Το Apple TV+ συνεχίζει να χτίζει ένα καλό σερί πρωτότυπων τηλεοπτικών παραγωγών και αυτή τη φορά, με όπλα ένα δυναμικό σενάριο που δείχνει να αντιλαμβάνεται πλήρως όλες τις δυναμικές ενός στιβαρού αστυνομικού κοινωνικού θρίλερ ala Βρετανικά, αλλά και ένα σπουδαίο πρωταγωνιστικό δίδυμο -το οποίο μεγαλουργεί ερμηνευτικά, πατώντας πάνω στην εξαιρετική σκιαγράφηση δύο από τους πιο ενδιαφέροντες τηλεοπτικούς χαρακτήρες των τελευταίων ετών. 

Οι δρόμοι της ντετέκτιβ June Lenker (Cush Jumbo) και του αρχί-επιθεωρητή Daniel Hegarty (Peter Capaldi) θα διασταυρωθούν, όταν ένα θύμα ενδοοικογενειακής βίας κάνει ένα ανώνυμο τηλεφώνημα που υποδηλώνει ότι ο σύντροφός της μπορεί να είχε δολοφονήσει στο παρελθόν μια κοπέλα με το όνομα Adelaide Burrows. Η Lenker θα οδηγηθεί σταδιακά στη διαπίστωση πως ο Hegarty ήταν ο ανακριτής της υπόθεσης Burrows, η οποία και έκλεισε προ 12ετίας με τη φυλάκιση του τότε φίλου της Adelaide, Errol Mattis, σε 24ετή κάθειρξη ως υπεύθυνου για τον φόνο. Καθώς τα στοιχεία αρχίζουν να υποδεικνύουν ότι ο Mattis βρίσκεται άδικα στη φυλακή όλο αυτό το διάστημα, η Lenker θα έρθει σε μια σταδιακή σύγκρουση με τον Hegarty -και παράλληλα με τον ρατσισμό και τον σεξισμό που έχουν ριζώσει και θρέψει το σύστημα σε κάθε θεσμική και ατομική μορφή του.

Η σειρά του Paul Rutman, σκηνοθετημένη από τον πρωτοεμφανιζόμενο Shaun James Grant και τον Jim Loach (υιό του γνωστού Βρετανού σκηνοθέτη Ken Loach) από τα πρώτα λεπτά πιάνει τον θεατή από τα μαλλιά και τον εισάγει στα σκοτεινά σοκάκια ενός Λονδίνου που βρίθει φυλετικών διακρίσεων, άκρατου σεξισμού και διάφορων κοινωνικών εντάσεων. Η εισαγωγή γίνεται με έναν τρόπο αρκετά εσωστρεφή και υπόγειο -ταυτόχρονα όμως, αυτή η υπόκωφη οχλαγωγία μίσους και ανισοτήτων χτυπάει τις αισθήσεις και το μυαλό με έναν τρομερά αποτελεσματικό τρόπο, αγγίζοντας ένα επίπεδο σκληρού κοινωνικού ρεαλισμού που εισχωρεί κάτω από το δέρμα και κάνει αβίαστα και άκοπα τον θεατή κοινωνό των καταστάσεων, παρά απλό παρατηρητή. Δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κάποιος ότι το Criminal Record, συγγενεύει, τρόπο τινά, σε ένα μικρό βαθμό με το Wire του David Simon, αφού δρέπει τους καρπούς της ιστορικής σειράς για να «πιάσει» εκείνη την οσμή του πεζοδρομίου των μεγαλουπόλεων και της συστημικής διαφθοράς -καθώς παράλληλα ακολουθεί τον δικό του δρόμο ως ένα αστυνομικό θρίλερ με μια πιο αμιγώς «συμβατική» δομή και πιο συγκεκριμένο τηλεοπτικό πλαίσιο.

Η σχέση Lenker και Hegarty μοιάζει με καλό-κουρδισμένη ωρολογιακή βόμβα έτοιμη να εκραγεί. Ένα αμφίσημο διαλεκτικό σκακιστικό παιχνίδι για γερά νεύρα, στο οποίο τα πιόνια στήνονται με εξαιρετική προσοχή και κάθε κίνηση κρύβει από πίσω της μια ολοκληρωμένη συλλογιστική μέθοδο -από τις οποίες όμως κινήσεις δεν λείπει ενίοτε και ο αυθορμητισμός ή κάποιες σπασμωδικές αντιδράσεις, ειδικά δε όταν η πίεση θολώνει την ορθή κρίση. Και επειδή το Criminal Record χτίζεται διαρκώς πάνω σε ιδιαιτέρως εύθραυστες ισορροπίες και κάτω από τον μανδύα της Βρετανικής εσωστρέφειας, όταν εκείνες διαταραχθούν, η κάθε αντίδραση μοιάζει απόλυτα δικαιολογημένη και χτυπάει κατευθείαν όλες τις αισθήσεις του θεατή.

Ο Peter Capaldi εκμεταλλεύεται για άλλη μια φορά αυτό το εξαιρετικό φυσικό ταλέντο που διαθέτει και παίζει διαρκώς με τα μάτια και το βλέμμα, δομώντας έναν χαρακτήρα που ακροβατεί διαρκώς μεταξύ του άσπρου και του μαύρου, έναν ψυχρό και τρομακτικό θηρευτή που περιτριγυρίζει το θήραμά του ανιχνεύοντας πάνω σε εκείνο την παραμικρή στιγμή αδυναμίας, ώστε να το θανατώσει ακαριαία. Δεν αφήνει ποτέ περιθώρια για να ανακαλύψει κανείς πλήρως τα κίνητρα πίσω από τις πράξεις του και δίνει διαρκώς την εντύπωση ότι κάθε κίνησή του είναι πλήρως υπολογισμένη -ένα μυαλό που δεν σταματάει ποτέ να επεξεργάζεται το περιβάλλον γύρω του για τυχόν ατέλειες και αδύναμα στοιχεία. Η Cush Jumbo στον αντίποδα, υποδύεται τον χαρακτήρα της με μια σπάνια εσωτερικότητα και αυτοσυγκράτηση. Έχει να διαχειριστεί, από τη μια το αντίκτυπο της εξουθενωτικής αντιπαράθεσης με τον Hegarty των χιλίων προσώπων και από την άλλη, μια ολοένα και πιο έντονη ψυχολογική καταπίεση -στα όρια του νευρικού κλονισμού- που πηγάζει από την συγκεκαλυμένη διαφθορά γύρω της. Αν σε αυτή τη διαφθορά προστεθεί το ζήτημα του ρατσισμού και του φύλου που ταλανίζουν τόσο την επαγγελματική, όσο και την προσωπική της ζωή, το επίπεδο δυσκολίας του ερμηνευτικού κρεσέντου της Cush Jumbo έρχεται να «κοντραριστεί» στα ίσια με εκείνο του Capaldi -με αποτέλεσμα, κάθε τους συνάντηση να κρατάει τον θεατή στην άκρη της καρέκλας του και με τα νύχια του μπηγμένα σε αυτήν.

Στους δεύτερους ρόλους συναντάει κανείς αρκετούς διαπιστευμένους καρατερίστες της σύγχρονης Βρετανικής τηλεόρασης, οι οποίοι δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό, ακόμα και αν ο ρόλος τους είναι διεκπεραιωτικής σημασίας ή εμφανώς μειωμένου screen time. Ειδική μνεία αξίζει να γίνει στο ατμοσφαιρικό ambient αστικό soundtrack των μεγαλουπόλεων που συνέθεσαν οι Michael Asante και Neil Davidge για να ντύσουν ηχητικά τη σειρά -με τον δεύτερο να αποτελεί σταθερό συνεργάτη των Massive Attack στην παραγωγή του συνόλου της δισκογραφίας τους και συν-συνθέτη αρκετών γνωστών τους κομματιών. 

Το Criminal Record ανιχνεύει απαντήσεις σε δύσκολα θέματα, με αρκετά μη προφανή τρόπο και μια λεπτότητα που κάνει, εν τέλει, τα όποια συμπεράσματά να έχουν πραγματικό αντίκτυπο στον θεατή. Κάτω από τον μανδύα ενός «συμβατικού» αστυνομικού θρίλερ, η πένα του Paul Rutman ξέρει ποιες λέξεις να τονίσει, ώστε η «σταυροφορία» της πρωταγωνίστριάς του να μοιάζει τόσο αληθινή, όσο και επικίνδυνα επίκαιρη. Στο τέλος της ημέρας, τα σκυμμένα βλέμματα και οι αθόρυβες ματιές στο ουράνιο σκοτάδι πέρα από τις πολυκατοικίες του Λονδίνου θα έχουν να πουν πολλά περισσότερα από κάποιο εύπεπτο ηθικοπλαστικό λογύδριο ή μια καλό-γυαλισμένη «κούφια» κατακλείδα. Και αυτό είναι που κάνει το Criminal Record μια από τις πιο σημαντικές και καλό-κουρδισμένες σειρές της τρέχουσας σεζόν: η ικανότητά του να ανιχνεύει τη σημασία πέρα από τα λόγια και τις πράξεις, απευθείας στα μάτια των πρωταγωνιστών του.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured