Στο πάνθεον των πρώτων κυριών της Αμερικάνικης ιστορίας, η Τζάκι Κένεντι απε΄σπασε τη μεγαλύτερη φήμη αλλά η ίδια δεν ήταν Έλενορ Ρούβλετ, πόσο μάλλον Μισέλ Ομπάμα. Δεν είχε πολιτικές ανησυχίες, δεν την απασχόλησαν οι μη προνομιούχοι, δεν ταξίδεψε σε ασθενέστερες χώρες και σίγουρα δεν ήταν σε θέση να συμβουλεύσει τον άντρα την σε θέματα πολέμου. Η παρουσία της περιορίζονταν στον παραδοσιακό ρόλο της αριστοκράτισσας μητέρας, της διακοσμήτριας του Λευκού Οίκου και του κομψού icon με μεγάλη γκαρνταρόμπα.
Ο σκηνοθέτης Pablo Larraín, στην βιογραφική του προσέγγιση της Τζάκι επιχειρεί μια σκοτεινή ενδοσκόπηση σε όσα συνέβαιναν στο σοκαρισμένο μυαλό της, τις ημέρες αμέσως μετά την δολοφονία του Τζον Κένεντι. Μέσα από ελλειπτικό μοντάζ και σκόρπιες στιγμές, παρακολουθούμε μια ταραγμένη γυναίκα που από το ροζ συννεφάκι στο οποίο ζούσε, για να λαμπρύνει τα πιο υγρά όνειρα των μόδιστρων και να εμπνεύσει τις νυκοκοιρές που ξυπνούσαν αμήχανες από τα όνειρα των baby boomers, βρέθηκε να μαζεύει τα μυαλά του άντρα της από τη λαμαρίνα ενός κάμπριο αυτοκινήτου.
Η εξομολογητική συνέντευξή της με έναν δημοσιογράφο (Billy Crudup) δίνει αφορμή για πισωγυρίσματα στο χρόνο, με τα jump-cut στο μοντάζ να δημιουργούν ένα νοητικό σλάλομ ανάμεσα στις πρώτες μέρες στον Λευκό Οίκο το 1962 και τις ταραχώδεις ημέρες μετα την μυστηριώδη δολοφονία. Εκεί βλέπουμε την Τζάκι να είναι στωική σύζυγος, αφοσιωμένη κυρία, λάτρης της (ακριβής) τέχνης, έρμαιο της αυλής της, μαύρη χήρα και ξανά από την αρχή, σε έναν ασπόνδυλο αφηγηματικό κύκλο. Στο μεταξύ στις σκηνές της μετωπικής συνέντευξης, φαίνεται ότι πρόκειται για άκρως υπολογιστική γυναίκα που ξέρει καλά να διαμορφώνει την δημόσια εικόνα της και να οχυρώνεται πίσω απ’ αυτήν.
Το μεταμοντέρνο biopic είναι προσαρμοσμένο πάνω στο σώμα τη Natalie Portman η οποία παίρνει τόσο σοβαρά το δυσυπόστατο ρόλο της. Η δουλειά της σε επίπεδο προφοράς και κινησιολογίας «φαίνεται», και αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα στην προσπάθειά της να ανασκευάσει τη μυθική εικόνα της Τζάκι, μέσα από εξομολογήσεις στον ιερέα, από στιγμές υπόκωφης απελπισίας και από επικοινωνιακό αδιέξοδο με την ισχυρή ελίτ της Αμερικής. Το πρόβλημα είναι οτι όλα αυτά τα προσπαθεί με σχετική αστοχία και φυσικά υποκύπτει σε παγίδες «μεγέθυνσης» και συμβατικότητας στη προσπάθειά του να ξεγελάσει το κοινό, με αποτέλεσμα το σύνολο να πάσχει από έλλειψη κέντρου βάρους.
Η Τζάκι αρνήθηκε να υπάρξει «γήινη» και γι' αυτό ήταν πάντα γοητευτική στα μάτια όλων. Εδώ ακριβώς αρχίζει μια μεγάλη συζήτηση για το τι σημαίνει καλή ερμηνεία πάνω σε ένα γυναικείο αρχέτυπο που έχει αποτυπωθεί στη μνήμη. Η Portman παριστάνει (δεν ερμηνεύει) την Τζάκι, όμως δεν προκαλεί αυθεντική συναισθηματική ένταση στον θεατή. Πείθει μόνο χάρη σε μια επίπλαστη μίμηση και χωρίς να αποδίδει υποκριτικά το δύστροπο, αόρατο πεδίο της προσωπικής αγωνίας μιας γυναίκας, που παρά την χρυσοθηρία και την φωταγωγημένη ματαιοδοξία της, ήταν πάντα θελκτική και ερωτεύσιμη. Η Portman πνίγεται σε ερμηνευτικά τερτίπια νομίζοντας ότι η παραμικρή στραβοτιμονιά στα βλέφαρα ή τα χείλη θα εξαφάνιζε από πάνω της την εικόνα της Τζάκι. Η ταινία πορφανώς προορίζονταν να γίνει ένα ζοφερό ντοκουμέντο με αντηχήσεις από το κλίμα της εποχής αλλά φευ! Όμως ακόμα και μετά από ένα τόσο ημιτελές και προβληματικό πορτρέτο μιας γυναίκας που από τα ροζ Chanel έφτασε να είναι ψυχολογικά ράκος στο απόγειο της επιρροής και της δύναμής της, ο θεατής βγαίνοντας στην πραγματικότητα που τον περιμένει έξω από την αίθουσα και αφού αντικρύσει μια βίζιτα όπως την Μελάνια Τραμπ στην ίδια θέση, θα πέσει σε βαθιά περισυλλογή για την πολιτισμική παρακμή που έχει ποτίσει σχεδόν τα πάντα.
{youtube}PbclDMeyZF0{/youtube}