Κάτι μέρες που η Αθήνα βαριανασαίνει –με την εσάνς μιας κυριακίλας πάντα ανυπόφορης– στα στενά του κέντρου της πόλης λαμβάνουν χώρα δρώμενα που προσφέρουν την αίσθηση μιας νέας εμπειρίας. Ένα τέτοιο συμβάν διαδραματίστηκε και στο MOMus Μουσείο Άλεξ Μυλωνά: μια performance ονόματι «Το Μουρμούρισμα της Σπείρας», η οποία εκτυλίχθηκε για 40 λεπτά μετά τις 14.00 το μεσημέρι με τη σύμπραξη των Έκτορα Μαυρίδη, Κωστή Δρυγιανάκη και Σαβίνας Γιαννάτου.
Σύμπραξη που δεν γινόταν πάντως για πρώτη φορά, μιας και είχε προηγηθεί μια ανάλογη performance τον Μάρτη του 2018, στα πλαίσια του φεστιβάλ «Αμφίσημα Σώματα - Διαχρονικές Ερμηνείες» στη Θεσσαλονικη, με την ποιήτρια Anat Pick να έχει εκεί τη θέση που εδώ είχε η Σαβίνα Γιαννάτου. Ο 1ος όροφος του μουσείου Άλεξ Μυλωνά γέμισε από νωρίς, σε σημείο κάποιοι να αναγκαστούν να κάτσουν στο πάτωμα, ανάμεσα στα πόδια φίλων ήδη καθισμένων σε καρέκλες ή να φτάσουν στον 2ο όροφο, ώστε να βολευτούν στο ύψος της σκάλας.
Το σήμα εκκίνησης δόθηκε από τον Κωστή Δρυγιανάκη, ο οποίος είχε λάβει ήδη θέση στην άτυπη σκηνή, έχοντας το κομμάτι των ηλεκτρονικών (το καθαρά μουσικό κομμάτι, δηλαδή). Και δεν άργησε να σου προσφέρει το αίσθημα ότι κάτι το κατανυκτικό επρόκειτο να συμβεί. Παίρνοντας τη σκυτάλη, ο Έκτορας Μαυρίδης τοποθέτησε ένα πήλινο έργο (ένα-βήμα-πριν-το-καμίνι) στον άμορφο πηλό που βρισκόταν μπροστά μας. Κι έτσι άρχισε μια τελετουργία, πλαισιωμένη από ηχητικούς κραδασμούς, τόσο φυσικούς, όσο και ηλεκτρονικούς.
O Μαυρίδης άφηνε τα χέρια του πάνω στον πηλό, άλλοτε χαϊδεύοντάς τον κι άλλοτε βυθίζοντας τα δάχτυλά του σε αυτόν με στοργή, καθώς τον έκοβε κομμάτι-κομμάτι. Διατηρούσε δε ένα ύφος που έμοιαζε πότε με θεό-Δημιουργό, και πότε με πιστό ακόλουθο των ήχων που περιπλανούνταν στον χώρο εκείνη τη στιγμή· τους οποίους κι έμοιαζε να αφουγκράζεται με μάτια κλειστά (ή και μισόκλειστα) καθώς έρανε τον πηλό με νερό από έναν διπλανό κουβά, σαν να βάφτιζε το άμορφο ακόμα δημιούργημά του.
Με τη σειρά της, η Γιαννάτου ακολούθησε τη σπειροειδή κινησιολογία του Πλάστη με μπάσες κραυγές και ακατάληκτες λέξεις, σε γλώσσα τραχιά κι άγνωστη. Συμμετείχε μάλιστα και ακόμα πιο ενεργά στο έργο του, βουτώντας και η ίδια τα χέρια της στον πηλό. Και ήταν ακριβώς τέτοια η ροή του δρώμενου, ώστε, από ένα σημείο και έπειτα, δεν καταλάβαινες πια ποιος οδηγεί ποιον. Ο Δρυγιανάκης ειδικότερα προσάρμοσε τόσο τα ηλεκτρονικά του, ώστε έμενες να αναρωτιέσαι αν ήταν ο τροχός που βούιζε, αν το αφηρημένο ambient είχε γίνει πιο ζωηρό, αν ήταν όντως το νερό αυτό που άκουγες κάθε που ο κεραμιστής βουτούσε τα χέρια του στον κουβά ή αν ο ήχος δεν ήταν φυσικός.
Καθώς έπειτα ο πηλός άρχισε να παίρνει μορφή, ο Μαυρίδης –σχεδόν αγκαλιάζοντάς τον, με το κεφάλι να ακουμπά σε εκείνον– βρυχόταν και βογκούσε μέσα στο έργο του, προσθέτοντας έναν αντίλαλο στην όλη οπτικοακουστική εμπειρία. Κάτι που ίσως έφερνε σε κλάμα για τη γέννηση του «παιδιού» του, αν και περισσότερο εκφραζόταν έτσι ο μόχθος και η κούραση που χρειάστηκαν για να συμβεί. Η Γιαννάτου συνέχισε στο εξής σε πιο απαλούς τόνους, ακουμπώντας τα 2/4 του κουρμιού της στον τοίχο, με ένα τραγούδι που έμοιαζε σε νανούρισμα καθησυχαστικό προς τον Μαυρίδη. Το ηχητικό αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι και soundtrack σε εικόνες του Αντρέι Ταρκόφσκι.
Κι εκεί που είχες αρχίσει να πιστεύεις ότι με τη δημιουργία θα τελείωνε η παράσταση, εκεί ήταν που ο Πλάστης κατέστρεψε την αναδυόμενη μορφή, δίδοντας έτσι στο άμορφο ισάξια σημασία. Επιβεβαιώνοντας ότι τρεις άνθρωποι με ξεχωριστή ιδιότητα βρέθηκαν άξιοι (ως σώμα ένα) κρατούμενοι σε αυτό το ατέρμονο παιχνίδι δημιουργίας-καταστροφής που εκτυλίχθηκε μπροστά μας.