«O Hirayama μοιάζει να επαναλαμβάνει τα ίδια πράγματα ξανά και ξανά. Αλλά για εκείνον δύο ημέρες δεν είναι ποτέ ίδιες μεταξύ τους. Κάθε μία φέρνει πάντα κάτι καινούριο.
Το πρωινό ξεδιπλώνεται αργά. Κανείς δεν το έχει παρατηρήσει ακόμα, εκτός από την ηλικιωμένη γυναίκα που σκουπίζει τα πεσμένα φύλλα με την σκούπα της από μπαμπού στην άκρη του δρόμου. Ο ήχος της σκούπας φτάνει στον δεύτερο όροφο του παλιού κτιρίου. Ο Hirayama ανοίγει τα μάτια του και κοιτάζει το ταβάνι. Άραγε ο ήλιος σχημάτισε τις βαθιές ρυτίδες στο πρόσωπό του; Ή είναι απλώς η ηλικία;
[…]
Χωρίς προειδοποίηση ο Hirayama σηκώνεται. Διπλώνει το στρώμα ύπνου, κατεβαίνει κάτω και ξεκινά να ετοιμάζεται για την ημέρα. Πλένει το πρόσωπό του, ξυρίζεται, με την ξυριστική μηχανή που χρησιμοποιεί εδώ και δεκαετίες, τριμάρει το μουστάκι του με ένα ψαλίδι. Εκτελεί όλες αυτές τις κινήσεις στην εντέλεια, μοιάζει να είναι μια ρουτίνα διαρκείας.
[…]
Φοράει την μπλε στολή εργασίας του. Παίρνει ένα παλιό κινητό τηλέφωνο, μια μικρή φωτογραφική με φιλμ, τα κλειδιά του αυτοκινήτου του και λίγα ψιλά από το μικρό ράφι δίπλα στην εξώπορτα και τα βάζει όλα στην τσέπη του.
Κοιτάζει ψηλά στον ουρανό της ημέρας κι ένα μικρό χαμόγελο σκάει στο πρόσωπό του».
Αυτή η εικόνα, που ισοδυναμεί με την εναρκτήρια αλληλουχία πλάνων της τελευταίας ταινίας του Wim Wenders “Perfect Days” και με την περιγραφή των 365 (δηλαδή της εξής μίας) ημερών του πρωταγωνιστή Hirayama, συνοψίζει ιδανικά το κυρίαρχο μοτίβο μιας ταινίας εντελώς διαφορετικής από όλες τις ομολογουμένως ιδιαίτερα υψηλού επιπέδου ταινίες που πρωταγωνίστησαν σε κινηματογραφική χρονιά που θα θυμόμαστε μας και μας ξαναέφερε στο σινεμά, όπως παλιά.
Ο Hirayama εργάζεται ως καθαριστής στις «αξιοθέατες» δημόσιες τουαλέτες της Shibuya, τις ευφάνταστες, ανασχεδιασμένες από 16 designers και αρχιτέκτονες από όλον τον κόσμο, τουαλέτες του project “The Tokyo Toilet” – ένα σύμβολο της σύγχρονης ιαπωνικής κουλτούρας στον δημόσιο χώρο του Τόκυο. Αντιμετωπίζει τη δουλειά του με προσήλωση, σεβασμό και μεθοδικότητα που ίσως να μην έχει ξαναδεί το συγκεκριμένο επάγγελμα, ακόμα και στην αυστηρή, μεθοδική και οργανωμένη Ιαπωνία – μια ακόμα άψογα εκτελεσμένη τελετουργία, εγκιβωτισμένη μέσα στην εικοσιτετράωρη τελετουργία της καθημερινόητας του Hirayama που περιλαμβάνει τους ίδιους σταθμούς: πρωινό ξύπνημα, ξύρισμα, πότισμα των φυτών, χαμόγελο στον ουρανό, καφέ από το αυτόματο μηχάνημα, επιλογή κασέτας για την πρωινή οδήγηση, οδήγηση, δουλειά, μεσημεριανό διάλειμμα με σάντουιτς, δουλειά, μπάνιο σε δημόσια λουτρά, στάση σε ένα από τα υπόγεια σνακ μπαρ του μετρό, επιστροφή στο σπίτι, διάβασμα, ύπνος. Και την άλλη μέρα ξανά από την αρχή. Τις Κυριακές καθαριότητα, δημόσιο πλυντήριο, επίσκεψη στο ίδιο πάντα second – hand βιβλιοπωλείο, δείπνο στο ίδιο πάντα μπαρ με την ιδιοκτήτρια που ξέρει να τραγουδάει την ιαπωνική version του “House of the Rising Sun” όπως καμιά άλλη φωνή στον κόσμο.
Τίποτα δεν φαίνεται ικανό να διαταράξει την ευτυχία που αγγίζει ο Hirayama μέσα από τη συστηματική επανάληψη των ίδιων κινήσεων, πράξεων, επιλογών. Ούτε ο νεαρός συνάδελφός του Takashi που κάνει hijack στο αυτοκίνητό του, στις κασέτες του και στις βάρδιές του προσπαθώντας να ρίξει την κοπέλα που του αρέσει, ούτε το οικογενειακό του παρελθόν που του χτυπά ένα βράδυ την πόρτα. Ίσως μόνο εκείνη η φωνή της ιδιοκτήτριας του μπαρ αλλά και πάλι τα πράγματα επανέρχονται γρήγορα στην ισορροπία που ο Hirayama έχει επιλέξει να βαδίζει κλείνοντας τα αυτιά του στις σειρήνες του σύγχρονου κόσμου.
Αυτή η στάση ζωής του πρωταγωνιστή, όπως εκδηλώνεται στα μικρά καθημερινά του τελετουργικά, είναι και το συναρπαστικό μήνυμα της ταινίας που έρχεται να ταρακουνήσει τον θεατή της αθόρυβα αλλά γερά, σπρώχνοντάς τον σε έναν θύλακα άχρονης ησυχίας, όπου το μόνο πράγμα που θυμίζει 2024 είναι ίσως οι ντιζαϊνάτες τουαλέτες του Tokyo. Πώς ζούσαμε πριν; Πριν τα smartphones και τις εφαρμογές, τα hip εστιατόρια και τις αμέτρητες επιλογές που καταδυναστεύουν τον ελεύθερο και μη χρόνο μας; Και πόσο δυνατό είναι να επιστρέψουμε έστω και για λίγο σε αυτό το πριν. Ο Hirayama φαίνεται να μην έχει φύγει ποτέ αυτό το πριν (αν και δεν το γνωρίζουμε σίγουρα) με ό, τι αυτό συνεπάγεται. Έχει επιλέξει να ζει στον αναλογικό κόσμο, στην καρδιά του ύψιστου προηγμένου τεχνολογικά κράτους, ζει λιτά, σχεδόν ασκητικά, μόνο με τα απολύτως απαραίτητα (στα οποία ωστόσο υψηλή προτεραιότητα κατέχουν οι κασέτες και τα βιβλία του) και να αρνηθεί όλες τις πολυτέλειες αλλά και τους περισπασμούς της ψηφιακής πραγματικότητας. Διαβάζει κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί, και κάθε πρωί πριν σηκωθεί απ’ το κρεβάτι, ακούει Lou Reed, Patti Smith, Velvet Underground και νομίζει ότι το Spotify είναι κάποιο μοδάτο μπαρ. Κάθε μεσημέρι τρώγοντας το μεσημεριανό του σάντουιτς στο ίδιο πάντα παγκάκι, στο ίδιο πάντα πάρκο, χαζεύει το “komorebi”, το παιχνίδισμα του ήλιου μέσα από τα φύλλα του αγαπημένου του δέντρου και το απαθανατίζει με την παλιά φωτογραφική του μηχανή τσέπης. Απλά πράγματα σαν κι αυτά που από ό, τι φαίνεται αρκούν για το χαμόγελο με το οποίο ο Hirayama αντιμετωπίζει κάθε νέα ημέρα, λέγοντας καλημέρα στον ουρανό της.
Με το “Perfect Days” ο Wim Wenders επιστρέφει, μετά από πολύ καιρό, στις σπουδαίες κινηματογραφικές αφηγήσεις και ξαναθυμάται την ικανότητά του να εξάγει τα πυκνότερα νοήματα από τα πιο απλά σύμβολα – όπως και ο πρωταγωνιστής του. Ο τρόπος του Hirayama, για την ακρίβεια του Koji Yakusho που τον ενσαρκώνει μοναδικά, να μιλάει με τα μάτια, επικοινωνεί ιδιοσυγκρασιακά με τις εύγλωττες χαμηλές πτήσης των αγγέλων πάνω από το διχοτομημένο Βερολίνο του “Wings of Desire”, ωστόσο ο Wenders προχωράει, από εκεί που δεν το περίμενε κανένας, πολλά βήματα παραπέρα από οτιδήποτε έχει κάνει μέχρι σήμερα. Αγκαλιάζει με έναν απροσδόκητο, τρυφερό τρόπο τη ζεν πλευρά του, μεταβολίζει εντυπωσιακά τα διδάγματα και τη φιλοσοφία του ρεαλιστικού ασιατικού κινηματογράφου της απλότητας και γράφει σε αυτό το σινεμά -αλλά και στη ζωή- ένα σπουδαίο γράμμα αγάπης σε επιστολόχαρτο αρωματισμένο από το αγαπημένο του Τόκυο – ένα γράμμα που παίρνει προστιθέμενη αξία σε μια εποχή που το Sora της Open AI προβληματίζει ακόμα και τους πλέον τεχνολογικά αισιόδοξους λάτρεις της μεγάλης οθόνης. Το μόνο εξωτικό, δυτικό στοιχείο είναι «τ’ αμερικάνικα» και τ’ αγγλοσαξνοικά που παίζει το κασετόφωνο του αυτοκινήτου, από Ottis Redding μέχρι Nina Simone, κι από Kinks μέχρι Rolling Stones, επικοινωνώντας κι αυτά υπόγεια μεταξύ τους σε ένα ιδιοφυές mashup.
“Live this life of luxury/ Lazin’ on a sunny afternoon/Just a perfect day/Problems all left alone/It’s a new dawn/It’s a new day/It’s a new life/For me/And I’m feeling good”. Ναι, απλά, τέλεια πράγματα σαν κι αυτά.