Η λεγόμενη ‘’χρυσή εποχή’’ της αμερικανικής τηλεόρασης στα τέλη της δεκαετίας του ’40 -και για ολόκληρη την δεκαετία του ’50-, έδωσε στο τηλεοπτικό μέσο τη δυνατότητα να κάνει ένα σημαντικό βήμα προς το μέλλον, παίρνοντας τη θέση του ραδιοφώνου στις καρδιές των κατοίκων των ΗΠΑ. Σταδιακά σχεδόν κάθε σπίτι εξοπλίστηκε με το νέο αυτό μέσο οικιακής διασκέδασης, καθώς το ποσοστό των οικογενειών που είχαν στην κατοχή τους τηλεόραση εκτοξεύτηκε στο 90%, από το πενιχρό 20% των ‘40ς. Η τεχνολογική πρόοδος έφερε ακριβότερες παραγωγές, ενώ η θεματολογία άρχισε να ανοίγεται σε πιο ‘’ποιοτικό’’ και ποικίλο περιεχόμενο. Ως άτυπος φόρος τιμής λοιπόν, στα τηλεοπτικά εκείνα χρόνια που έθεσαν τη βάση για το μέλλον της τηλεόρασης, η νέα ‘’χρυσή εποχή’’ της αμερικάνικης τηλεόρασης, ξεκίνησε στα τέλη των 90ς και στις αρχές των 00ς. Σειρές όπως, μεταξύ πολλών άλλων, το Sopranos, που έσπασε οριστικά το αμιγώς τηλεοπτικό καλούπι του, κάνοντας δυσδιάκριτα τα όρια κινηματογράφου και τηλεόρασης (σε αισθητικό αλλά και αφηγηματικό επίπεδο), ή το The Wire, το οποίο ‘’βρώμισε’’ με πρωτοφανή κοινωνικό ρεαλισμό την μικρή οθόνη, ανέβασαν σταδιακά την δημοτικότητα αλλά και την ποιότητα της μικρής οθόνης, σε πρωτοφανή ύψη.
Σήμερα, λοιπόν, στα χρόνια του streaming και της νέας εποχής που έφερε τόσο στα κινηματογραφικά όσο και στα τηλεοπτικά δρώμενα, το Tokyo Vice έρχεται από το HBO Max ως μια αρκετά ‘’παλιομοδίτικη’’ σειρά στη δομή της, η οποία φέρνει στον νου κάτι από παλαιότερες μεγάλες παραγωγές του καναλιού εκείνης της περιόδου, και μια ενδιαφέρουσα σύνδεση με ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο της καλωδιακής τηλεόρασης της δεκαετίας του ‘80. Βασισμένο στα απομνημονεύματα του Jake Adelstein, του πρώτου Δυτικού ρεπόρτερ της εφημερίδας "Yomiuri Shimbun" του Tokyo, η σειρά ακολουθεί τον ίδιο το 1999, έχοντας μόλις προσληφθεί στην εν λόγω εφημερίδα, όπου, αρχικά σε χαμηλό πόστο, αναλαμβάνει ρεπορτάζ για ανεξιχνίαστους φόνους και τοπικές υποθέσεις διαφθοράς. Σταδιακά όμως καταλήγει ένας εκ των δημοφιλέστερων δημοσιογράφων για την Yakuza και τον ευρύτερο Ιαπωνικό υπόκοσμο, εισχωρώντας όλο και πιο βαθιά στις επικίνδυνες ρίζες του.
Μεγάλο selling point της σειράς -και αν μη τι άλλο σπουδαίο γεγονός από μόνο του-, η επιστροφή στο προσκήνιο για τον Michael Mann (Manhunter, Heat, Collateral, Miami Vice) στη θέση όχι μόνο του executive producer, αλλά και σκηνοθέτη του πρώτου πιλοτικού επεισοδίου, εκείνου δηλαδή που αναμένεται να δώσει τον ρυθμό και το γενικότερο ύφος που θα ακολουθηθεί. Και με ένα τέτοιο πρώτο επεισόδιο, η αλήθεια είναι ότι το Tokyo Vice είναι αδύνατον να μην σαγηνεύσει τον θεατή του.
Στο λυκόφως της νέας χιλιετίας ο Mann βουτάει με την ψηφιακή του κάμερα βαθιά μέσα στην νυχτερινή ζωή του Tokyo, όπου η μουσική και ο ρυθμός γίνονται ένα με την εικόνα, ανακατεύεται με τους χιλιάδες περαστικούς που συνωστίζονται στις πελώριες πεζό-διαβάσεις και τα μέσα μαζικής μεταφοράς, ενώ με τον μοναδικό του τρόπο βάζει διαρκώς σε μια ατέρμονη πάλη τους πρωταγωνιστές με το φόντο που τους περιβάλλει, κάνοντάς τους ουσιαστικά ένα και το αυτό. Αμετανόητος στυλίστας, του οποίου η αισθητική και ο τρόπος που κινηματογραφεί το περιβάλλον παίζουν τεράστια σημασία στη διαμόρφωση του χαρακτήρα των πρωταγωνιστών, παρουσιάζει ένα Tokyo σαν έναν ζωντανό αυτόνομο οργανισμό, ένα ζωντανό ντεκόρ χωρίς ομιλία, που παίζει με τους χαρακτήρες, τους καταπιέζει, ερωτοτροπεί μαζί τους, τους παγιδεύει, τους ελευθερώνει. Η συναισθηματική φόρτιση της αστικής ποίησης του Mann καταλήγει σε ένα συναίσθημα μοναξιάς, που μοιάζει αρχικά να έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον οπτικό πλούτο των εικόνων του, όμως σε δεύτερη ανάγνωση αποτελεί ένα εκ των πλέον χαρακτηριστικότερων γνωρισμάτων των σύγχρονων μεγαλουπόλεων -αλλά και του γενικότερου σινεμά του σπουδαίου Αμερικανού σκηνοθέτη.
Και όλα αυτά, χωρίς να χρειάζεται να σηκώνει το κεφάλι ψηλά και να κοιτάξει την πόλη αφ’ υψηλού, όπως κάνουν, κατά κύριο λόγο και σχεδόν καταχρηστικά, πολλοί σκηνοθέτες, οι οποίοι επιθυμούν να κινηματογραφήσουν το αστικό τοπίο της ιαπωνικής μεγαλούπολης με μεγάλα πανοραμικά πλάνα -όπως έκανε, για παράδειγμα, ο Ridley Scott στο Blade Runner. Αντίθετα, για τον Michael Mann, η ουσία χάνεται όταν απομακρυνθεί από τα σοκάκια, τους δρόμους και τα clubs, όταν φύγει μακριά από εκείνα τα σημεία που η πραγματικότητα δίνει την θέση της σε μια καρτ-ποσταλική κινηματογράφηση των ουρανοξυστών, των μεγάλων αυτοκινητόδρομων και των λοιπόν φουτουριστικών στοιχείων του Tokyo. Χαρακτηριστική λεπτομέρεια των ‘’όρων’’ που θέτει ο Mann, συν τοις άλλοις, είναι και η χρήση της γλώσσας στη σειρά. Όλοι σχεδόν οι διάλογοι είναι στα ιαπωνικά, ενώ οι φορές που ο κεντρικός ήρωας χρησιμοποιεί τη μητρική του γλώσσα είναι μετρημένες και απολύτως φυσικά ενταγμένες στη ροή του σεναρίου.
Ο Adelstein του Ansel Elgort μοιάζει σαν ένα ψάρι έξω από τα νερά του που προσπαθεί να μάθει τα πάντα γύρω από αυτόν τον νέο κόσμο στον οποίο βρίσκεται, απέχοντας όμως παρασάγγας από έναν τυπικό τηλεοπτικό ήρωα που ανά πάσα στιγμή θα τα καταφέρει επειδή είναι έξυπνος ή ικανός. Ακόμα και όταν φαίνεται να οικειοποιείται την iαπωνική κουλτούρα και νοοτροπία, σε καμία περίπτωση δεν δίνει την εντύπωση ότι είναι άνετος με το περιβάλλον γύρω του, παραμένοντας ένας ‘’gaijin’’, ένας ξένος. Ο Elgort (West Side Story), αν και ξενίζει αρχικά με το goofy παρουσιαστικό και το baby face του, ωριμάζει ερμηνευτικά όσο προχωράει η πλοκή και μετατρέπεται σε έναν κλασσικό Mann-ικό χαρακτήρα. Η ιστορία κρύβει καλά έναν coming of age χαρακτήρα στο βάθος της, ο οποίος ευνοεί έναν ηθοποιό με τα χαρακτηριστικά του Elgort, όπως ευνοεί και τον νεαρό Ιάπωνα δευτεραγωνιστή Show Kasamatsu. Ο Kasamatsu ως Sato, το νεότερο μέλος μιας τοπικής συμμορίας της Yakuza, ακολουθεί μια παρόμοια πορεία με τον Adelstein καθώς παλεύει να εξελιχθεί σε έναν πολύ σκληρό και περίεργο κόσμο για τον οποίο μοιάζει να μην είναι φτιαγμένος. Το τρίπτυχο των κεντρικών πρωταγωνιστών συμπληρώνει με μια εξίσου αξιόλογη ερμηνεία η Rachel Keller (η τηλεοπτική Sydney "Syd" Barrett του Legion), ως Samantha, μια νεαρή Αμερικάνα η οποία εργάζεται ως hostess σε ένα από τα μεγαλύτερα club της πόλης, της οποίας οι επαγγελματικές φιλοδοξίες έρχονται σε κόντρα με την ήδη παγιωμένη θέση της στην νυχτερινή ζωή του Tokyo. Το δυνατό, βέβαια, όνομα του cast, είναι ο στιβαρός όπως πάντα Ken Watanabe, ως ένας αδιάφθορος και φαινομενικά απόμακρος αστυνομικός επιθεωρητής, με τον οποίο ο Adelstein αναπτύσσει μια στενή επαγγελματική σχέση -πριν αυτή εξελιχθεί σε μια βαθύτερη φιλία μεταξύ των δύο ανδρών. Η Rinko Kikuchi (Babel, Pacific Rim) κερδίζει, ωστόσο, αθόρυβα τις εντυπώσεις, με τον πιο χαμηλών τόνων ρόλο της chief editor του Adelstein. Παίζοντας κυρίως με το βλέμμα, η ψυχρότητα που βγάζει σε πρώτη φάση, αντικαθίσταται σταδιακά με ένα εσωτερικό συναίσθημα μοναξιάς, μελαγχολίας αλλά και δυναμισμού, αποκαλύπτοντας μια αρκετά πιο σύνθετη και ενδιαφέρουσα προσωπικότητα -η οποία οφείλει να εξερευνηθεί περαιτέρω σε επόμενες σεζόν.
Μετά το πρώτο επεισόδιο, η σειρά αποκτά ένα αμιγώς πιο τηλεοπτικό στήσιμο -καθώς έχει και ένα δαιδαλώδες σενάριο να αναπτύξει καθώς και αρκετούς χαρακτήρες και υπό-πλοκές να ξεδιπλώσει- το οποίο δεν στέκεται ακριβώς στο ίδιο ύψος με αυτό με το οποίο ξεκίνησε ο Michael Mann. Αρκετές θεματικές του πρώτου επεισοδίου όπως αυτή της ξενοφοβίας, της εταιρικής κουλτούρας των σύγχρονων καπιταλιστικών δομών, ή της γυναικείας χειραφέτησης στο γιαπωνέζικο εργασιακό ανδροκρατούμενο περιβάλλον, παραμερίζονται ελαφρώς -ευτυχώς όχι απόλυτα- χάριν του γκανγκστερικού δράματος ή των προσωπικών αναζητήσεων των πρωταγωνιστών. Η σκηνοθεσία επίσης γίνεται κάπως πιο συμβατικά τηλεοπτική, αδυνατώντας μοιραία να ανταπεξέλθει στα υψηλά standards που όρισε η βιρτουόζικη ματιά του Mann.
Όμως η αισθητική σφραγίδα και το ύφος που έθεσε αυτός ο πιλότος, παραμένουν οδηγοί μέχρι το φινάλε, όπως και ο βραδύκαυστος ρυθμός, ο οποίος απέχει αρκετά από τις -αντιστοίχου θεματολογίας- σημερινές τηλεοπτικές σειρές. Σίγουρα οι παλαιότεροι θα βρουν πολλές ομοιότητες μεταξύ του Tokyo Vice και του τηλεοπτικού Miami Vice των 80ς, στο οποίο διόλου τυχαία ο Michael Mann ήταν επίσης παραγωγός. Υπό μια έννοια, το ‘’Tokyo Vice’’ μοιάζει λίγο σαν μια φυσική εξέλιξη του ‘’Miami Vice’’ στον 21ο αιώνα. Η αισθητική επανάσταση που έφερε στην τηλεόραση το δεύτερο βρίσκει -αν μη τι άλλο- μια όμορφη αντιστοιχία στην καινούρια αυτή σειρά που δημιούργησε ο J. T. Rogers, ο οποίος με τη σειρά του πολύ σωστά έκρινε ότι ο Mann θα ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για την καρέκλα του executive producer.
Εν τέλει, το Tokyo Vice, σε αυτή την 1η σεζόν των 8 επεισοδίων, καταφέρνει να κρατήσει ικανοποιητικά τις ισορροπίες του πολύ-θεματικού της σεναρίου, καθώς δεν ενδιαφέρεται να γίνει ούτε το επόμενο Newsroom, αλλά ούτε και μια τηλεοπτική διασκευή των ταινιών του Takeshi Kitano. Είναι ένα μεστό, γεμάτο σε περιεχόμενο και άκρως ψυχαγωγικό neon noir, με μια εξωτική γοητεία και απαράμιλλη αισθητική, που φέρει επάξια την σφραγίδα ποιότητας του ΗΒΟ.