Ημερομηνία πρώτης δημοσίευσης: 26/1/2016
Του χρόνου συμπληρώνει 50 χρόνια στο τραγούδι, έχοντας εκδώσει περισσότερους από 100 προσωπικούς δίσκους και μετρώντας αναρίθμητες συμμετοχές σαν ερμηνευτής, οργανοπαίχτης και παραγωγός σε δουλειές άλλων. Παράλληλα, παραμένει ενεργός και δημιουργικός κυκλοφορώντας νέο υλικό και συνεχίζοντας να τραγουδά ζωντανά (με μία υπερφυσική θαρρείς ικανότητα), όταν υπάρχουν οι σωστές αφορμές και οι κατάλληλες συνθήκες. Σήμερα μάλιστα και αύριο θα βρίσκεται στο Παλλάς με τη Μαρία Φαραντούρη και τη Συμφωνική Ορχήστρα Δήμου Αθηναίων –υπό τη διεύθυνση του Λουκά Καρυτινού– ενώ την Παρασκευή 29 Ιανουαρίου κάνει πρεμιέρα στο PassPort Κεραμεικός με τον Μίλτο Πασχαλίδη και την Εστουδιαντίνα (όπου θα βρίσκεται και το Σάββατο 30/1 και ξανά μετά 12 & 13 Φεβρουαρίου).
Κάθε φορά που συναντώ τον Γιώργο Νταλάρα, έρχομαι αντιμέτωπος με μια αντίφαση: είναι διαφορετική η εικόνα που επικρατεί για εκείνον (η δημόσια, δηλαδή) από αυτή την οποία αντιλαμβάνομαι ιδίοις όμμασι. Κι αν με ρωτούσατε τι είναι τελικά εκείνο που τον χαρακτηρίζει, εύκολα θα σας απαντούσα ότι πρόκειται για έναν άνθρωπο που ζει και αναπνέει για τη μουσική και το τραγούδι. Επιβεβαιώνει λοιπόν το γνωμικό που προτρέπει να κάνουμε επάγγελμα την αγάπη μας, προκειμένου να μη νιώσουμε ποτέ ότι δουλεύουμε. Γιατί δεν δουλεύει ο Νταλάρας. Απολαμβάνει το ταξίδι του αφοσιωμένος στα όργανά του, στους μουσικούς του, στους εκάστοτε συνοδοιπόρους του, στη μελέτη του. Εκκινώντας πάντοτε για έναν καινούριο προορισμό, ένα νέο λιμάνι, το οποίο θα τον φιλοξενήσει για λίγο μέχρι να ξεκινήσει και πάλι για διαφορετικούς προορισμούς...
Φωτογραφίες: Ελευθέριος Σιγαλός (1,4), Ανδρέας Σιμόπουλος (2,3), Αφροδίτη Χουλάκη (5,6)
Η σύνθεση του σχήματος στο PassPort Κεραμεικός (Εστουδιαντίνα & Μίλτος Πασχαλίδης) δεν εμφανίζεται πρώτη φορά, την είχαμε δει και στο Badminton το 2014. Τι ομοιότητες και τι διαφορές θα έχουν «Τα Τραγούδια στο Δρόμο» με εκείνη τη συναυλία;
Οι ομοιότητες αφορούν κυρίως τον ήχο, μια και θα παίξει η Εστουδιαντίνα. Οι διαφορές όμως είναι αρκετές. Στο Badminton γιορτάστηκαν τα 15 χρόνια της Εστουδιαντίνας, τώρα η προσέγγιση είναι αντίστροφη. Θα παίξει δηλαδή η Εστουδιαντίνα τραγούδια που θα διαλέξουμε από το δικό μας ρεπερτόριο ή και άλλα τραγούδια, ακόμα και του κόσμου –μεσογειακές μπαλάντες ας πούμε, ή βαλκανικά. Έχω πια την πεποίθηση, δουλεύοντας μ’ αυτήν την ορχήστρα, ότι αυτοί οι μουσικοί γνωρίζουν την παράδοση και τη χειρίζονται δυναμικά και χωρίς συμπλέγματα.
Είναι κάτι που ήθελα πάντα να γίνεται, ακόμα και στις παραγωγές που κάναμε μαζί. Μεταφέρουμε δηλαδή, εκφραστικά, στο σήμερα, εκείνα που μελετήσαμε και μάθαμε απ’ την παράδοση. Επιμένω σ’ αυτό. Ο ερμηνευτής, ο μουσικός, πρέπει πάντα να έχει σημείο αναφοράς: να γνωρίζει καλά σε ποιο υλικό πατάει για να μπορεί να το μετασχηματίσει σε δική του έκφραση. Το ίδιο γίνεται σ’ όλες τις τέχνες. Πάρτε παράδειγμα το θέατρο. Υπάρχουν παραστάσεις σύγχρονων σκηνοθετών που αποδομούν αρχικό κείμενο και κλασικές σκηνοθεσίες, βασισμένοι όμως στις αρχές της «κλασικής» σκηνοθεσίας. Και υπάρχουν άλλοι που δεν πατάνε πουθενά και απλώς –χάριν του μοντέρνου και του ξαφνιάσματος– μένουν μόνο στο στοιχείο της πρόκλησης.
Το λέτε με κάποια συγκεκριμένη αφορμή; Είδατε κάποια παράσταση;
Είδα μια παράσταση του Φάουστ πολύ σύγχρονη, σκηνοθέτης ήταν η Κατερίνα Ευαγγελάτου. Δεν το ξέρω το κορίτσι, έμαθα ότι είναι η κόρη του Σπύρου μετά. Παρότι ακολούθησε μια πολύ μοντέρνα προσέγγιση, η παιδεία και οι γνώσεις της ήταν πολύ διακριτές στο αποτέλεσμα. Αυτό για μένα έχει τεράστια σημασία στην τέχνη και ιδιαίτερα στην μουσική, για την οποία μιλάμε. Ο Μίλτος Πασχαλίδης, για να πάμε και στα δικά μας, ανήκει θα μπορούσαμε να πούμε στη νέα σκηνή, των τραγουδοποιών. Είναι όμως εμφανείς οι καταβολές του. Και από τους Χαΐνηδες και από την τέχνη της κιθάρας, που είναι το όργανό του. Είχα τη χαρά να το διαπιστώσω και στις συναυλίες με την Εστουδιαντίνα, αλλά και στη συνεργασία μας με τα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη στο Μέγαρο.
Κρατάει χρόνια, εντωμεταξύ, η σχέση σας με την Εστουδιαντίνα...
Ξέρετε, όταν παίξαμε στην Αθήνα για πρώτη φορά, στο θέατρο Βράχων –γιατί είχα παίξει μαζί τους στον Βόλο ήδη νωρίτερα– είπα: ακούστε, γιατί για εσάς αυτοί οι άνθρωποι είναι καινούργιοι, είναι καινούργια και αυτή η ιδέα. Όχι σαν ιδέα ορχήστρας, αλλά σαν πρόθεση. Σαν ιδέα του να γίνει η πρόθεση πράξη, αυτό εννοούσα. Σε λίγα χρόνια (είχα πει τότε) θα μιλάτε όλοι για τη συγκεκριμένη ορχήστρα. Και μου γράψανε μερικοί έπειτα: ο Νταλάρας με τις υπερβολές του θέλει να καπελώσει την προσπάθεια. Αστεία πράγματα. Οι πράξεις όμως των ανθρώπων αναιρούν τη χυδαιότητα και τη λάσπη του ανεμιστήρα.
Ο Δεκέμβριος του 2015 είχε δύο νέες κυκλοφορίες για εσάς: τα Άστεγα του Νίκου Πλατύραχου και την Αμίλητη Ιστορία του Νίκου Πλάτανου με την ποίηση της Ελένης Αρβελέρ. Παράλληλα, εξ όσων μαθαίνω, έχετε άλλους δύο δίσκους έτοιμους (Βαγγέλης Κορακάκης, Ανδρέας Κατσιγιάννης), αν όχι τρεις (Στέλιος Βαμβακάρης). Μοιραία δύο είναι οι ερωτήσεις: πότε τα προλαβαίνετε όλα τούτα και πώς θα μπορέσετε να επικοινωνήσετε/υποστηρίξετε αυτές τις εργασίες ζωντανά;
Ναι, ναι κάνω πολλά. Είμαι εδώ και σχεδόν 2 χρόνια στο στούντιο και θα συνεχίσω, όσο αντέξω. Η Αμίλητη Ιστορία και Τ’ Άστεγα έχουν ήδη κυκλοφορήσει. Οι δίσκοι του Βαγγέλη και του Ανδρέα είναι έτοιμοι και, ναι, θα μπούμε στο στούντιο και με τον Στέλιο, ενώ ετοιμάζουμε και δύο ακόμα δουλειές, που θα μου επιτρέψετε να μην ανακοινώσω ακόμα, γιατί δεν είναι ολοκληρωμένες. Το πώς θα τα επικοινωνήσω, από πλευράς προβολής, δεν είναι καθόλου δική μου δουλειά –και είμαι ευτυχής που έχω κρατήσει την πολυτέλεια να μην το σκέφτομαι.
Αντίθετα, θα τα υποστηρίξω σε ζωντανές συναυλίες με άριστους μουσικούς και με την προϋπόθεση ότι θα έχω και άριστες συνθήκες παραγωγής. Συνεχίζω στο στούντιο και για έναν απλό ακόμα λόγο: δεν ξέρω πόσα χρόνια ακόμη θα μπορώ να τραγουδάω όπως θέλω, σύμφωνα με τα δικά μου κριτήρια. Παράλληλα, θέλω να παίζω σε χώρους οι οποίοι σέβονται το κοινό και δεν είναι πρόχειροι. Χώρους όπου υπάρχει, επίσης, σεβασμός από τον κόσμο προς τη σκηνή.
Συνηθισμένος –και όχι αδικαιολόγητα– στόχος κριτικής έχει γίνει επανειλημμένως η δημοσιογραφία στην Ελλάδα. Προσφάτως, με αφορμή την ιστορία του Φεστιβάλ Αθηνών, ξεκίνησε και μια συζήτηση για το καλλιτεχνικό ρεπορτάζ στη χώρα. Έγραψε κι ένα ενδιαφέρον κείμενο ο Νίκος Μωραΐτης, μάλιστα. Ποια είναι η δική σας σχετική εμπειρία; Εντοπίζετε «ημέτερους» και «αυλικούς» ανάμεσα στους καλλιτεχνικούς συντάκτες;
Δεν ξέρω ακριβώς τι έχει γράψει ο Νίκος. Φαντάζομαι κάτι τεκμηριωμένο, γιατί είναι και καλός συντάκτης και πολύ καλός στιχουργός. Στην ερώτησή σας τώρα, προφανώς υπάρχει αυτό το είδος δημοσιογράφων και στο καλλιτεχνικό ρεπορτάζ και στο πολιτικό και παντού. Εγώ, παρά ταύτα, είμαι ο πλέον ακατάλληλος ν’ απαντήσω, διότι από πολύ νωρίς απομάκρυνα το συγκεκριμένο είδος δημοσιογράφων, αλλά και ανθρώπων. Ούτε τους ήθελα, ούτε με ήθελαν. Οι κάθε είδους παρατρεχάμενοι, μόνο κακό έκαναν στο τραγούδι. Αλλά αυτά που συζητάμε, είναι σαν να παραβιάζουμε ανοιχτές πόρτες. Έχετε δει εσείς ποτέ κανέναν σοβαρό δημοσιογράφο, με τεκμηριωμένη άποψη και γνώση, να γίνεται παρατρεχάμενος ή αυλικός; Ή αντίστοιχα μουσικούς με όραμα και γνώση, να βασίζουν τη δουλειά ή να επηρεάζονται από τις γνώμες των γύρω-γύρω;
Πρόσφατα, στο PassPort Κεραμεικός, συμμετείχατε σε ένα αφιέρωμα στον Σταύρο Κουγιουμτζή που διοργανώθηκε από τον Σύλλογο Αποφοίτων του Μουσικού Σχολείου Πειραιά. Δύο σχετικές ερωτήσεις: βλέπετε να συνεχίζεται η «αλυσίδα» των σπουδαίων μουσικών/οργανοπαιχτών και τραγουδιστών; Εκείνο το βράδυ, επίσης, στο στόμα όλων υπήρχε μία φράση: μακάρι να έκανε ο Νταλάρας μια σειρά εμφανίσεων αφιερωμένες στον Κουγιουμτζή. Τι λέτε, έχουμε καμία ελπίδα;
Είμαι πολύ αισιόδοξος. Βεβαίως συνεχίζεται η αλυσίδα και στους μουσικούς και στους ερμηνευτές και στους τραγουδοποιούς και στους στιχουργούς, με πληθωρική δημιουργία μάλιστα. Σε πείσμα των δυσκολιών και της κατεστραμμένης δισκογραφίας και των κλειστών αυτιών των ιθυνόντων. Αν μπορούμε ακόμη να μιλάμε για ιθύνοντες, δηλαδή, έτσι όπως ποδοπατήθηκε το εύφορο χωραφάκι της ελληνικής μουσικής! Κάνω ό,τι μπορώ να δίνω δύναμη και βήμα σε τέτοιους ανθρώπους. Το θεωρώ υποχρέωσή μου. Ακούστε στις συναυλίες που έρχονται με τον Μίλτο μια νέα κοπέλα με συγκλονιστική φωνή, την Πέλα Νικολαΐδου. Είναι κι αυτός ένας από τους λόγους για τους οποίους ηχογραφώ πολλά τραγούδια, που με ρωτήσατε παραπάνω.
Όσο για τον Κουγιουμτζή, τι να πούμε; Κάθε φορά που τραγουδάω τα τραγούδια του, ανοίγει η ψυχή μας και ομορφαίνει ο κόσμος –και η δική μου και των μουσικών και των ακροατών. Και ναι, είναι κάτι που επιθυμώ πολύ αυτές οι συναυλίες. Υπήρξε και μια πρόταση από το Μέγαρο Μουσικής, να παίξουμε για τα 10 χρόνια. Δεν τα καταφέραμε πέρσι, θα το προσπαθήσουμε οπωσδήποτε φέτος. Υπάρχει παράλληλα και άλλη πρόταση, για μια σειρά συναυλιών-αφιέρωμα στον Κουγιουμτζή, από το PassPort και τον Γιώργο Χουρδάκη.
Ποια είναι εκείνη η συναυλία που παρακολουθήσατε σαν θεατής και σας έχει μείνει αξέχαστη; Και για ποιον λόγο;
Αρκετές, με πρώτη τη συναυλία των Pink Floyd. Επιλέγω αυτή, για την αντίθεσή της. Γιατί είχε και πολύ καλή μουσική και παράλληλα πολύ καλή τεχνική υποστήριξη, θέαμα και φωτιστικά εφέ. Τα οποία δεν υποστήριζαν όμως ένα ανούσιο υλικό, αλλά εξαιρετικούς μουσικούς, με καλά τραγούδια και καταπληκτικό στίχο. Ε, πώς να μην το θαυμάσεις αυτό;
Πώς βλέπετε σήμερα τους άλλους τραγουδιστές της γενιάς σας –τον Γιάννη Πάριο, τη Χαρούλα Αλεξίου, τη Δήμητρα Γαλάνη; Θα μοιραζόσασταν ξανά τη σκηνή μαζί τους;
Τους βλέπω με μεγάλο θαυμασμό, γιατί είναι σπουδαίοι τραγουδιστές. Τους βλέπω όμως και με αγάπη και συγκίνηση, λόγω των ιδιαίτερων σχέσεων που έχουμε από μικροί. Όσο για τη συνεργασία, αυτά δεν προκαταλαμβάνονται. Αν είναι να έρθει, θα έρθει.
Συχνά λέτε ότι η φήμη είναι το χειρότερο πράγμα που σας έχει συμβεί. Σε ποιο κομμάτι των όλων δραστηριοτήτων σας δυσκολεύει περισσότερο;
Στην ώρα της δουλειάς, όχι ιδιαίτερα. Με ενοχλεί όμως πάρα πολύ στη ζωή μου. Κυρίως γιατί υπάρχουν άνθρωποι που δεν με ξέρουν καθόλου από το έργο μου, αλλά από την επωνυμία. Επίσης, η φήμη δημιουργεί και μια ενοχλητική αντίφαση, σχεδόν διαστροφική στον κόσμο. Σε κάποιους, που όσο λιγότερο σε ξέρουν, τόσο περισσότερο «ορκίζονται» για γεγονότα τα οποία περιγράφουν ως πραγματικά –μα είναι φανταστικά ή υποθετικά. Περιγράφουν σημεία και τέρατα. Κυρίως για το κακό, αλλά έχω ακούσει και υπερβολές για το καλό! Αυτή ακριβώς είναι η αρρώστια! Δεν ντρέπονται καθόλου που γίνονται συκοφάντες, ίσως δεν το συνειδητοποιούν καν.
Σας είδα σε μια πρόσφατη συνέντευξή σας με τον Νίκο Πλατύραχο στην τηλεόραση, όπου περιγράφατε τον τρόπο με τον οποίον σας πλησίασε για να ακούσετε τα τραγούδια του και πώς αυτά έφτασαν στην έκδοσή τους. Πόσο εύκολο είναι να σας πλησιάσει ένας νέος μουσικός για να ακούσετε τη δουλειά του; Γίνεται με την ίδια συχνότητα, όπως παλιά; Προλαβαίνετε να τα ακούτε όλα;
Με την ίδια συχνότητα γίνεται. Μερικές φορές αργώ βέβαια να τα ακούσω και τηλεφωνώ μετά από μήνες σε κάποιους ανθρώπους, αλλά πάντοτε το κάνω. Αν με ρωτήσετε, ψυχρά, τι έχω κάνει στην πορεία μου, θα σας απαντήσω: το 50% της δουλειάς μου –έξω από τα τραγούδια που έχω πει, του Κουγιουμτζή και όλα αυτά που ξέρετε– είναι η ανίχνευση που έκανα στον περιβάλλοντα χώρο και η πλάτη την οποία έβαλα σε μερικούς ανθρώπους από τα πρώτα μου βήματα. Από μουσικούς και στιχουργούς, από τραγουδιστές και οργανοπαίχτες κι από συνθέτες μέχρι ενορχηστρωτές και μαέστρους. Κάνω ακριβώς αυτό. Και νομίζω ότι ίσως από αυτή μου τη στάση βγήκε και το χυδαιολόγημα ότι ο Νταλάρας θέλει να τους καπελώσει όλους. Κάθε φορά, όμως, που βρίσκω έναν άνθρωπο που έχει ταλέντο, αισθάνομαι την ανάγκη να είμαι δίπλα του ή να είναι δίπλα μου.
Πρόσφατα, σε μια αμερικάνικη τηλεοπτική εκπομπή, την ώρα που ο Bruce Springsteen τραγουδούσε ένα χριστουγεννιάτικο κομμάτι, εμφανίστηκε στο πλάνο ο Paul McCarntey παίζοντας απλώς ένα ντέφι. Γεγονότα και συνεργασίες σαν αυτό συμβαίνουν συχνά στο εξωτερικό και στη δισκογραφία: σε έναν δίσκο του Tom Petty μπορούμε λ.χ. να δούμε ότι έχει παίξει ο Springsteen κιθάρες σε ένα τραγούδι κ.ο.κ. Για ποιον λόγο δεν συμβαίνει το ίδιο και στη χώρα μας;
Γίνεται, γίνεται και εδώ. Απλώς με την ταχύτητα με την οποία τρέχουν οι πληροφορίες και με την άγνοια ή την ημιμάθεια, δεν τους πολυδίνουμε σημασία. Ίσως αυτό θα ήταν μια ενδιαφέρουσα κουβέντα: ποιοι είναι πραγματικά καλλιτεχνικοί συντάκτες. Που δεν ασχολούνται απλά με την «πρόσοψη» και τα δελτία τύπου; Ξέρετε, αν ψάξετε μέσα στη δισκογραφία, αν τις αναζητήσετε, πόσες συνεργασίες, ντουέτα, παιξίματα και συνευρέσεις υπάρχουν; Εγώ θεώρησα μεγάλη τιμή όταν ο Δημήτρης Μυστακίδης μου ζήτησε να παίξω στη συναυλία του για τα ρεμπέτικα, κυρίως ως μουσικός.