Έρχεσαι στη χώρα μας για μία συναυλία με τον ακορντεονίστα Vincent Peirani. Κατά πρώτον, τι σε έκανε να φανταστείς ένα ντούο με αυτόν τον κάπως ασυνήθιστο οργανικό σχηματισμό; Δηλαδή, πέρα από το γεγονός ότι ο Peirani είναι πράγματι ένας σπουδαίος μουσικός, τι βρήκες ενδιαφέρον στον συνδυασμό πιάνου και ακορντεόν, στην ηχητική τοποθέτηση των δύο οργάνων ή ίσως στην ανθρωπολογική ιστορία που τα δύο μοιράζονται ή δεν μοιράζονται;

Καταρχάς, ο Vincent είναι ένας πραγματικά καινοτόμος ακορντεονίστας. Συναντηθήκαμε το 2012 στο Παρίσι και κολλήσαμε αμέσως· αργότερα, αυτό μας οδήγησε στο άλμπουμ Tandem του 2016. Το στοιχείο που μας συνδέει είναι η περιέργειά μας για τη μουσική, οποιουδήποτε είδους ή ύφους: από την κλασική ως την τζαζ, από την ποπ ως το avant-garde ή τη σύγχρονη κλασική. Όλες αυτές οι επιρροές ζυμώνονται μαζί στα όσα παίζουμε με τον Vincent. Είναι ένας πολύ άμεσος και διαλογικός τρόπος να κάνουμε μουσική, ο οποίος μπορεί να περικλείει τόσο το πραγματικά μινιμαλιστικό, όσο και το πολύ ζωηρό και ενεργητικό.

Όσο για τον συνδυασμό των δύο οργάνων, δεν ξεκινούμε ποτέ από μια σκέψη του στυλ «Έλα να φτιάξουμε ένα ντούο με πιάνο και ακορντεόν». Αν πάει στραβά, τα δύο αυτά όργανα απλώς θα μπλέκουν το ένα στον δρόμο του άλλου. Οπότε, η συνεργασία είχε να κάνει απολύτως με τον ίδιο τον Vincent. Μαζί, είμαστε δύο ανεξάρτητοι μουσικοί που φανταζόμαστε και υλοποιούμε ορισμένες ενδιαφέρουσες ιδέες, συνήθως σε πραγματικό χρόνο.

Οπότε, τι ήταν εκείνο στην προσέγγιση του Peirani που σε τράβηξε κοντά του;

Ο Vincent προσεγγίζει το ακορντεόν περίπου όπως θα προσέγγιζε μία ορχήστρα. Και έχει μια ιδιαίτερη ευαισθησία σχετικά με τον ήχο, την αρμονία, αλλά και τη χωρική διάσταση της μουσικής. Είναι, φυσικά, εντυπωσιακές και οι ικανότητές του στο ακορντεόν.

Πέρα απ’ αυτό, με τον Vincent μοιραζόμαστε αρκετά σε σχέση με το μουσικό μας υπόβαθρο. Κι οι δύο αντλούμε από πολλά είδη και έχουμε, έτσι, μία μεγάλη «βιβλιοθήκη ήχων» στο μουσικό μας λεξιλόγιο, την οποία μπορούμε να προσπελάσουμε σε οποιαδήποτε συνθήκη κι αν βρισκόμαστε. Αυτό μας οδηγεί σε μία υπέροχη αλληλοκατανόηση. Συχνά αρκεί απλώς μια μικρή νύξη ή μία μικρή φράση από έναν από τους δυο μας, κι αμέσως ο άλλος προσαρμόζεται και συνεχίζει, οδηγώντας ίσως τον αυτοσχεδιασμό σε μία εντελώς νέα κατεύθυνση. Είναι το είδος της επικοινωνίας που κρατά τη μουσική πάντοτε φρέσκια κι ενδιαφέρουσα τόσο για τους οργανοπαίχτες, όσο και για το ακροατήριο.

29eWlln_2.jpg

Οι πιο πρόσφατες δουλειές σου, ωστόσο, ήταν δύο άλμπουμ με το τρίο ή, ακριβέστερα, με δύο επαυξημένες εκδοχές του τρίο: οι δίσκοι Oslo και Wartburg, ο πρώτος με τη συμμετοχή του Norwegian Wind Ensemble, ο δεύτερος με εκείνη του Émile Parisien στο σαξόφωνο. Υπάρχει μια ενδιαφέρουσα ιστορία πίσω από αυτά, η οποία εξηγείται αναλυτικά στο σάιτ της ACT (βλ. εδώ)· θα μπορούσες να τη συνοψίσεις σε αδρές γραμμές; Επίσης, σκέφτηκες καθόλου να επεκτείνεις τέτοιου είδους συναντήσεις στο μέλλον;

Το αρχικό σχέδιο ήταν να γράψουμε ένα στούντιο άλμπουμ στα Oslo Rainbow Studios. Ηχογραφήσαμε εκεί για κάποιες μέρες, κατά βάση ως τρίο, αλλά και με λίγες προσθήκες του κλασικού μα ιδιαιτέρως ελευθεριάζοντος Norwegian Wind Ensemble. Το αποτέλεσμα ήταν μια πολύ συγκεντρωμένη και ατμοσφαιρική ηχογράφηση, η οποία εστιάζει στην αφηγηματική διάσταση της μουσικής.

2-3 μέρες αργότερα, ήμασταν προσκεκλημένοι με το τρίο στην επέτειο για τα 25 χρόνια της ACT. Η συναυλία θα δινόταν στον Πύργο του Βάρτμπουργκ στην πόλη Άιζεναχ της κεντρικής Γερμανίας, σ’ ένα μνημείο πολιτισμικής κληρονομιάς σύμφωνα με την UNESCO. Ήταν μια ειδική περίσταση, και για αυτό είχαμε καλέσει τον Émile Parisien να παίξει με το τρίο. Εγώ είχα παίξει μαζί του μερικές φορές, αλλά ποτέ με μια τέτοια σύνθεση. Ειλικρινά, εκείνη η μέρα ήταν πολύ χαοτική, είχαμε ελάχιστο χρόνο για να προετοιμαστούμε και να κάνουμε soundcheck, πόσο μάλλον για να κάνουμε κάποια πρόβα. Φτάσαμε εκεί και σχεδόν αμέσως βγήκαμε στη σκηνή. Ευτυχώς η συναυλία ηχογραφήθηκε και τώρα, με μια κάποια απόσταση, μπορώ να πω ότι αντιπροσωπεύει για εμάς την «άλλη» πλευρά της τζαζ –την ανοιχτή επικοινωνία, τη μαγεία της στιγμής.

Νομίζω όμως πως το επίκεντρο και τις δύο φορές ήταν το τρίο και θεωρούμε ότι αυτές οι δύο ηχογραφήσεις ήταν δύο πραγματικά ενδιαφέροντα τεκμήρια του πού βρισκόμαστε ως σχήμα στην παρούσα φάση.

Το τρίο υπάρχει πλέον για σχεδόν δύο δεκαετίες και, ενώ μέσα σ’ αυτό το διάστημα έχουν περάσει τρεις μπασίστες, πάντοτε είχες τον Eric Schaefer στα τύμπανα (και φυσικά εκείνος εσένα στο πιάνο). Αναρωτιέμαι πώς εξελίσσεται η σχέση μεταξύ δύο μουσικών, όταν συνεργάζονται τόσο στενά για τόσα χρόνια; Θα υπέθετε κανείς ότι πλέον δεν χρειάζεται καν να μιλάτε για να καταλαβαίνετε ο ένας τον άλλον…

Με τον Eric παίζουμε μαζί για πάνω από 15 χρόνια. Και δεν είναι μόνο ο πιο μόνιμος συνεργάτης μου, αλλά και ένας από τους στενότερους φίλους μου, εκείνος με τον οποίο συζητώ για τη ζωή και τη μουσική πραγματικά εις βάθος.

Όταν παίζει ντραμς, μπορώ να τον ακολουθήσω τυφλά μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου. Έχει έναν δικό του ήχο και μια μοναδική προσέγγιση, η οποία περισσότερο θυμίζει κλασικό περκασιονίστα και λιγότερο έναν «τυπικό ντράμερ». Μπορεί επίσης να πηγαίνει σε βάθος, ενώ ταυτόχρονα διατηρεί μια σχεδόν μαγική αφέλεια και μια παιχνιδιάρικη διάθεση στο παίξιμό του· μπορεί ακόμα να φαντάζεται πράγματα, ανεξάρτητα από τις συμβάσεις και τις τυπικότητες του γκρουβ ή του στυλ. Επίσης, ίσως το σημαντικότερο είναι ότι πρόκειται για ευρηματικό και ευφάνταστο συνθέτη. Και παίζει έτσι, ως συνθέτης. Απλώς συνθέτει σε πραγματικό χρόνο.

29eWlln_3.jpg

Το τρίο ενός πιάνου, ενός μπάσου κι ενός σετ ντραμς είναι πιθανώς το πιο συνηθισμένο στην ιστορία της τζαζ. Παίζοντας ή γράφοντας για αυτό, αισθάνεσαι ίσως (έστω και υποσυνείδητα) ότι «οφείλεις» να απαντήσεις σε ερωτήσεις που έχουν τεθεί από τους σπουδαίους προκατόχους σου; Ότι ίσως αυτό το μουσικό πεδίο είναι υπερβολικά πυκνοκατοικημένο, σε σχέση π.χ. με το ντούο που διατηρείς με τον Peirani; Κι αν ναι, πώς διαχειρίζεσαι τα διλήμματα που φαίνεται να προκύπτουν;

Και σε αυτήν την περίπτωση ισχύει ό,τι και προηγουμένως. Δεν έχει να κάνει με το να σχηματίσεις ένα «πιάνο τρίο», αλλά με τους ανθρώπους οι οποίοι θα το στελεχώσουν, με τις ιδέες και τις ικανότητες που θα φέρει ο καθένας τους στη συζήτηση. Για παράδειγμα, ο Eric συχνά ακούγεται σαν να παίζουν δύο κλασικοί περκασιονίστες, ενώ ο Christian [Weber / κοντραμπάσο] ορισμένες φορές ακούγεται σαν τσελίστας.

Κάτι αντίστοιχο ισχύει και με το ροκ εν ρολ. Εκεί έχουμε μια φωνή, μια κιθάρα, ένα μπάσο κι ένα σετ ντραμς που είναι η βάση ή τα εργαλεία με τα οποία θα εκφραστεί κάποιος. Υπάρχουν εκατομμύρια πιθανότητες για το τι μουσική μπορεί να προκύψει από αυτά. Άρα, εάν υπάρχει ένα τέτοιο δίλημμα (να παίζεις σε ένα πιάνο τρίο ή σε κάτι άλλο), είναι ένα κατασκευασμένο δίλημμα. Σε τελική ανάλυση, σημασία έχει η μουσική…

Στο ρεπερτόριό σας υπάρχουν και αρκετές διασκευές από ποπ/ροκ δημιουργούς. Υπάρχει ωστόσο ένας μύθος (ή ίσως να μην είναι και μύθος, δεν είμαι σίγουρος), ότι άπαξ και μπεις στο νόημα της τζαζ, άπαξ και αρχίσεις να αντιλαμβάνεσαι τις τόσες περιπλοκές της, δύσκολα μπορείς να επιστρέψεις στην ποπ μουσική. Έχεις κάποιο σχόλιο επ’ αυτού;

Όπως προείπα, είμαι περίεργος για όλα τα είδη μουσικής. Για παράδειγμα, είμαι μεγάλος fan της Björk από την αρχή της πορείας της και το ίδιο ισχύει και για τον Vincent. Όταν λοιπόν επιλέγαμε τα τραγούδια που θα εντάξουμε στο ρεπερτόριό μας ως ντούο, ανακαλύψαμε ότι στην αρχική εκτέλεση του κομματιού της Björk “Hunter” υπάρχει και ένα ακορντεόν. Σκεφτήκαμε ότι αυτή θα ήταν μια ενδιαφέρουσα σύνδεση και έτσι προσθέσαμε μια δική μας εκδοχή.

29eWlln_4.jpg

Υπάρχουν φυσικά κι άλλες εμπνευσμένες διασκευές στις οποίες έχεις εμπλακεί (κυρίως μέσω του τρίο). Το “Be Free, A Way” των Flaming Lips είναι μία που έρχεται στο μυαλό μου… Πρόσφατα,  διαβάζοντας κάτι σχετικό, έπεσα πάνω στο ρήμα «κατοικώ» (inhabit), το οποίο χαρακτήριζε τη διαδικασία οικειοποίησης μιας σύνθεσης ή ενός τραγουδιού· κάποιος δηλαδή δεν «παίζει» απλώς ένα κομμάτι, αλλά «κατοικεί» μέσα στη δομή του, αλλάζοντας κατά το δοκούν τη διακόσμησή της. Θα προτιμούσες ίσως κάποιο διαφορετικό ρήμα;

Το ρήμα «inhabit» δίνει πράγματι μια ωραία εικόνα. Γενικώς, τα κομμάτια που διασκευάζουμε είναι απλώς υλικό το οποίο μπορούμε να πλάσουμε όπως θεωρούμε σωστό. Και ανάλογα με τη διάθεση της μέρας και/ή τη φύση μιας συναυλίας, οι εκδοχές στις οποίες καταλήγουμε μπορεί να απομακρυνθούν πολύ από τα πρωτότυπα. Τα τελευταία είναι απλώς ένα σημείο εκκίνησης για να αφηγηθούμε μια δική μας ιστορία.

Ποιο είναι λοιπόν το πλάνο για την αυριανή συναυλία με τον Vincent Peirani στην Πάτρα; Θα εστιάσετε στο Tandem;

Σίγουρα θα παίξουμε αρκετό από το υλικό του Tandem. Όταν βγαίνουμε στη σκηνή, συνήθως έχουμε ένα δεδομένο ρεπερτόριο από το οποίο μπορούμε να επιλέξουμε. Αλλά η τελική επιλογή, όπως επίσης και ο τρόπος με τον οποίον τα κομμάτια θα αναπτυχθούν, συχνά αλλάζει και αποφασίζεται σε όλη τη διάρκεια μιας συναυλίας. Είναι επίσης πιθανό ένα συγκεκριμένο κομμάτι να διαφέρει δραστικά από συναυλία σε συναυλία. Αυτή νομίζω πως είναι και η ουσία της τζαζ, αυτό που την κάνει τόσο μοναδική και όμορφη: δεν υπάρχει επανάληψη. 

Και τα πλάνα σου για το άμεσο μέλλον;

Έχω μια πολύ γεμάτη χρονιά μπροστά μου, κυρίως με το τρίο, αλλά και με κάποια ακόμα πρότζεκτ με τα οποία δραστηριοποιούμαι. Πάντως, εφόσον έχουμε ήδη κυκλοφορήσει δύο άλμπουμ στις αρχές του χρόνου, πιθανότατα δεν θα υπάρξει μέσα στο 2019 κάποια νέα κυκλοφορία στην οποία θα έχω εγώ την καθοδήγηση. Σίγουρα, κάτι θα υπάρξει το 2020. Το τι θα είναι αυτό, είναι ακόμα πολύ θολό. Έχω μάθει να μην προγραμματίζω για τόσο μακριά στο μέλλον. Αν το έκανα, το μυαλό μου θα κλείδωνε σε αυτό, θα παράβλεπα και ίσως θα έχανα τις όποιες ευκαιρίες παρουσιάζονταν στο μεταξύ στον δρόμο μου.

{youtube}e4KVcf5MKSk{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured