Μιχάλης Τσαντίλας

Τι είναι τελικά η παράδοση;

Είναι κάτι που πρέπει να ακολουθήσουμε, πάση θυσία; Που κινδυνεύει και χρειάζεται τη φροντίδα μας; Είναι κάτι που οφείλουμε απλώς να γνωρίζουμε και να σεβόμαστε; Ή μήπως είναι «η πνευματική και η ψυχική δουλεία, που αναστέλλει και απονεκρώνει τελικά τις φυσιολογικές μας λειτουργίες», όπως υποστήριζε κάποτε ο Μάνος Χατζιδάκις; Και, αλήθεια, μήπως το ερώτημα τι δεν συνιστά παράδοση, είναι πιο αποκαλυπτικό;

Μοιάζουν ίσως φιλολογικά τα παραπάνω. Καθένας όμως που καταπιάνεται με το παρελθόν καλείται, συνειδητά ή ασυνείδητα, να τα απαντήσει με τον τρόπο του. Και τα Ριζά, το πρότζεκτ τριών μουσικών με διακριτές πορείες στο σύγχρονο ελληνικό τοπίο, έχουν να δώσουν κάποιες αποκρίσεις. Ο Κωστής Ζουλιάτης aka Costinho (πιάνο), ο Θεμιστοκλής Καρποδίνης (φωνή) και ο Πέτρος Λαμπρίδης (κοντραμπάσο) αποπειρώνται λοιπόν στο πρώτο τους κοινό άλμπουμ να δώσουν τη δική τους εκδοχή σε δημοτικά από τα νησιά του Αιγαίου, δείχνοντας πώς αυτά μπορεί να άπτονται του σήμερα.

Το αποτέλεσμα είναι οπωσδήποτε ενδιαφέρον: αξίζει να προσέξει κανείς πώς προσεγγίζει το τρίο τα τραγούδια αυτά, με τη συνδρομή και των κρουστών του Κώστα Χρυσόγελου aka Digital Alkemist σε δύο περιπτώσεις. Οι αναφορές για τις οποίες γίνεται λόγος στο δελτίο Τύπου (η αισθητική της ECM, η μεσογειακή τζαζ, ο DJ Shadow) επαληθεύονται στο ακρόαμα, σε κάποιες μάλιστα περιπτώσεις ξεπροβάλλουν και αποκαλυπτικοί συνδυασμοί τους –όπως στο εφιαλτικών διαστάσεων “Σάββατο Βραδί” και στο μανιασμένο “Κάστρο Της Αστροπαλιάς”.

Όμως υπάρχει και μια αίσθηση, η οποία επιμένει με τις ακροάσεις, ότι τα Ριζά στερούνται της τόλμης που θα τα αναδείκνυε από καλό άλμπουμ σε σπουδαίο. Στην πλευρά δηλαδή των συντελεστών, διακρίνεται καθαρά μια συγκρατημένη διάθεση –κάποιοι ίσως την έλεγαν και συντηρητική– στην προσέγγιση του υλικού, που το αφήνει τελικά σε μια μεσοβέζικη κατάσταση.

Από τη μία, το τραγούδι του Καρποδίνη ακολουθεί μια δωρική και όσο το δυνατόν πιστή στο παραδομένο κείμενο, στάση. Από την άλλη, τα παιξίματα και τα διάφορα samples και field recordings επιβάλλουν ένα σύγχρονης αισθητικής φόντο, που όμως ελάχιστα μοιάζει να αλληλεπιδρά με τη φωνή. Έτσι, το αποτέλεσμα που προκύπτει είναι εκείνο μιας συχνά στείρας αλληλοεπικάλυψης, μιας «απλής» απόθεσης του πρωτογενούς μέσα σε ένα περιβάλλον διαφορετικό από εκείνο που το γέννησε. Δεν είναι, δηλαδή, «μια διαφορετική ανάγνωση της παραδοσιακής και λαϊκής μουσικής» (δανείζομαι πάλι από το δελτίο Τύπου) αυτό του οποίου γινόμαστε μάρτυρες εδώ, αλλά μάλλον μια διαφορετική τοποθέτησή της. Μια συνύπαρξη, χωρίς ώσμωση.

Ίσως θεωρηθεί ότι διυλίζεται ο κώνωπας τώρα –και υπάρχει αλήθεια σε αυτό, έστω κι αν είναι η εγνωσμένη αξία των συντελεστών που το επιτρέπει. Σίγουρα η πρόταση που εμπεριέχεται στα Ριζά είναι απείρως προτιμότερη από διάφορες άλλες, ακαταλαβίστικες ή αδέξιες, που έχουμε δει κατά καιρούς. Και οπωσδήποτε οι προθέσεις είναι αγαθές, η πρακτική διεξοδικά σχεδιασμένη και εφαρμοσμένη, η αισθητική ολοκληρωμένη και διαυγής. Ομολογουμένως, τέλος, η προσπάθεια επαναπροσδιορισμού κάποιων νοημάτων (π.χ. στο “Ανάθεμα Τον Αίτιο”, όπου οι φωνές προσφύγων από τη Σμύρνη και εγκλωβισμένων στο Ellis Island φέρνουν στον νου τα σύγχρονα ανθρώπινα δράματα στα νερά και τις ακτές του Αιγαίου) δεν είναι καθόλου μικρή υπόθεση.

«Ριζά» δεν είναι μόνο οι ρίζες, αλλά και οι πρόποδες. Βλέποντας λοιπόν τούτο το άλμπουμ ως μια πρώτη προσπάθεια των συντελεστών για αναρρίχηση στις απόκρημνες πλαγιές της επανεκτίμησης και επανανοηματοδότησης της παραδοσιακής μουσικής –έστω κι αν αυτή κρίνεται κάπως συνεσταλμένη– οπωσδήποτε επιτρέπει να φανταστούμε ότι η συνέχεια θα είναι ανοδική και η πορεία ανοιχτή και μυστηριώδης.

{youtube}RR3pARqE4U0{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured