Προσαρμοσμένη αναδημοσίευση από την ειδική έκδοση του περιοδικού Sonik "Pink Floyd: A Storyful of Secrets"
Μια κρύα ημέρα του Νοεμβρίου του 1979, ένας αλλόφρονας νεαρός Βρετανός μπαίνει στο σχολείο του Islington Green, στο προάστιο Islington στο Λονδίνο, ζητώντας να δει τον καθηγητή μουσικής. «Είμαι από το διπλανό στούντιο ηχογράφησης, το Britannia Row και επιθυμώ να πάρω κάποια από τα παιδιά σας για να κάνουν φωνητικά σε ένα τραγούδι», λέει ο Nick Griffiths στον δάσκαλο Alun Renshaw. «Βεβαίως, να σας εξυπηρετήσουμε», του απατάει ο καθηγητής, «αλλά για τι είδους τραγούδι τα χρειάζεστε»; «Είναι για ένα ροκ τραγούδι από το νέο άλμπουμ των Pink Floyd», απαντάει ο Griffiths, μηχανικός ήχου του συγκροτήματος. Ο –ανοικτόμυαλος– καθηγητής, αφού πρώτα συμβουλεύτηκε την γυμνασιάρχη Margaret Maden, μάζεψε 23 παιδιά, στων όποιων τις φωνητικές ικανότητες είχε εμπιστοσύνη, και τα παρέδωσε στον μηχανικό ήχου.
«Αρχικά σκέφτηκα από μέσα μου “Πινκ τι; Ποιοι είναι τούτοι”», σημειώνει ο, τότε 13χρονος Peter Thorpe, «αλλά ήμουν τόσο αθώος εκείνη την εποχή και τόσο διατεθειμένος να τραγουδήσω οτιδήποτε, που δέχτηκα». Αντιθέτως, η επίσης μαθήτρια της Β’ Γυμνασίου, Sybilla Agasee, όχι μόνο γνώριζε ποιανών το κομμάτι θα τραγουδούσε, αλλά ήταν εκστασιασμένη: «Tους είχα ακούσει και λάτρευα το Dark Side of the Moon, οπότε καταλαβαίνετε τον ενθουσιασμό μου. Κι όταν μπήκαμε μέσα στο στούντιο και περπατήσαμε πάνω σε αυτές τις πανάκριβες μοκέτες, κι είδαμε τα μουσικά όργανα γύρω γύρω, τότε ήταν που πάθαμε πλάκα».
Όταν ο Renshaw είδε τους στίχους που θα τραγουδούσαν οι μαθητές του, για μια στιγμή σκέφτηκε ότι ίσως θα έπρεπε να γυρίσει πίσω και να ενημερώσει τη διεύθυνση του σχολείου. Τι διάολο, μαθητές ενός σχολείου να τραγουδάνε ένα τραγούδι που εναντιώνεται απέναντι στην εκπαίδευση; Ήταν όμως ένας τόσο προοδευτικός άνθρωπος (κάπνιζε μανιωδώς μέσα στην τάξη, η μια στις δυο λέξεις που εκστόμιζε ήταν “for fuck’s sake” και φορούσε πιο στενά τζιν παντελόνια κι από τον Sid Vicious) και βαθιά μέσα του ήθελε να συμμετέχει σε αυτό το μικρό έστω κομμάτι μουσικής ιστορίας που γραφόταν εκείνη τη στιγμή, ώστε αποφάσισε να συνεχίσει κανονικά τη διαδικασία –βασικά, κατάλαβε πως το νόημα των στίχων δεν είναι εναντίον του σχολείου εν γένει, αλλά «τα χώνει» στους δασκάλους εκείνους τους περιορίζουν στους μαθητές τους την ελεύθερη σκέψη.
Οι Pink Floyd ζήτησαν από τα παιδιά της χορωδίας, όλα τους ηλικίας 13-14 ετών, να μην τραγουδήσουν σαν σχολική χορωδία, αλλά σαν να είναι σε ένα σχολικό προαύλιο. «Τραγουδάτε σαν να φωνάζετε με οργή στους καθηγητές σας», τους συμβούλεψε ο Griffiths. «Την ώρα που τραγουδούσαμε, κοιτούσαμε ο ένας τον άλλον συνωμοτικά σαν να λέγαμε μεταξύ μας "Mόλις κάναμε τη δική μας επανάσταση"», τονίζει ο Thorpe. Οι μαθητές ολοκλήρωσαν το δικό τους μέρος, αλλά δεν τους επιτράπηκε να ακούσουν το υπόλοιπο τραγούδι κι έτσι έφυγαν απογοητευμένα, ενώ κάποια απ’ αυτά ζήτησαν να γνωρίσουν τους ίδιους τους Pink Floyd, πράγμα αδύνατο, αφού και τα τέσσερα μέλη βρίσκονταν τότε για ηχογραφήσεις στο Λος Άντζελες.
Επίσης, τους ενημέρωσαν πως δεν θα μπορούσαν να εμφανιστούν ούτε στο συνοδευτικό βιντεοκλίπ του τραγουδιού επειδή δεν ήταν μέλη της Βρετανικής Ένωσης Ηθοποιών Actor’s Equity Association, οπότε στο promo video εμφανίζονται κάποιοι συνομήλικοί τους μαθητές δραματικής σχολής, οι οποίοι απλά έκαναν lip-sync.
Η μόνη τους αμοιβή ήταν, στο καθένα από τα 23 παιδιά, από ένα εισιτήριο για την επομένη συναυλία της μπάντας στο Earl’s Court του Λονδίνου, από ένα αντίτυπο του άλμπουμ The Wall, καθώς κι από ένα 45αρι single του “Another Brick In The Wall”. Κυρίως, δε, είχαν μια υπέροχη ιστορία να διηγούνται στα δικά τους παιδιά, μια ιστορία όμως για την όποια δεν υπήρχε καμία ονομαστική απόδειξη πως όντως συμμετείχαν: τα ονόματα των 23 μαθητών δεν αναφέρονταν πουθενά στο δίσκο ενώ δεν είχε υπογραφεί κανένα συμβόλαιο για τα δικαιώματά τους επί των πωλήσεων και έτσι η μοναδική αμοιβή που δόθηκε από το μάνατζμεντ του συγκροτήματος ήταν ένα χρηματικό ποσό ύψους 1.000 λιρών, το οποίο χρησιμοποιήθηκε για τις ανάγκες του Τμήματος Μουσικής, και αργότερα ένας πλατινένιος δίσκος, που βρίσκεται ακόμη και σήμερα κορνιζαρισμένος στο γραφείο του λυκειάρχη.
Και παρά το γεγονός ότι όλοι οι εμπλεκόμενοι με τη μουσική βιομηχανία είναι σίγουροι ότι οι Floyd έδωσαν ως αμοιβή αυτό που άξιζαν τα παιδιά (ένας session μουσικός θα έπαιρνε, αναλογικά, περίπου τα ίδια χρήματα για να παίξει, π.χ. ένα σόλο κιθάρας σε ένα τραγούδι), τον Νοέμβριο του 2004 κάποια από τα 23 παιδιά απαίτησαν κάποιες χιλιάδες λίρες ως αμοιβή, χάρη στις προσπάθειες του Peter Rowan, εκπροσώπου της εταιρείας πνευματικών δικαιωμάτων RBL Music, ο οποίος υποστήριξε πως βάσει ενός νέου νόμου περί πνευματικών δικαιωμάτων του 1997, γνωστός κι ως Copyright Act 1997, οι μαθητές από τις ραδιοφωνικές μεταδόσεις του τραγουδιού δικαιούνταν ο καθένας τους από ένα ποσό της τάξεως των 500 λιρών.
Με αφορμή αυτό, το BBC One έκανε πριν μερικά χρόνια μία εκπομπή με τίτλο “One Life: The Brick In The Wall Kids”, αφιερωμένη στα παιδιά που συμμετείχαν στη χορωδία, ερευνώντας πού είναι σήμερα κάποια απ’ αυτά. Η Sybilla Agasee, λοιπόν, είναι δικηγόρος και συνέταιρος σε μια νομική φίρμα, ενώ στον ελεύθερο της τραγουδάει σε ένα ερασιτεχνικό συγκρότημα, η Tabitha Mellor είναι δασκάλα, η Caroline Greeves είναι δημόσιος υπάλληλος, ενώ ο Peter Thorpe εργάζεται σε έναν φιλανθρωπικό οργανισμό. Κανείς απ’ αυτούς δεν γνωρίζει για την τύχη των υπολοίπων συμμαθητών τους. «Είναι λίγο περίεργο το γεγονός πως όχι μόνο δεν μπορούμε να θυμηθούμε πλέον πως έμοιαζαν φατσικά, αλλά δεν μπορούμε καν να τους εντοπίσουμε», λέει η Sybilla, που προσβλέπει σε ένα reunionτης «φουρνιάς» των σημερινών 47αρηδων που τραγούδησαν σε ένα από τα σημαντικότερα τραγούδια της ροκ ιστορίας.
Η γυμνασιάρχης τους, Margaret Maden, είναι σήμερα κοντά στα 80 της χρόνια, διακεκριμένη καθηγήτρια του πανεπιστημίου της Οξφόρδης, έχοντας αφήσει πίσω της και μια σειρά σημαντικών βιβλίων με θέμα τη σύγχρονη παιδαγωγική. Μετά την κυκλοφορία του The Wall, η κριτική που δέχθηκε η ίδια και το σχολείο ήταν πολύ έντονη, με την Ανώτατη Εκπαιδευτική Αρχή του Λονδίνου να χαρακτηρίζει το γεγονός «σκανδαλώδες». «Ήταν σαν να κατέρρευσε ολόκληρος ο κόσμος πάνω μου. Ήταν πραγματικά πολύ δύσκολο να αντέξω τόση αρνητική κριτική επειδή είχαμε κοπιάσει πολύ γι’ αυτό το σχολείο», λέει η πρώην γυμνασιάρχης.
Ο επίσης 80άρης Alun Renshaw έχει μετακομίσει από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 στην Αυστραλία, απηυδισμένος με το βρετανικό εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο «γινόταν ολοένα και πιο συντηρητικό» - δικαιώνοντας και τους ίδιους τους Pink Floyd για τους στίχους του τραγουδιού. Μένει μόνιμα στο Σύδνεϋ κι έχει ιδρύσει τη δική του μικρή δισκογραφική εταιρεία με την επωνυμία Sonar Music Products, ενθαρρύνοντας νεαρούς μουσικούς της χώρας να ανεβάζουν τα τραγούδια τους στην ιστοσελίδα της. «Ο Alun είχε την καλύτερη δυνατή επιρροή στα παιδιά. Το βλέπω τώρα πως ο άνθρωπος αυτός κατάφερε κι έκανε τη διαφορά στη ζωή τους», καταλήγει η Maden για τον Renshaw.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στην ειδική έκδοση του περιοδικού Sonik, Pink Floyd: A Storyful of Secrets, που κυκλοφόρησε το 2014.
Μπορείτε να το αποκτήσετε πατώντας εδώ.