Σε ηλικία 82 ετών και με τη διαδικασία της υποβοηθούμενης αυτοκτονίας, έφυγε από τη ζωή ο Mark Fleischman, πρώην ιδιοκτήτης του εμβληματικού Studio 54 της Νέας Υόρκης.
Η υποβοηθούμενη αυτοκτονία πραγματοποιήθηκε την προηγούμενη Τετάρτη στη Ζυρίχη, στην κλινική Dignitas.
Πριν από λίγες εβδομάδες, ο Fleischman είχε αποκαλύψει στην εφημερίδα New York Post ότι σχεδίαζε να ζητήσει τη βοήθεια της μη κερδοσκοπικής ομάδας υποβοηθούμενης αυτοκτονίας για να βάλει τέλος στη ζωή του. Αφορμή δεν ήταν άλλη από την αδυναμία του Fleischman να είναι ανεξάρτητος και να συντηρεί τον εαυτό του ακόμη και ως προς βασικές βιολογικές λειτουργίες του οργανισμού του, εξαιτίας ασθένειας. «Δεν μπορώ να περπατήσω, η ομιλία με κουράζει και δεν μπορώ να κάνω τίποτα για τον εαυτό μου», ανέφερε τότε στην The Post. «Η γυναίκα μου με βοηθάει να πάω στο κρεβάτι και δεν μπορώ να ντυθώ ή να φορέσω τα παπούτσια μου. Είναι ο πιο εύκολος τρόπος για μένα (η υποβοηθούμενη αυτοκτονία)» συμπλήρωσε.
Σύμφωνα με αναφορές από τον ξένο τύπο, το Dignitas παρέχει μια θανατηφόρα δόση βαρβιτουρικών, αλλά μόνο αφού κάποιος υποβληθεί σε μια μακρά διαδικασία που θα αιτιολογεί την απόφαση αυτή.
Η Post ανέφερε ότι οι νευρολόγοι δεν μπόρεσαν να διαγνώσουν την κατάστασή του Fleischman. Οι αρχικές εικασίες έκαναν λόγο μια μορφή της ασθένειας του Πάρκινσον, αλλά στην πραγματικότητα κανείς δεν ήταν σε θέση να επιβεβαιώσει την κλινική κατάσταση του Fleischman.
Το Studio 54 άνοιξε για πρώτη φορά τις πόρτες του το 1977 και γρήγορα έγινε το σημείο συνάντησης πλουσίων και διασήμων της Νέας Υόρκης και ολόκληρου του κόσμου, παίζοντας τεράστιο ρόλο για την εξέλιξη της ποπ κουλτούρας όπως την ξέρουμε σήμερα. Σταθεροί θαμώνες του υπήρξαν μεταξύ πολλών άλλων ο David Bowie, η Lisa Minnelli και ο Mick Jagger.
Οι δύο αρχικοί ιδιοκτήτες του κλαμπ μπήκαν φυλακή μετά από κατηγορίες για φοροδιαφυγή. Ο Fleischman φέρεται να αγόρασε το Studio 54 τον Νοέμβριο του 1980 για 4,75 εκατομμύρια δολάρια και το διηύθυνε μέχρι που το πούλησε το 1984. Το κλαμπ έκλεισε οριστικά δύο χρόνια αργότερα.
«Από την πρώτη κιόλας νύχτα που ανοίξαμε, το 1981, παρασύρθηκα σε έναν κόσμο διασημοτήτων, ναρκωτικών, εξουσίας και σεξ», δήλωσε παλιότερα ο Fleischman.
«Κάθε βράδυ, διασημότητες και εκπληκτικές γυναίκες έκαναν τη βόλτα τους μέσα στο πλήθος, ανέβαιναν τις σκάλες στο γραφείο μου για να πιούν σαμπάνια και να μοιραστούν γραμμές κοκαΐνης χρησιμοποιώντας το χρυσό μου καλαμάκι ή τυλιγμένα χαρτονομίσματα των 100 δολαρίων».
Ο ίδιος δήλωσε επίσης: «Ήμουν ο τύπος που είχε τον έλεγχο, ο ιδιοκτήτης, ο οικοδεσπότης του πάρτι. Ήταν καθήκον μου, δουλειά μου, να βεβαιωθώ ότι όλοι θα περνούσαν καλά. Ήταν μια ευθύνη, ένα μεθυστικό συναίσθημα, στο οποίο παρέδιδα τον εαυτό μου ολόψυχα. Ήταν ένας αποκλειστικός κόσμος όπου όλα μπορούσαν να συμβούν».