Ημερομηνία πρώτης δημοσίευσης: 1/2/2014
Ολιγομίλητος αλλά συνάμα χειμαρρώδης, ο Χρήστος Νικολόπουλος έχει ζήσει και καταφέρει πολλά στον χώρο του λαϊκού τραγουδιού. Με την ευκαιρία λοιπόν των επερχόμενων εμφανίσεών του στο PassPort (25-26 Φεβρουαρίου, 4-5-11-12 Μαρτίου), καθίσαμε μαζί του ένα ηλιόλουστο σαββατιάτικο μεσημέρι. Στο οποίο δεν μας ανακοίνωσε μόνο ότι δουλεύει σε έναν νέο δίσκο με τον Γιώργο Νταλάρα, αλλά μας μίλησε και για το ένδοξο παρελθόν, το προβληματικό παρόν και το ζοφερό μέλλον του ελληνικού τραγουδιού –όπως και για τα reality, τον Στέλιο Καζαντζίδη, τις πρόσφατες περιπέτειες του Μανώλη Λιδάκη με τη δικαιοσύνη, την κατάπτωση του σύγχρονου ραδιοφώνου αλλά και την οικονομική κρίση…
Όντας άνθρωπος που έχει ζήσει περιόδους οικονομικών στερήσεων σε μικρότερες ηλικίες, πώς βλέπετε την πραγματικότητα που διαμορφώνεται εδώ και περίπου έναν χρόνο στη χώρα μας; Είναι ο νεοέλληνας έτοιμος, ή ακόμα και ικανός, για να διαχειριστεί τις εποχές που έρχονται;
Η οικονομική στενότητα που βλέπουμε τώρα είναι συνέπεια, ανάμεσα και σε άλλους λόγους, της καλοπέρασης και του πολυτελούς βιοτικού επιπέδου που είχαμε μάθει όλοι να απολαμβάνουμε –όπως το να έχουμε τηλεοράσεις σε κάθε δωμάτιο, 2-3 αμάξια για κάθε οικογένεια κ.ο.κ. Κάτι υπερβολικό για μια χώρα γενικότερα, πόσο μάλλον για την Ελλάδα. Κάπως έτσι οδηγηθήκαμε σε αυτή τη μορφή χρεοκοπίας, την οποία οι κυβερνώντες μεν δημιουργήσανε, αλλά ο κόσμος την αισθάνεται από πρώτο χέρι. Μας έπεσε απότομα γιατί είχαμε καλομάθει, ενώ παλιά, όταν είχαμε δεδομένη τη φτώχια, επικεντρωνόμασταν σε άλλα, πιο σημαντικά, πράγματα.
Πώς βλέπετε να έχει επηρεάσει τον χώρο σας η κρίση; Είναι τα πράγματα πλέον δύσκολα και για τη διασκέδαση, την οποία ο Έλληνας πάντα φρόντιζε να διαφυλάττει;
Έχει όντως επηρεάσει τη διασκέδαση. Αλλά η κρίση στα κέντρα υπάρχει εδώ και τουλάχιστον 5 χρόνια, όταν και άρχισε το λεγόμενο «διήμερο». Απλά τώρα τη μία από τις δυο μέρες δεν γεμίζει το μαγαζί. Τα μεγάλα κέντρα, όμως, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα επιβιώσουν. Για τα μικρά κέντρα δεν ξέρω. Αυτά έχουν το μεγάλο πρόβλημα.
Έχετε βιώσει από πρώτο χέρι τις «χρυσές» μέρες του ελληνικού τραγουδιού. Πιστεύετε ότι μπορούμε να ξαναδούμε να γράφονται τέτοια τραγούδια και τον κόσμο να γυρίζει πίσω στο παλιό ελληνικό γλέντι; Ή μήπως εκείνες οι εποχές ήταν άμεσο αποτέλεσμα και των τότε συνθηκών, καθιστώντας ανέφικτο το να ξαναζήσουμε κάτι παρεμφερές;
Δεν πιστεύω ότι θα ξανάρθουν εκείνες οι μέρες –χωρίς να αποκλείω να έρθουν καλύτερες μέρες σε σχέση με τις σημερινές. Χρησιμοποιήθηκαν τα ποιήματα, βγήκαν μεγάλοι δημιουργοί, ενώ τώρα βλέπουμε τα πράγματα να είναι επιδερμικά. Μέσα σε όλο αυτό το συνονθύλευμα δεν αποκλείεται πάντως να υπάρχουν και άξιοι άνθρωποι. Αλλά πλέον έχουν να αντιμετωπίσουν τόσα προβλήματα, ώστε χρειάζεται δουλειά και τύχη για να τα καταφέρουν.
Μοιραστείτε μαζί μας λίγο από το κλίμα και τα έργα εκείνων των ημερών. Κάποιες αξιοσημείωτες βραδιές ή και ευτράπελα ίσως;
Έχουν δει πολλά τα μάτια μου και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η διασκέδαση είναι πολύ καλύτερη σήμερα. Τότε τα μαγαζιά είχαν μπράβους και φασαρίες. Οι οικογένειες δεν υπήρχαν στα κέντρα, τα οποία ήταν κυρίως ανδροκρατούμενα. Τώρα πάλι ο κόσμος διασκεδάζει μαζικά, η νεολαία έχει μπει ενεργά στο παιχνίδι και βλέπουμε όλοι να τραγουδάνε ενωμένοι δημιουργώντας ένα πανόραμα αισθητικής, σε αντίθεση με τους σκληρούς καιρούς του παρελθόντος.
Έχετε ταξιδέψει και σε πολλές χώρες του εξωτερικού για ζωντανές εμφανίσεις –όπως την Αμερική και τη Γερμανία. Ο απόδημος Ελληνισμός τι αντιδράσεις είχε όταν ανεβαίνατε στη σκηνή;
Ήταν πάρα πολύ ενθουσιώδεις και εκδηλωτικοί. Πέρα όμως από αυτά, τους εκτίμησα σαν ανθρώπους ιδιαίτερα. Είχαν αρχές, κρατούσαν τις παραδόσεις περισσότερο από εμάς, είτε αυτό λέγεται παραδοσιακοί χοροί, είτε όργανα, είτε εκκλησία. Και γενικά ήταν πολύ καλύτεροι από όσους μένανε εντός Ελλάδας.
Τελικά, μετά από όλα τα επεισόδια της κοινής σας ιστορίας με τον Στέλιο Καζαντζίδη (άλλα θετικά και άλλα αρνητικά), ποια είναι η γεύση που σας έχει αφήσει σαν άνθρωπος και εν τέλει παρουσία στη ζωή και πορεία σας;
Υπήρξε μία από τις χειρότερες εμπειρίες της ζωής μου. Ένας άνθρωπο που τον αγαπούσα σα πατέρα μου, να με βρίζει με τον χυδαιότερο τρόπο... Έναν άνθρωπο που του χάριζα τα ποσοστά από τα τραγούδια μου να λέει πράγματα εναντίον μου, αλλά και εναντίον της οικογένειάς μου. Δε μπορώ να πω ότι το έχω ξεπεράσει και το ξέχασα. Είναι κάτι από το παρελθόν, αλλά εξακολουθεί να με σοκάρει.
Έχετε δουλέψει με πάρα πολλούς καλλιτέχνες του ελληνικού πενταγράμμου ανά τα χρόνια. Από το σύνολο αυτών σας έκανε περισσότερο εντύπωση ως «λαρύγγι» και ποιος ως άνθρωπος;
Σίγουρα ο Γιώργος Νταλάρας, ο οποίος πραγματοποίησε τομές στο ελληνικό τραγούδι, τόλμησε πράγματα και ήταν εργασιομανής και τελειομανής. Για αυτό άλλωστε είπε και πολλά και προσεγμένα πράγματα. Εγώ έτυχε να είμαι μαζί του για πάνω από 15 χρόνια και μπορώ να πω ότι είμαστε συνοδοιπόροι, εκτός από καλοί φίλοι, και με επηρέασε σε πάρα πολλά. Παίζαμε ατέλειωτες ώρες μαζί και περνούσαμε πράγματα ο ένας στον άλλο μουσικά. Κάναμε θυμάμαι αγώνα να καθιερώσουμε το λαϊκό τραγούδι στις μπουάτ στα μεταπολιτευτικά χρόνια, το οποίο πολλοί χλευάζανε τότε. Βεβαίως υπήρξαν και άλλοι πολύ μεγάλοι τραγουδιστές εκείνες τις εποχές, όπως ο Καζαντζίδης, ο Μπιθικώτσης, ο Πάνος Γαβαλάς –τον οποίον πολλοί ξεχνάνε, αδίκως– αλλά και συνθέτες-φυσιογνωμίες.
Και αν σας ζήταγα τον πιο υπερφίαλο, ή λίγο πιο λαϊκά, «ψωνισμένο»;
Πάρα πολλοί υπήρξαν οι οποίοι είχαν κάνει ένα τραγούδι και ξαφνικά δεν μπορούσες να τους μιλήσεις. Καμιά φορά ο κόσμος «μασάει» σε αυτό το βεντετιλίκι. Οι τραγουδιστές βλέπεις έχουν και το προνόμιο ότι, αν κάνουν 2-3 μεγάλες επιτυχίες, μπορούν να βασιστούν πάνω τους και να τραγουδούν για κάποια χρόνια. Εάν δε έχουν και λίγο μυαλό, δεν είναι δύσκολο να μαζέψουν ένα σεβαστό ποσό και μετά να αποσυρθούν.
Τι συναισθήματα σας έχει αφήσει το γεγονός πως οι εμπνεύσεις σας έχουν όχι μόνο μείνει στη συνείδηση του κόσμου, αλλά και το ότι έχουν συντροφεύσει ανθρώπους ανά τις δεκαετίες σε στιγμές πόνου, χαράς, προβληματισμών και γενικότερα έντονων συναισθημάτων;
Μου αρέσει πάρα πολύ. Ειδικά όταν τυχαίνει να περπατάω στον δρόμο και να ακούω δικές μου συνθέσεις ή σε τηλεοπτικές εκπομπές, όπως έγινε τις προάλλες με τις “Νταλίκες”, οι οποίες παίζονταν σε ένα ρεπορτάζ για τους φορτηγατζήδες. Με χαροποιεί και με ικανοποιεί.
Τη δισκογραφία πως την κρίνετε σήμερα; Δίνονται ευκαιρίες σε ανθρώπους που τις αξίζουν ή επιπλέει το ανάλαφρο και εφήμερο;
Η δισκογραφία είναι πια στο μηδέν... Και όσα κάνουν οι διάφορες εταιρίες, τα κάνουν εκ του ασφαλούς. Το οποίο είναι και δικαιολογημένο εν μέρει, μιας και είναι εμπορικές επιχειρήσεις και πρέπει να πουλήσουν δίσκους –αλλιώς δεν βγάζουν τα έξοδά τους. Περίπου το 80% της δισκογραφίας πλέον είναι ανεξάρτητες παραγωγές τις οποίες πληρώνουν οι τραγουδιστές ή οι συνθέτες και οι εταιρείες τις κυκλοφορούνε εκ του ασφαλούς.
Τους νέους τραγουδιστές που επιλέγουν να βγουν στο προσκήνιο μέσω των reality τηλεπαιχνιδιών με τι ματιά τους βλέπετε; Υπάρχουν κάποιοι που σας έχουν τραβήξει την προσοχή σαν φωνές ή γενικότερες παρουσίες;
Στα reality είναι η μεγάλη δυστυχία του ελληνικού τραγουδιού, καθώς πάνε άτομα τα οποία νομίζουν ότι έχουν προσόντα, τους παρουσιάζουν σαν βασιλιάδες με τους προβολείς και το κοινό από κάτω και μετά, όταν τελειώνει η εκάστοτε σεζόν, 2-3 επιπλέουν και οι υπόλοιποι περνάνε στην αφάνεια. Εντούτοις υπάρχουν και παιδιά που έχουν βγει από αυτά τα παιχνίδια και όντως αξίζουν –όπως λ.χ. ο Οικονομόπουλος και ο Καραφώτης. Αλλά, αν τους δεις σε σχέση με το σύνολο των συμμετεχόντων, είναι απειροελάχιστοι.
Ο Κώστας Τουρνάς συμμετέχει ως κριτής στο τηλεπαιχνίδι JustTheTwoOfUs του Mega. Ο Γιώργος Θεοφάνους, πάλι, συνεχίζει για 3η χρονιά στο X-Factor. Εάν σας γινόταν μια αντίστοιχη πρόταση για τη θέση του κριτή σε μια παρόμοια εκπομπή, θα ήταν κάτι που θα σας τραβούσε το ενδιαφέρον;
Μου είχε γίνει σχετική πρόταση μια-δυο φορές, αλλά δεν είναι του χαρακτήρα μου να κάθομαι να κρίνω. Και οι δυο που ανέφερες έχουν τα προσόντα για να κάνουν κριτική, αλλά εμένα δεν με αντιπροσωπεύει κάτι τέτοιο.
Το ταλέντο, για να δημιουργήσει κανείς τα τραγούδια που εσείς γράψατε, είναι προαπαιτούμενο. Τι ποσοστό όμως πιστεύετε πως αναλογεί και στη σκληρή δουλειά; Διότι ένας ταλαντούχος άνθρωπος δεν γίνεται πάντα και επιτυχημένος άνθρωπος…
Είναι γεγονός ότι δούλεψα πάρα πολύ σκληρά για να καταφέρω όσα έχω κάνει. Δεν ήταν όμως μόνο αυτό, γιατί και άλλοι το επιδιώξανε, όμως δεν τα κατάφεραν. Ίσως εγώ δούλεψα περισσότερο, ίσως ήμουν λίγο πιο καλός, δεν μπορώ να ξέρω.
Προτάσεις για να γράψετε τραγούδια στο πιο σύγχρονο λαϊκοπόπ στυλ σας έγιναν ποτέ; Θα το σκεφτόσασταν στο μέλλον;
Μου έχουν κάνει τέτοιες προτάσεις, αλλά θεώρησα ότι έπρεπε να μείνω σε αυτό που ξέρω να κάνω, σε ό,τι καθιερώθηκα και, εν τέλει, μου αρέσει. Ξέρω ότι οι εταιρείες πλέον με θεωρούνε «παλιό», αλλά δεν με απασχολεί και τόσο αυτό, εφόσον είμαι εγώ ικανοποιημένος από όσα δημιουργώ.
Από τους σύγχρονους συνθέτες ποιους παραδέχεστε;
Τον Δημήτρη Παπαδημητρίου, τον Αντώνη Βαρδή, τον Γιώργο Θεοφάνους, που είναι εξαίρετος συνθέτης, τον Βαγγέλη Κορακάκη, τον Γιώργο Ζήκα, τον Σωκράτη Μάλαμα. Ακόμα και τον Φοίβο. Έχει γράψει πολύ καλά τραγούδια, αλλά στον δρόμο της υπερκατανάλωσης που επέλεξε να ακολουθήσει, χαθήκανε στο πλήθος.
Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος είναι γνωστό το πόσο μεγάλη φιγούρα υπήρξε για το ελληνικό τραγούδι. Για εσάς τι αντιπροσωπεύει, που τον έχετε ζήσει από κοντά;
Είναι αναμφισβήτητα ένας από τους μεγαλύτερους στιχουργούς στον χώρο του ελληνικού τραγουδιού, ίσως και ο πιο εμπορικός. Για μένα αντιπροσωπεύει ένα πολύ μεγάλο μέρος της πορείας μου, μιας και γράψαμε 5-6 ολοκληρωμένες δουλειές μαζί. Ήταν τιμή μου.
Μέσα από δικές σας συνθέσεις έχουν συστηθεί στο κοινό πολλοί σύγχρονοι τραγουδιστές, όπως ο Πασχάλης Τερζής, ο Κώστας Μακεδόνας και ο Δημήτρης Μπάσης. Είστε άνθρωπος που προσπαθεί να βοηθάει νέα παιδιά με ατόφιο ταλέντο;
Πάντα προσπαθούσα να το κάνω αυτό, αν και δεν πιστεύω ότι ήταν μόνο τα τραγούδια μου που κάναν τη δουλειά. Ο κάθε ένας από αυτούς πρέπει να έχει το άστρο του πρώτα. Και, αν υπάρχει αυτό, θα βρουν τον δρόμο τους –είτε το τραγούδι είναι δικό μου, είτε κάποιου άλλου.
Για τις πρόσφατες περιπέτειες του Μανώλη Λιδάκη με τη δικαιοσύνη, με τον οποίον συνεργαστήκατε πρόσφατα δισκογραφικά, τι έχετε να πείτε; Γνωρίζατε εσείς ότι συνέβαινε κάτι τέτοιο στη ζωή του;
Εγώ στα προσωπικά του κάθε τραγουδιστή δεν ανακατευόμουν ποτέ. Δεν είχα αντιληφθεί κάτι να συμβαίνει κοντά μου, αλλά μετά μου ομολόγησε και ο ίδιος ότι –έπειτα από την περιπέτεια που είχε με τη μητέρα του– πέρασε μια δύσκολη περίοδο. Στην οποία δοκίμασε κάποια λάθος πράγματα, κάτι που σίγουρα δεν υπερασπίζεται. Αλλά, όπως γίνεται πάντα, το θέμα διογκώθηκε από τα μέσα, που το παρουσίασαν σε διαφορετικές διαστάσεις από την πραγματικότητα, εκθέτοντάς τον στην πορεία.
Περιμένατε ότι το “Ψίθυροι Καρδιάς”, που είχε γραφτεί για την ομώνυμη τηλεοπτική σειρά, θα έκανε τόσο μεγάλη επιτυχία, γενόμενο αγαπητό στο πανελλήνιο;
Δεν το περίμενα. Δεν είχα βέβαια και εμπειρία τότε από την τηλεόραση και δεν φανταζόμουν ότι θα μπορούσε μια σειρά να καθορίσει σε τέτοιο βαθμό την τύχη ενός τραγουδιού. Ήταν τέτοιες δε οι αντιδράσεις του κόσμου, που, ενώ το τραγούδι ήταν να κυκλοφορήσει τα Χριστούγεννα εκείνης της χρονιάς, η εταιρεία το κυκλοφόρησε τελικά δυο μήνες πριν. Θεωρώ μάλιστα, παρόλο που δεν μου αρέσει να μιλάω για τον εαυτό μου, ότι το “Ψίθυροι Καρδιάς” ήταν η λαϊκή επιτυχία της προηγούμενης δεκαετίας, ενώ αυτής είναι η “Πριγκηπέσσα”.
Πιστεύετε ότι η προσαρμοστικότητα, που σας διακρίνει ως συνθέτη, έπαιξε σημαντικό ρόλο στο να παραμείνετε στην πρώτη γραμμή για ολόκληρες δεκαετίες;
Επειδή ήμουν στη γραμμή του πυρός καθημερινά, σαν παίχτης μπουζουκιού, έβλεπα πάντα όλες τις καινούργιες τάσεις και ήθελα να ακολουθώ τις εξελίξεις. Όταν, για παράδειγμα, κυκλοφόρησε το πρώτο μου τραγούδι, το “Νυχτερίδες Και Αράχνες”, είχε διάφορα καινούργια στοιχεία –όπως κάποια περίεργα σταματήματα. Και γενικά ήταν σε τελείως διαφορετικό κλίμα από τα μέχρι τότε τραγούδια της εποχής. Αργότερα δοκίμασα και με τον Ρασούλη ένα πάντρεμα λαϊκής μελωδίας και πολύ ιδιαίτερου στίχου. Είχα πάντα την τάση να ψάχνω καινούργια πράγματα και αναγνώριζα τι από αυτά άρεσε και τι όχι στον κόσμο.
Η οικογένεια τι ρόλο παίζει στη ζωή σας;
Είμαι πολύ παραδοσιακός σαν άνθρωπος. Επομένως η οικογένειά μου είναι πολύ σημαντική για μένα και εάν κάποιο από τα μέλη της είχε πρόβλημα, με απασχολούσε πάρα πολύ. Πλέον είμαι και παππούς και το εγγόνι μου δίνει ακόμα μεγαλύτερη χαρά.
Μετά από τόσα χρόνια, τόσες επιτυχίες και τόσες επαγγελματικές χαρές, θεωρείτε ότι η δίψα για δημιουργία παραμένει η ίδια με αυτή που είχατε όταν πρωτοξεκινούσατε; Τι σας κάνει να συνεχίζετε να συνθέτετε, μετά από σχεδόν 2000 δικά σας τραγούδια;
Δεν σου κρύβω ότι είμαι απογοητευμένος. Όχι από την έμπνευσή μου, η οποία ευτυχώς διατηρείται ακόμα σε πολύ καλό επίπεδο, αλλά για το αν αξίζει πλέον να γράφει κανείς τραγούδια. Και αυτό διότι, ό,τι και να προσπαθείς να κάνεις, κάπου θα συναντήσει εμπόδια. Υπάρχει ας πούμε η νοοτροπία στο σημερινό ραδιόφωνο ότι δεν πρέπει να ακούγεται μπουζούκι, αντί να κοιτάνε εάν αξίζει πραγματικά το τραγούδι. Αν όμως δεν ακουστεί το τραγούδι, δεν μπορεί να φτάσει και στον κόσμο. Οπότε δίνεις κάποιους μήνες από τη ζωή σου για κάτι που τελικά δεν μπορεί να διεκδικήσει ούτε την ευκαιρία που του αναλογεί. Δυστυχώς έτσι είναι στην εποχή του προκαθορισμένου playlist στο ραδιόφωνο, όπου έχει χαθεί τελείως η προσωπικότητα του παραγωγού. Για να μην πω για κάποιους «κριτικούς». Οι οποίοι τα ισοπεδώνουν όλα προκειμένου να περάσουν τη γραμμή που αυτοί θέλουν ή αυτή που τους έχει επιβληθεί.
Τα σχέδιά σας για μελλοντικές εμφανίσεις και ηχογραφήσεις τι περιλαμβάνουν;
Δουλεύω αυτή την περίοδο σε έναν δίσκο μαζί με τον Γιώργο Νταλάρα και έχω σχεδιάσει και κάποιες εμφανίσεις σε έναν πραγματικό χώρο πολιτισμού, το PassPort στον Πειραιά. Για τρεις εβδομάδες, λοιπόν, θα βρίσκομαι εκεί με τη Λιζέτα Καλημέρη και τον Γιώργο Αιγιώτη και θα παρουσιάζουμε τα τραγούδια μου σε καινούργιες εκτελέσεις, συνοδευόμενες από οπτικοακουστικό υλικό το οποίο έχω μαζέψει όλα αυτά τα χρόνια. Οι συνθήκες υπήρξαν πραγματικά δύσκολες εκείνη την εποχή και το να καταφέρει κανείς να διατηρηθεί ακέραιος ακόμα δυσκολότερο. Εγώ πάλι είχα έμφυτη μια ψυχραιμία κι έναν διαφορετικό τρόπο να βλέπω τις καταστάσεις γύρω μου. Αρκετοί άλλοι ήταν εύκολα θύματα στους πειρασμούς, εγώ πάλι δεν κάπνισα ποτέ ούτε τσιγάρο.