Η πρώτη φθινοπωρινή βροχή έφερε και το πρώτο live και μάλιστα της Μόνικα. Στο άκουσμα της είδησης αναρωτιόμουν λίγο για τη συμβατότητα της εμφάνισης με ένα χώρο (στο Mall) όπου αλαλιασμένοι καταναλωτές θα συνωστίζονταν Σαββατιάτικα για να αγοράσουν από ένα μολύβι μέχρι ένα ηχοσύστημα... Τελικά επικράτησε η δυτικοευρωπαϊκή νοοτροπία και εμπειρία των διοργανωτών και όχι μια κάποια αντίστοιχη ελληνική, καθώς το όλο concept ήταν αρκετά προσεγμένο, με τον χώρο του live να είναι ξέχωρος και αυτόνομος, χωρίς δηλαδή να εμπλέκεται στον λειτουργικό χώρο του καταστήματος, αλλά και χωρίς να είναι και «αόρατος» για τους τυχόν ενδιαφερόμενους και μη υποψιασμένους παρευρισκομένους. Με σκηνικό Νέας Υόρκης στις ταπετσαρίες, κόκκινες παραταγμένες καρέκλες να είναι ήδη πιασμένες από τις μιάμιση και αρκετούς όρθιους να μαζεύονται σιγά-σιγά, η Μόνικα και το μουσικό της σχήμα έκαναν την εμφάνισή τους ένα περίπου εικοσάλεπτο μετά τις 14:00. Με μοναδική συντροφιά την κιθάρα της, οι πρώτες νότες του “Your Favorite” ακούστηκαν, ενώ η μπάντα με συνοδεία μπάσου, τσέλο και drums συνόδευσε υποδειγματικά στο “To Νot Avail”. Με απλό, φυσικό και απέριττο τρόπο, όπως αρμόζουν και σε αυτά τα κομμάτια που πολλά πιθανολογώ «γεννήθηκαν» έτσι, σκαλίζοντας μια κιθάρα, η unplugged αισθητική επέτρεψε στην ιδιαίτερη φωνή της Μόνικα να αναδειχθεί και λόγω της εγγύτητας του χώρου να ακούγεται πιο ζεστή από τις αντίστοιχες περιπτώσεις μιας τυπικής συναυλιακής σκηνής. Προσπερνώντας και απλά αναφέροντας το γεγονός πως δήλωσε ταλαιπωρημένη και κομματάκι βραχνιασμένη από ένα τυπικό κρύωμα – κάτ το οποίο δε φάνηκε καθόλου στη διάρκεια του σετ (προφανώς δεν είχε ακούσει τον Wayne Coyne τότε κατά τη διάρκεια της συναυλίας του Flaming Lips στο Gagarin για να καταλάβει τι θα πει βραχνιασμένη και ταλαιπωρημένη από κρύωμα φωνή!) – θα σταθώ στην πρώτη, όπως ανάφερε και η ίδια, live εκτέλεση του “Obsession”. Το αγαπημένο μου κομμάτι από το Avatar, λόγω ίσως και της ημιτέλειας που το διακρίνει, καθώς μοιάζει να έχει κοπεί στη μέση και να αναζητείται στο νου του ακροατή η συνέχειά του, προκάλεσε το χειροκρότημα του κοινού, το οποίο ολοένα και πλήθαινε, έχοντας πλέον προσελκύσει και ανθρώπους που σταματούσαν για λίγο τα ψώνια τους να ακούσουν και κατέληγαν να μένουν. To χαρακτηριστικό μουρμούρισμα που οδηγεί στο δυνατό, καθαρό και σχεδόν λυτρωτικό άκουσμα του «Obsession is great, Connection is made» ήταν από τις πιο χαρακτηριστικές στιγμές του σετ. Το ταξιδιάρικο “Are You Coming With Us” διαδέχτηκε η εύστοχη κιθαριστική μελωδία του “Babe” και με το super hit “Over The Hill” μάθαμε πως από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας του έκανε μια πρώτη απόσβεση των κόπων αυτών λιγοστεύοντας τη λίστα των μαθημάτων της Μόνικα προς το πτυχίο. Το “Bloody Sth” σηματοδότησε τη χρησιμοποίηση του πιάνου στο σκηνικό ενώ με το “Fraud” to σαραντάλεπτο σετ έκλεισε όπως ακριβώς άρχισε, με την πρωταγωνίστρια μόνη να ερμηνεύει τα πονήματά της (χωρίς εισαγωγικά) μεταφέροντας απόλυτα την ένταση, τη βαρύτητα και τον ηλεκτρισμό που κουβαλάνε στους «απέναντι». Ο καταναλωτισμός δεν άφησε να παιχτούν τα “Hallelujah/ Not Young In My Youth” ως encore, μιας και η ίδια η Μόνικα προέτρεψε τους παρευρισκομένους οι οποίοι είχαν κλείσει τον διάδρομο έξω από τον χώρο του live να συνεχίσουν τα ψώνια τους. Την επόμενη φορά... Τελικό συμπέρασμα: Καλύτερη από την προηγούμενη εμφάνιση στο Μπενάκη γιατί αυτό της ταιριάζει ακόμα περισσότερο.