Είναι κάποια συγκροτήματα προς τα οποία έλκομαι πρωτίστως λόγω της αισθητικής που τα περιβάλλει. Αυτό έχει συμβεί και με τους Βρετανούς Revenant Marquis, με αφετηρία το εξώφυλλο του περσινού Polterngeyst που είχε το παραδοσιακό στήσιμο σε στυλ νεκρώσιμης κορνίζας· με χρήση μόνο μέρους του συνολικού καμβά του εξωφύλλου, αφήνοντας το υπόλοιπο να χάσκει μαύρο, ως αρνητικός χώρος –με τον τρόπο που το έχουν κάνει οι Throne Of Katarsis στο Three Transcendental Keys (2013) και οι Negative Plane στο Stained Glass Revelations (2011). Αναπόφευκτα, στην όλη αισθητική περιλαμβάνεται και το όνομα μιας μπάντας· στην προκειμένη, το τρομερό, γαλλοπρεπές όνομα αγγίζει υπερβατικά την έκπτωτη γαλλική αριστοκρατία, με τρόπο παρόμοιο αυτού των Departure Chandelier στο Antichrist Rise To Power (2019).

Δυστυχώς, στο μουσικό στέλεχος το Polterngeyst, όπως και το Anti-Universal Compassion που το διαδέχτηκε, δεν μου είπαν πολλά, με αποτέλεσμα αμφότερα να απορριφθούν μετά από αρκετές ακροάσεις, ως ωμό black metal χωρίς ιδιαίτερη ουσία. Το όνομα όμως των Revenant Marquis παρέμεινε στο υποσυνείδητο. Και η φετινή κυκλοφορία του 4ου δίσκου τους (σε 2 μόλις χρόνια ζωής –πρόκειται για υπερφίαλο παραγωγικά συγκρότημα) φαίνεται να αποζημιώνει την εμμονή μου.

Η αισθητική παραμένει σε υψηλότατα επίπεδα, με ένα πανέμορφο, φευγαλέα μακάβριο εξώφυλλο βικτωριανής σύλληψης, έναν εξαιρετικό τίτλο μελαγχολικού ρομαντισμού και τίτλους κομματιών που γαργαλάνε το φαντασιακό ("Ephebiphobia", "The Incorporeal Highways" και η διλογία "The Blood Οf Lady Tasker" & "The Bones Of Lady Tasker"). Στα ίδια πνευματικά χνάρια κινείται και το ανατριχιαστικό “Menstruation” που εισάγει περίφημα το άλμπουμ. Από εκεί και πέρα, οι Revenant Marquis επιδίδονται σε ένα κρατσανιστό black metal με απλοϊκά περάσματα μοχθηρών riffs, ενώ το σύνολο είναι τυλιγμένο σε μια τραχύτατη, θολή παραγωγή που δεν κάνει τη ζωή του ακροατή εύκολη. Το σχήμα τεντώνει την ηχητική ωμότητα μέσα σε μια θάλασσα κόκκου, όπου φωνητικά και όργανα καταδύονται εύκολα από το ακουστικό πεδίο του ακροατή.

Το όλο στήσιμο θυμίζει τους Mysticum, ιδιαίτερα στην ψυχρή, μηχανική ρυθμικότητα· εδώ όμως είμαστε σε ένα σημείο όπου τα κολασμένα εργοστάσια των τελευταίων έχουν τριφτεί με γυαλόχαρτο μέχρι να καταρρεύσουν, με τα συντρίμμια της διάλυσης να θολώνουν τα πάντα. Η δυσκολία εντοπίζεται πρωτίστως στην παραγωγή, αλλά και η συνθετική άποψη ακολουθεί κατά πόδας: κάποιες οξείες γωνίες στα riffs θυμίζουν τη μικροτονικότητα των Jute Gyte, ενώ η στρυφνάδα επικρατεί.

Αυτόνομα, οι συνθέσεις δεν είναι κάτι το τρομερό. Εδώ στόχος είναι περισσότερο το στήσιμο μιας ενιαίας, ομογενούς ατμόσφαιρας, παρά η δημιουργία αυτόφωτων τραγουδιών. Από αυτήν την άποψη είναι λογικό ότι τα πιο αξιομνημόνευτα κομμάτια είναι τα δύο instrumental, δηλαδή το intro “Menstruation” και το τεταμένο wave πέρασμα του “The Blood Of Lady Tusker”. Η μουσική εικονογραφία έχει πάντως τη μερίδα του λέοντος: όπως οι Candelabrum του Necrotelepathy (2017), έτσι και οι Βρετανοί αναδεύουν εδώ εκτοπλασμικά υπολείμματα και περιφέρονται σε πνευματιστικές συναθροίσεις, προσομοιάζοντας τις αναλαμπές κεριών με κιθαριστικές ταλαντώσεις. Τα τύμπανα, ογκώδη και με έμφαση στις μεμβράνες έναντι των κυμβάλων, εντείνουν την αίσθηση ασφυκτικής περιπλάνησης, καθώς οριοθετούν τον μη-χώρο του στοιχειώματος.

Το 4ο άλμπουμ των Revenant Marquis είναι ένα δύσκολο, ακραίο άκουσμα που απαιτεί προσοχή, κατάλληλες συνθήκες ακρόασης (σκοτάδι και απομόνωση) και αυτί μαθημένο σε εξαιρετικά θολές παραγωγές. Εφόσον ο ακροατής περάσει αυτούς τους σκοπέλους και ενστερνιστεί την ιμπρεσιονιστική φύση του Youth In Ribbons, τότε ανταμείβεται με μια μοχθηρή μουσική εμπειρία, γεμάτη σκιές.

{youtube}K_lV6EDxjGw{/youtube}\

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured