Σ’ ένα κόσμο που τα φαντάσματα της μουσικής περιφέρονται ακόμα με μαύρα γυαλιά και δαντελένια πουκάμισα, ο Peter Murphy επιστρέφει σαν ένας περήφανος έκπτωτος άγγελος — μόνος, αλλόκοσμος, απαράλλαχτα εκθαμβωτικός. Στις 9 Μαΐου 2025, με τη νύχτα να στάζει αργά από τα μάτια της άνοιξης, κυκλοφορεί το Silver Shade, ένας δίσκος σαν άγγιγμα από καθρέφτη — αυτός που σε κοιτάζει πίσω πιο ζωντανός απ’ όσο εσύ αντέχεις να είσαι.
Το Swoon, το πρώτο προμήνυμα, ήρθε ανήμερα του Αγίου Βαλεντίνου — ένα σκοτεινό χάδι synth-funk που ψιθυρίζει πάνω απ’ τη φλέβα της σιωπής. Όχι κάτι συνταρακτικά καινούργιο, όχι κάτι που δεν είχαμε ακούσει πιο πριν, αλλά ο Murphy κρυστάλινος και σταθερός, πολύ περισσότερο τουλάχιστον από την τελευταία φορά που τον είδαμε στο Release. Κι ο Trent Reznor εκεί, σαν σκιά σε δεύτερη φωνή, να ενώνει τα παλιά αμαρτήματα του 1990 με τον ιδρώτα της σκηνής του 2009, όταν οι Nine Inch Nails και ο Murphy μοιράστηκαν τον ίδιο βωμό, κι ο χρόνος ξέχασε να περάσει.
Ο δίσκος Silver Shade, σε παραγωγή του Youth — ναι, αυτού που μπορεί να έκανε βόλτες με τους Pink Floyd αλλά, ουσιαστικά, έκαιγε τα μυαλά του κόσμου με τους Killing Joke — είναι ένας ιερός χώρος: εκεί που οι λέξεις γίνονται σάρκα και οι ήχοι ξαναδίνουν φτερά σ’ εκείνους που έσυραν τα παπούτσια τους στα goth υπόγεια του Λονδίνου. Δέκα κομμάτια. Δέκα πληγές-θαύματα. Με καλεσμένους σαν τον Justin Chancellor των Tool στο The Artroom Wonder, και τον Boy George στο Let The Flowers Grow — ένα άσμα για τις στιγμές που η παρακμή μπορεί να μυρίζει γιασεμί.
Ο Murphy, γεννημένος στο Northampton το ’57, δεν είναι πια μόνο ο νυχτόβιος ακροβάτης του Bela Lugosi’s Dead. Είναι κάτι περισσότερο: ένας σιωπηλός θεατρίνος της ψυχής, ένας δανδής των σκιών που αρνείται να πεθάνει ή να παλιώσει. Από το Dust του 2002 μέχρι σήμερα, τραγουδά με μια φωνή σαν αιωνιότητα σε σήψη.
Και ναι — ίσως να μη ζούμε πια στο 1983, όταν οι Bauhaus διαλύθηκαν σαν καπνός. Ίσως τα eyeliner να ξέβαψαν, και τα ντραμ μασίν να έγιναν apps. Αλλά κάθε φορά που ο Peter Murphy ανοίγει το στόμα του, η νύχτα θυμάται ποια είναι. Και εμείς —οι ξεχασμένοι εραστές της τέχνης και της λύπης— του ανήκουμε ξανά.