Το πιο σημαντικό γεγονός στον κόσμο της μουσικής το διάστημα 1996/2014, ήταν η μετάβαση που συνέβη –και συνεχίζει να συμβαίνει– από τον κλασικό τρόπο διανομής της ηχογραφημένης μουσικής (η οποία σημάδεψε τον 20ο αιώνα) στο νέο, ρευστό σκηνικό.
Όλοι νιώσαμε με πόσο ριζικό τρόπο αυτή η μετάβαση άλλαξε τη σχέση των μουσικών με το κοινό τους και με τις δισκογραφικές εταιρείες, οι οποίες μεσολαβούσαν στη συγκεκριμένη σχέση. Σε συνδυασμό δε με τον ψηφιακό τρόπο ηχογράφησης που εξαπλώθηκε τη δεκαετία του 1990, αναδείχθηκε ένα εντελώς διαφορετικό τοπίο, στο οποίο οι νέοι (κυρίως) μουσικοί μπορούσαν να ηχογραφήσουν με μεγαλύτερη ευκολία· πράγμα που έφερε στα αυτιά μας υπέροχη μουσική, η οποία δεν είχε χρειαστεί να υποστεί την κρισάρα των στελεχών των δισκογραφικών. Αναδύθηκε ένα νέο είδος DIY: και το πιο αξιόλογο κομμάτι της καινούριας μουσικής έχει περάσει ή συνεχίζει να περνάει μέσα από αυτό.
Παίζουμε μουσική πολλά χρόνια, ξεκινήσαμε μια εποχή όταν σχεδόν δεν υπήρχε ηχογραφημένη μουσική δίχως εταιρείες και τώρα συνεχίζουμε στην εποχή του file sharing, σε ένα περιβάλλον όπου όσες εταιρείες έχουν απομείνει δεν ξέρουν ποιος ακριβώς είναι ο ρόλος τους. Κατά μία έννοια, οι μουσικοί βρέθηκαν με όλον τον κόσμο στα πόδια τους∙ μέσα από το διαδίκτυο μπόρεσαν να έρθουν σε άμεση επαφή με το κοινό τους, να γίνουν παραγωγοί, promoters και διακινητές του έργου τους, ενώ και η ζωντανή μουσική πήρε τα πάνω της. Πολύ γρήγορα, πάντως, όλοι καταλάβαμε ότι αυτός ο κόσμος είναι τόσο χαώδης, ώστε η εστία του βλέμματος μπορεί πολύ εύκολα να χαθεί: η ίδια η πολυμορφία του τον καθιστά σχεδόν δυσπρόσιτο.
Πάνω σ’ αυτήν τη διαπίστωση χτίζεται λοιπόν η νέα μουσική βιομηχανία. Τα επόμενα χρόνια θα δείξουν αν θα καταφέρει να ανανεώσει τον διαμεσολαβητικό της ρόλο, τιθασεύοντας αυτήν την κοσμογονία, ή αν η νέα, πιο άμεση σχέση μεταξύ μουσικού και ακροατή θα επιβάλλει τους δικούς της όρους.
Αλέξης Καλοφωλιάς,
εκ μέρους των Last Drive