αμφιφυλόφιλος που δεν είχε ποτέ ομοφυλοφυλική εμπειρία». Στο εξής, ο ρόλος του γκέι, τόσο στους άντρες όσο και τις γυναίκες, αποδόθηκε άλλοτε μέσα από ένα αγαθό και ήσυχο προφίλ, άλλοτε πάλι κωμικά. Τότε, όμως, οι ξεκάθαρα απατηλές περσόνες που υιοθετούσε ο Bowie, δημιουργούσαν παράλογες φοβίες και ψυχολογικά συμπλέγματα. Ουσιαστικά, δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια στυλιστική δήλωση για να ολοκληρώσει τη διασκεδαστική ανάγκη να ντύνεται σαν ουρί του παραδείσου παραφουσκωμένο με LSD.
Για αυτό ακριβώς, η πραγματικότητα, δεν πήγαινε ποτέ αγκαζέ με το Glam Rock.
Eπηρεασμένος από τον David Bowie, ο Iggy Pop μπήκε με το δίσκο-έπος Raw Power στη στρατόσφαιρα του Glam, δίνοντας πάσα για να ξεκινήσει το punk rock. Εκεί που ο Lou Reed με τους Velvet Underground φορούσε μαύρα για να μαρκάρει καλύτερα πάνω του η κάμερα, η Angie Bowie τον προέτρεψε να ντυθεί πιο προκλητικά για την προώθηση του άλμπουμ Transformer. Ο Reed δέχτηκε την πρόσκληση και δημιούργησε ένα «φάντασμα του rock» με αλαβάστρινο πρόσωπο και μαύρο eyeliner. Tο παράλληλο σύμπαν των τραβεστί και των φρικιών ζωντάνευε μέσα από το “Walk On The Wild Side” και το “Vicious”, που εκτός από ναυαρχίδες του άλμπουμ ήταν κομμάτια που έθιγαν το θέμα της σεξουαλικής ταυτότητας. Όπως είπε ο ίδιος ο Lou Reed σε συνέντευξή του στο BBC το 1973, τα τραγούδια γράφτηκαν «με έναν τέτοιο τρόπο ώστε να είναι διασκεδαστικά ακόμα και για τους συντηρητικούς ετεροφυλόφιλους». Και θα συμπλήρωνε εύστοχα: «Έπρεπε να έρθω στο Λονδίνο, για να συνειδητοποιήσω ότι μπορούσα να κάνω ότι ήθελα».
Αυτό ήταν το θέμα. Αυτή ήταν η κλήση για συσπείρωση, όραμα και έμπνευση. Είσαι ένας 15χρονος που σε καταπιέζουν οι γονείς σου να πας σε στρατιωτική ακαδημία, ενώ εσύ θες να τους φωνάξεις μαζί με τους Sweet “Oh it's been getting so hard/Living with the things you do to me/My dreams are getting so strange/I'd like to tell you everything I see” και να τα κάνεις λαμπόγυαλο όπως στο “Ballroom Blitz”; Αισθάνεσαι ότι τα παιδικά σου όνειρα έμειναν απραγματοποίητα και αναρωτιέσαι “whatever happened to the teenage dream?”, όπως οι T. Rex στο άλμπουμ Zinc Alloy and the Hidden Riders of Tomorrow-A Creamed Cage In August; Ή μήπως νιώθεις εγκλωβισμένη στη μικρή, ανύπαρκτη ζωή σου και περιμένεις στο παράθυρο τον “Starman” να κατέβει από τον ουρανό και να σου πάρει τα μυαλά; Μην ανησυχείς. Έλα στον κόσμο του Glam Rock. Εδώ μπορείς να γίνεις ό,τι θες.
Στη λαίλαπα του εξεζητημένου, υπήρχε και κάποιος που παρότι η μουσική παρακαταθήκη του δεν ήταν σπουδαία, ήταν πολύ υπερβολικός ακόμα και για εκείνη την εποχή.
Ο Jobriath, ήταν ένας πιανίστας με κλασική παιδεία που έπαιζε έναν γκέι έφηβο στο μιούζικαλ “Hair”. Τον ανακάλυψε ο rock ιμπρεσάριος Jerry Brandt, που πίστευε ότι ξέθαψε τον Αμερικανό Bowie. Ήταν τόσο υποσχόμενος και τόσο ανοιχτά γκέι που καταντούσε διαφήμιση, ώστε ο ίδιος ο πρόεδρος της Electra Records, ο David Geffen, έσπευσε να υπογράψει συμβόλαιο μαζί του.
Το ντεμπούτο που κυκλοφόρησε το 1973 βασίστηκε βαρέως στο μελωδικό πιάνο του Elton John και στο rock του Hunky Dory του David Bowie. Ο Jobriath (κατά κόσμον Bruce Wayne Campbell) έγινε μια τις πιο συναρπαστικές φιγούρες της μουσικής βιομηχανίας το 1973, όταν ο μάνατζερ -και σύντομα εραστής του- Jerry Brandt ανέβασε στην Times Square ένα 12 μέτρων πόστερ που τον απεικόνιζε γυμνό πριν καν κυκλοφορήσει το πρώτο τραγούδι του.
Ο Brandt, σε κατάσταση σιελόρροιας επιδείκνυε το νέο του (από πάσα άποψη) τρόπαιο ως το συνδυασμό της Dietrich, του Nureyev, του Tchaikovsky και του Marcel Marceau μαζί, το υβρίδιο των καλύτερων στοιχείων του Jagger, του Bowie και του Dylan, ένα αποτέλεσμα υψηλού καλλιτεχνικού ευγονισμού. Η συνέχεια τα έχει όλα: Xαρακτηρίστηκε ως «η αληθινή νεράιδα του rock», κατηγορήθηκε ότι αντιγράφει τον Bowie, και το ΝΜΕ τον μαστίγωσε αλύπητα γράφοντας πως ήταν το «αδερφίστικο τέλος του Glam Rock». Μέχρι την κυκλοφορία του δεύτερου άλμπουμ του, Creatures of The Street, ο πάλαι ποτέ τρελά ερωτευμένος μάνατζέρ του, τον βαρέθηκε και τον πέταξε σαν μαραμένο ρόδο.
Ως το 1975, ο Jobriath είχε αποσυρθεί από τη μουσική. Κάποια στιγμή κατάφερε να επανεφεύρει τον εαυτό του, ως lounge τραγουδιστής με το όνομα Cole Berlin. Έπρεπε να περάσουν χρόνια και λίγη βοήθεια από έναν από τους μεγαλύτερους θαυμαστές του, τον Morrissey, για να αποκατασταθεί η φήμη ενός πολυμορφικού σάτυρου, ο οποίος ξεφώνιζε την ομοφυλοφιλία του μέσα από τραγούδια όπως το “I’maman”, έχοντας κυκλοφορήσει μόνο δύο δίσκους πριν πεθάνει από AIDS το 1983 σε ηλικία 37 ετών.
Από τις ίδιες γειτονιές που ξεπηδούσε ο Jobriath, οι New York Dolls είχαν ήδη κάνει λίγα χιλιόμετρα πριν αποκτήσουν κακή φήμη, περισσότερο για την ακραία συμπεριφορά τους, παρά για τη μουσική τους. Τραγούδια σαν το “Looking For A Kiss” και “Personality Crisis”, από το ντεμπούτο τους άλμπουμ, κέρδισαν το ενδιαφέρον του κοινού, το οποίο φρόντισαν να το ανταμείψουν με εμφανισιακές ακρότητες - πλήρως συντεταγμένες με τους ακανόνιστους κανόνες του Glam Rock: ψηλοτάκουνα, έντονο μακιγιάζ και glitter ύφος. Σε αντίθεση, όμως, με ό,τι συνέβαινε στη Μ. Βρετανία, στις Η.Π.Α. αυτή η παρουσία δεν είχε μεγάλη απήχηση. Το κοινό μπέρδευε τη γυναικεία τους αμφίεση με τις σεξουαλικές τους προτιμήσεις. Το γεγονός αυτό, δημιουργούσε αναστολές στους ατζέντηδες, κάτι που τους στέρησε ευκαιρίες για εμφανίσεις σε μεγάλους χώρους, όπως στο Roxy του Los Angeles.
New York Dolls
Στα δευτεροκλασάτα ονόματα του Glam Rock, ανήκε και ο Rod Stewart με τη μπάντα του, The Faces, που έδωσαν glam πινελιές στην αντροπαρέα τους, ενδυματολογικά και μουσικά, μέσα από έξυπνες συνθέσεις όπως το “Maggie May”. Οι Slade, που σε γενικές γραμμές κάθε άλλο παρά θηλυπρεπείς ήταν (σ.σ. ξεχνιέται το «μάτσο» εξώφυλλο του Slayed?;), με άφθονο αυτοσαρκασμό, παρήγαγαν με μεγάλη συχνότητα επιτυχίες όπως τα “Gudbuy t'Jane”, “Mama Weer All Crazee Now”, “My Friend Stan” και “Far Far Away”, γεγονός τόσο εντυπωσιακό όσο οι πανύψηλες πλατφόρμες του κιθαρίστα Dave Hill.
https://www.youtube.com/watch?v=Qu_ozjAu_vM
Η Suzi Quatro άφησε το άγριο θηλυκό της στίγμα σε τραγούδια όπως τα “Can The Can”, “48 Crash” και “Daytona Demon”, γινόμενη ο μέντορας μετέπειτα γυναικείων μορφών της rock όπως η Joan Jett και η Pat Benatar, για να μην αναφέρουμε κάτι οπορτουνιστές όπως οι Wizzard (“Angel Fingers”, “See My Baby Jive”), οι Mud (το “Dyna-Mite” αρχικά είχε γραφτεί για τους Sweet) και ο Brett Smiley, ό,τι πιο κοντινό στον Jobriath «κατασκεύασε» η Μ. Βρετανία. Αργότερα, θα έρχονταν ονόματα όπως οι Hello, ο Barry Blue και οι Arrows, χωρίς όμως σημαντική παρουσία στο Glam.
Στα δευτεροκλασάτα ονόματα του Glam Rock, ανήκε και ο Rod Stewart με τη μπάντα του, The Faces, που έδωσαν glam πινελιές στην αντροπαρέα τους, ενδυματολογικά και μουσικά...
Το αρχικό σοκ που προκάλεσε το Glam Rock διαχεόταν σαν μεταδιδόμενο νόσημα ακόμα και σε καθαρά εμπορικούς pop rock καλλιτέχνες όπως ο Elton John. Οι γιγάντιες κόκκινες πλατφόρμες στο εξώφυλλο του άλμπουμ Goodbye Yellow Brick Road ξεπατίκωναν τον Bowie και τον Bolan, με τη στυλιστική επιρροή να μεταφέρεται και σε μουσικό επίπεδο, ιδίως στο “Benny & The Jets”.
Στο ταίριασμα των πάντων, το rock είχε εμπλουτιστεί με νέες, υψιπετείς ιδέες, σε πλήρη συνοχή με την εξεζητημένη αίγλη του Liberace και τις τρελές χορογραφίες του Busby Berkeley. Ακόμα και αστέρια της soul και funk, όπως οι Funkadelic και οι Labelle, παρότι ορμώμενοι από τελείως άλλα μουσικά είδη, δεν έμειναν ασυγκίνητοι από τη σχιζοφρενή μόδα του Glam.
“Whatever happened to the teenage dream?”
(T.Rex, 1974)
Το Glam Rock κράτησε όσο ένα σπουδαίο μασκέ πάρτι. Κάποιοι (Bowie), έγιναν η ψυχή της παρέας και προτίμησαν να φύγουν νωρίς, πάνω στο κέφι. Κάποιοι έφυγαν στο τέλος, μαζί με τη μάσκα τους (Marc Bolan), κάποιοι ήταν ήδη τελειωμένοι και δεν το ήξεραν (New York Dolls), σαν τον Μπέρνι στο Τρελό Σαββατοκύριακο. Άλλοι πάλι (Bryan Ferry), παρέμειναν μέχρι σχεδόν το τέλος και μετά συνέχισαν με αξιοπρέπεια. Το punk-rock θα ήταν το επόμενο μεγάλο γεγονός, ένα άλλου τύπου πάρτι, που σέρβιρε σκληρά ποτά με διακοσμητικά στοιχεία από το “All The Young Dudes” των Mott The Hoople και του Raw Power των Stooges.
Καμία εικόνα δεν μπορεί να μετουσιώσει καλύτερα τη στιγμή της μεταπήδησης από το Glam Rock στο Punk, όσο αυτή του Iggy Pop να κυλιέται ημίγυμνος σε χρυσή μπογιά ανακατεμένη με σπασμένα γυαλιά, ερμηνεύοντας το “Your Pretty Face Is Going To Hell” σε συναυλία του στη Νέα Υόρκη στα τέλη του 1973.
Είναι εντυπωσιακό, δε, ο τρόπος με τον οποίο το Glam Rock ενέπνευσε τη δεκαετία του ’80 δύο, κατά τα άλλα εκ διαμέτρου αντίθετα μουσικά είδη: από τη μία, άνοιξε το δρόμο για μια πραγματικά ομοφυλόφιλη μουσική σκηνή που εκφραζόταν από τον Boy George, τους Pet Shop Boys, τους Frankie Goes To Hollywood, τους Flock of Seagulls και τους Bronski Beat. Ταυτόχρονα, τροφοδότησε το glam metal, προέκταση του αμερικανικού hard rock, με συγκροτήματα όπως οι Mötley Crüe, οι Twisted Sister και οι Poison, που έβρισκαν ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης στα παζάρια γυναικείων ρούχων και στο τμήμα καλλυντικών του Bloomingdale’s. Στο μεταξύ, το ίδιο το Glam Rock είχε σβήσει. Ο Bolan είχε πεθάνει, ο Steve Harley έλεγε ότι δεν θυμόταν και πολλά από τότε γιατί έπαιρνε -όπως όλοι-πολύ κόκα.
Οι Queen κυκλοφόρησαν το “Bohemian Rhapsody”, για πολλούς το μοιρολόι του Glam Rock. Σταδιακά, οι μεγαλύτεροι εκπρόσωποί του άφηναν τη ζωή, όπως ο Mick Ronson, ο Brian Connolly των Sweet και ο Lou Reed. Ο Brian Eno την είδε ο Einstein της μουσικής και ο Alice Cooper το έριξε στο γκολφ για να ξεπεράσει τον εθισμό του στο αλκοόλ.
Το ίδιο το είδος όμως, μεταλλάχθηκε και επέζησε, μέσα από τους New Romantics, τον Marilyn Manson, τους Placebo και την Lady Gaga. Κυρίως, γεφύρωνε τις γενεές εφήβων που στέκονταν μπροστά του με κρεμασμένα σαγόνια, απόλυτα γοητευμένοι: αυτόν που έβλεπε πρώτη φορά στο Top Of The Pops τον Ziggy Stardust, αυτόν που έβλεπε τους U2 να φωτογραφίζονται με φορέματα στο εσώφυλλο του Achtung Baby, αυτόν που άνοιγε το MTV και έπεφτε πάνω στο “Karma Chameleon” του Boy George ή στο videoclip του “In Bloom” με τον Kurt Cobain να φοράει φόρεμα, όταν η έκρηξη του grunge συνέβαινε παράλληλα με την έκρηξη της ακμής στα μούτρα του. Μπορεί ο Mac Bolan το 1973 να δήλωνε «Το Glam Rock πέθανε!» αλλά η θεατρικότητα και η φαντασία που αιμάτωναν τον πυρήνα της ύπαρξής του, πάντα επιστρέφει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Άλλωστε, όπως λέει ο William Shakespeare στον «Έμπορο της Βενετίας» μέσα από τα λόγια του Bassanio «ο κόσμος πάντα θα εξαπατάται με στολίδια».
[Αναδημοσίευση από το SONIK]