φωτογραφίες: Θάνος Λαΐνας (5), Νίκος Ζαραγκόπουλος (7)
Πέρασαν σχεδόν 30 χρόνια (όσα δεν έφτασαν να ζήσουν ο 2Pac και ο Notorious B.I.G., όταν δολοφονήθηκαν) από τότε που το hip hop άρχισε να μιλάει ελληνικά. Λίγο νωρίτερα, μερικές αθηναϊκές και πειραιώτικες παρέες είχαν αρχίσει να ακούν τη μουσική των αμερικανικών βάσεων στα Σούρμενα, αλλά και να αλληλεπιδρούν με το προσωπικό τους στις ντισκοτέκ της εποχής.
Το ραδιόφωνο και οι ντισκοτέκ της παραλιακής (όπου θα κυκλοφορούσε και κανένα ναυτάκι ζουμπουρλούδικο, για να θυμηθούμε και την πρώτη έγχρωμη ταινία του ελληνικού κινηματόγραφου –με τον τόνο εκεί που μπήκε, επίτηδες) βάφτισαν το κοινό στους ρυθμούς που ξεπήδησαν από την άλλη πλευρά του κόσμου. Στα πλαίσια της μεταπολιτευτικής επικυριαρχίας του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και της Ρίτας Σακελλαρίου (αγαπημένης των πρωτοκλασάτων στελεχών της εποχής), το punk, το post-punk και σε πολύ μικρότερο βαθμό το hip hop, αποτέλεσαν μορφή μουσικής «αντίστασης» στα κυρίαρχα ρεύματα της εποχής: το λαϊκό (ελαφρύ ή βαρύτερο) και τη disco.
Η πρώτη εκείνη γενιά έβγαλε όλους αυτούς που γνωρίσαμε στη δισκογραφική έκρηξη του ελληνόφωνου hip hop κατά τη δεκαετία του 1990. Όταν η ελληνική βιομηχανία «ξύπνησε», ακριβώς γιατί στα παγκόσμια charts της εποχής μεσουρανούσε το αμερικανικό hip hop, η πρώτη παρέα χιπχοπάδων Αθήνας, Πειραιά και περιχώρων γέννησε τους FF.C, τους Active Member, τους Goin’ Through, τους Terror X Crew, τους Razastarr, τους Νέβμα και τα Ημισκούμπρια. Τhe rest is history, που λέμε και στο χωριό μου.
Κοινό όλων αυτών των σχημάτων –πέρα από λάθη, παραλείψεις, ίντριγκες, τσακωμούς και πάει ραπάροντας– είναι πως όλοι, ανεξαιρέτως, υπήρξαν fans της hip hop μουσικής (και μουσικόφιλοι εν γένει) και ανδρώθηκαν σε μια εποχή δύσκολη, χωρίς διαδίκτυο, ως προς την εύρεση επιρροών. Υπήρξαν επίσης, πριν σπάσουν, μια κοινή παρέα: οι δίσκοι, οι κασέτες και τα πρώτα CDs που έγιναν διαθέσιμα, μοιράζονταν μεταξύ των. Γι’ αυτό και στη συνέχεια (στην εποχή της δισκογραφίας τους) έγινε ξεκάθαρο από τον χαρακτήρα που πήρε ο καθένας στη θεματολογία και στον ήχο του, και το πού κινήθηκαν και από τι επηρεάστηκαν. Αρκεί να ξέρεις από hip hop και να ακούσεις τους δίσκους τους, για να το καταλάβεις αμέσως.
Από τότε το ελληνόφωνο hip hop πέρασε μια ταχεία φάση ενηλικίωσης και ωρίμανσης, η οποία δεν ακολούθησε μόνο τις τάσεις του είδους παγκοσμίως, αλλά και τις εξελίξεις στην τεχνολογία και στα επιμέρους μοντέλα της δισκογραφικής βιομηχανίας. Το ελληνόφωνο hip hop βαφτίστηκε σε «εμπορικό» και «underground», σε πολιτικοποιημένο ή μη –και σε ό,τι άλλο τέλος πάντων προέκυπτε από την εξελικτική του πορεία στον ελλαδικό χώρο.
Η αυθεντική αλληλεπίδραση μεταξύ φίλων και γνωστών από διάφορες αθηναϊκές γειτονιές αντικαταστάθηκε από το MySpace και τα online forums, στα οποία η μουσική έγινε αντικείμενο πρώιμου downloading σε ψηφιακή μορφή, παρεχόμενη δωρεάν. Τα συγκροτήματα της πρώτης φουρνιάς κατακερματίστηκαν και η δισκογραφική βιομηχανία άλλαξε προτεραιότητες. Όσοι συνέχισαν μαζί της δεν κατόρθωσαν να διατηρήσουν τη δυναμική επιτυχία της πρώτης –χρονικά και συγκυριακά– απόπειρας, ενώ τα σημάδια της επερχόμενης κρίσης γέννησαν και το φαινόμενο μιας περίεργης διαδικασίας εμπορευματοποίησης του ελληνόφωνου hip hop, το οποίο μπήκε με τα τσαρούχια στη διαδικασία της «crossover επιτυχίας», με καλλιτέχνες του είδους να εμφανίζονται σε σχήματα της αθηναϊκής νύχτας, λαϊκών και pop αστέρων.
Η κρίση του 2008 διέλυσε τελείως τον επαγγελματικό προσανατολισμό όσων ασχολούνταν με το είδος. Η δε οικονομική ύφεση των επόμενων χρόνων σφραγίστηκε κι από ένα τραγικό γεγονός: τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, ενός καλλιτέχνη του είδους, από μέλη του νεοναζιστικού μορφώματος της Χρυσής Αυγής.
Όλα αυτά τα χρόνια συνέβησαν βέβαια στην Ελλάδα πολλά παράδοξα. Ενώ το hip hop αναπτυσσόταν παγκόσμια και τοπικά, διαδιδόταν και «κανονικοποιούνταν» στις συνειδήσεις των ακροατών –με τους γηγενείς καλλιτέχνες να διατηρούν, σε γενικές γραμμές, τις αντένες τους ανοικτές για τις διεθνείς τάσεις– σε επίπεδο δημόσιας σφαίρας, κάλυψης και Μ.Μ.Ε., δεν υπήρξε συνεπακόλουθη πρόοδος (με ελάχιστες εξαιρέσεις). Τα στερεότυπα τύπου «αυτοί φοράνε φαρδιά και κάνουν yaw yaw» παρέμειναν σε υψηλά ποσοστά στα μάτια του μέσου Έλληνα, ενώ η λογική «ο ράπερ είναι αυτός που βγαίνει πριν τον μπουζουξή» προσέδωσε ένα τερατώδες φίλτρο πρόσληψης σε όποιον έκανε επιτυχία στο mainstream ακροατήριο.
Στην Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ ένα αμιγώς hip hop ραδιόφωνο, ένα αμιγώς hip hop έντυπο ή μια σοβαρή προσπάθεια να αναλυθεί το φαινόμενο και να καλυφθεί αυτή η μουσική, πέραν μικρών κοινοτήτων ή εξαιρέσεων. Κι όταν ακόμα συνέβαινε κάτι τέτοιο, το αποτέλεσμα δεν ήταν καθοριστικό επί του παραδείγματος. Ακριβώς γιατί εκείνοι που ενορχήστρωναν τις προσπάθειες το έκαναν με την λογική της αρπαχτής ή απλά το ενέτασσαν –με κάποιον τρόπο- στις υπάρχουσες εκδόσεις, σε ραδιοφωνικά προγράμματα ή σε διαφημιστικές πρακτικές. Όσοι δε το έπρατταν, σε επίπεδο στελέχωσης, δεν ξέφευγαν από τη λογική του fanbase.
Αλλά το 2019 φτάσαμε σε ένα σημείο όπου η κληρονομιά 30 χρόνων ελληνόφωνου hip hop γέννησε –ελέω και της διεθνούς απήχησης του trap ήχου– μια de facto κατάσταση πρωτοκαθεδρίας. Παγκόσμιας, μα και τοπικής. Εξαιτίας επίσης της αντικειμενικής οικονομικής συνθήκης στη χώρα, ο επαγγελματισμός στο κομμάτι του hip hop επισυνέβη οργανικά. Λόγω μέσων (υπηρεσίες streaming, ΥοuTube, κ.ο.κ.), αλλά και λόγω έλλειψης εναλλακτικής επιλογής, μιας και η δισκογραφία δεν είναι πλέον αυτή του 1987 ή του 1998.
Σε έναν άξονα κατανομής που εκτείνεται από τον Sin Boy μέχρι τον ΛΕΞ, ο ακροατής του ελληνόφωνου hip hop (με πιουριστικούς ή μη όρους, ως προς το ίδιο το είδος) μπορεί να ακούσει ό,τι πραγματικά επιθυμεί. Συνυπάρχει ο Mad Clip με τους Λόγος Τιμής και ο iLLEOo με το δίδυμο των Zorro & Buzz. Υπάρχει hip hop με tour dates για κάθε μπιτσόμπαρο (κυριολεκτικά) της ελληνικής επαρχίας και hip hop για συναυλίες σε χώρους όπως η Πετρούπολη και το γήπεδο του Σπόρτινγκ, που γίνονται sold-out, προσελκύοντας αριθμούς που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε σε μεγάλες μπάντες του εξωτερικού.
Ακούς για flex, χρυσές αλυσίδες, ναρκωτικά και shooters, όπως ακούς και για την εγκατάλειψη στο γκρίζο των προαστίων των μεγάλων πόλεων ή για τη φτώχεια, η οποία μαστίζει μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας. Η δε κανονικοποίηση του είδους συντελείται πλέον και με κανάλια στο YouTube που εξειδικεύονται σε εκπομπές για το είδος, σε sponsorships, σε στοιχειώδη επένδυση ακόμη και στο Instagram, το οποίο αναπαράγει clout stories, beefs και ιστορίες που θα ζήλευε και το Vlad TV. Εκτείνεται ακόμα και σε εκπομπές και ρεπορτάζ τηλεοπτικών σταθμών –στον βαθμό που κάποιος εξακολουθεί να παρακολουθεί αυτήν την ελληνική τηλεόραση, που έχει ξεμείνει στο 2002.
Από τον Sin Boy έως τον ΛΕΞ, η αισθητική αποκτά λοιπόν διάφορες μορφές. Ο ήχος και ο στίχος καλύπτουν όλα τα γούστα και σε, επαγγελματικό επίπεδο, ο καθένας παίρνει τη θέση που του αναλογεί στο στασίδι και προχωρεί· όπως κρίνει, νομίζει ή του υπαγορεύει η προσωπικότητά του, το ταλέντο, και το αξιακό του σύστημα. Εδώ όμως υπάρχει κι ένα ποιοτικό στοιχείο, το οποίο πρέπει να αναγνωρίσουμε. Που είναι μάλιστα κοινό, όπως ακριβώς ήταν κοινές και οι παρέες των πρώτων συγκροτημάτων του είδους στην Ελλάδα. Και οι μεν και οι δε, δηλαδή, κατορθώνουν να βλέπουν το hip hop ως πλήρη απασχόληση, η οποία –ανεξαιρέτως των πραγματικών εσόδων ή της περιρρέουσας υπερβολής– τους επιτρέπει να ασχολούνται επαγγελματικά μόνο με αυτό. Κοινώς, να ζούνε από αυτό. Χωρίς άλλη δουλειά. Όπως ζει ένας δικηγόρος, ένας μηχανικός, ένας ντελιβεράς ή ένας σερβιτόρος.
Για οποιονδήποτε ακούει, νιώθει ή έχει επηρεαστεί από αυτήν τη μουσική σε προσωπικό επίπεδο για πάνω από δύο δεκαετίες –όπως και ο γράφοντας– κάτι τέτοιο αποτελεί σπουδαία δικαίωση. Δικαίωση, το σημείο εστίασης της οποίας δεν εδράζεται στην αισθητική αποτίμηση του ελληνόφωνου hip hop από μουσικογραφιάδικη σκοπιά ή προσωπικά γούστα. Καλό είναι πάντως, όταν αυτή γίνεται στη δημόσια σφαίρα, να συμβαίνει με επιχειρηματολογία και με γερή γνώση του είδους. Με στοιχειοθέτηση. Είναι όμως και δικαίωση που δεν πρέπει να επηρεάζεται από περιττή ηθικολογία για το αν δικαιώθηκε «ο Αλβανός από τον Περισσό» (σ.σ. ο Sin Boy είναι αλβανικής καταγωγής και μεγάλωσε σε αυτήν τη γειτονιά της Αθήνας) ή αν ο ΛΕΞ «είναι ανήθικος, γιατί ραπάρει για φτώχεια, ενώ στα live του βγάζει χιλιάρικα». Τότε δεν θα μιλάμε για δικαίωση, αλλά για επανάληψη· και μάλιστα με τη μορφή της χειρότερης δυνατής υποκρισίας, της χειρότερης νεοελληνικής νοοτροπίας.
Μιας νοοτροπίας που είδαμε διαχρονικά να ενυπάρχει σε κάθε έκφανση επαγγελματισμού, σε όποιον ασχολήθηκε στην Ελλάδα με τη μουσική βιομηχανία. Από οποιοδήποτε πόστο. Δικαίωση, επίσης, θα αποτελεί όχι μόνο η κανονικοποίηση και περαιτέρω εμπέδωση του hip hop, αλλά και η αποφυγή του να καταστούν οι καλλιτέχνες του αντικείμενο εκμετάλλευσης. Η υπερβολή υπήρξε, διαχρονικά, ταυτόσημη του ελληνόφωνου hip hop. Κάθε είδους υπερβολή. Συνεπώς, το να δούμε καθώς προχωρούν τα πράγματα δολοφονίες Ελλήνων hip hop καλλιτεχνών, δεν είναι κάτι που θα επιθυμούσε κανείς. Αμερικάνικο το hip hop, αλλά δεν είμαστε για drive-by shootings. Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα, από νεοναζί, ας αποτελεί τον τελευταίο άδικο χαμό εγχώριου hip hop καλλιτέχνη.
Τέλος, ας μην αποτελεί μια τέτοια δικαίωση άλλοθι για «αποψάρες». Και αναφέρομαι σε αυτές τις απόψεις που εκφράζονται ή καταγράφονται για το ελληνόφωνο hip hop, οι οποίες ζέχνουν από τη σαπίλα του ανέξοδου αριστερισμού, από τη βρώμα του indie ελιτισμού –είτε περί (εύκολου) εναλλακτικού θριάμβου, είτε για (εύκολη) γελοία καταδίκη– και από τον βόρβορο του υστερόβουλου «είδα φως και μπήκα». Ας το θυμούνται όσοι σχολιάζουν δημοσίως τις σύγχρονες εκφάνσεις του ελληνόφωνου hip hop. Από τους γράφοντες (Μ.Μ.Ε.), τους καταγράφοντες (το κοινό, δηλαδή), ως και τους ίδιους τους καλλιτέχνες, παλιούς και νέους.
Φέτος το ελληνόφωνο hip hop είναι, αισίως, 30 χρονών. Και μαζί του, καλλιτέχνες κι ακροατές, σε κάθε αισθητική του έκφανση, δημιουργούν μια πρωτόγνωρη συνθήκη για τα πολιτιστικά δρώμενα της μεταπολιτευτικής Ελλάδας: κυριαρχούν. Προσδίδοντας στο κεφάλαιο ελληνικό τραγούδι μια νέα πτυχή, την οποία ο ιστορικός του μέλλοντος οφείλει να καταγράψει στην πληρότητά της. Πριν το hip hop μιλήσει ελληνικά, σε κάθε είδος ελληνόφωνης μουσικής, από το λαϊκό μέχρι το punk, υπήρξαν διάφορες μορφές επιβατών, που πήδηξαν στα εκάστοτε τρένα. Διαφορετικοί σταθμοί και διάφορες μηχανές. Ενίοτε, και εκτροχιασμοί. Όμως οι ράγες στο ελληνικό hip hop συνδέουν πλέον κάθε γωνιά της Ελλάδας. Και, όπως και στα σιδηροδρομικά δίκτυα, στις διασταυρώσεις μπορεί να συναντηθεί και ο Sin Boy με τον ΛΕΞ. Παρά τα αντίθετα δρομολόγια.
{youtube}1jVR1Z7qILM{/youtube}