φωτογραφίες: Chema Gonzalez
Είστε ενεργοί σαν συγκρότημα για περισσότερο από 20 χρόνια. Πώς έχετε δει το υλικό σας να ωριμάζει και πώς είναι η αναμέτρηση με τα παλιά σας κομμάτια;
Προσπαθούμε να κάνουμε κάτι καινούριο με κάθε μας δίσκο. Αρχικά, απλώς διασκεδάζαμε με την ανταλλαγή ιδεών, παίζοντας πολύ απλές δομές στην κιθάρα και στον ρυθμό. Μέσα στα χρόνια, όμως, η σύσταση του συγκροτήματος έγινε όλο και πιο πυκνή: με ανθρώπους σαν τον Jacon (Valenzuela) και τον Martin (Wenk), αλλά και τον Sergio (Mendoza) και τον Jairo (Zavala), αναπτύξαμε ένα είδος τηλεπαθητικής επικοινωνίας. Παράλληλα είμαστε και τυχεροι, γιατί μας αρέσει η διαδικασία των ζωντανών εμφανίσεων και το κάνουμε όπως είπες για τα τελευταία 20 χρόνια. Λόγω του ίντερνετ και των υπηρεσιών streaming, το κοινό δεν αγοράζει πλέον δίσκους τόσο πολύ. Οπότε πρέπει να κάνουμε συναυλίες συχνά, ώστε να βιοποριζόμαστε. Κανείς μας δεν παραπονιέται. Είναι ευχής έργον.
Το ίντερνετ και η ψηφιακή εποχή έχουν φέρει ξανά μια DIY λογική στον τρόπο με τον οποίον δημιουργείται η μουσική. Πώς βλέπετε αυτήν την αλλαγή;
Είναι στην κόψη: μπορεί να γίνει είτε καλά, είτε κακά. Είναι δύσκολο για τα νέα συγκροτήματα, γιατί δεν μπορούν πλέον να βγάλουν λεφτά, οπότε πρέπει να στραφούν σε δωρεές τύπου crowdfunding ώστε να καταφέρουν να υπάρξουν. Ένα κακό της ψηφιοποίησης είναι η συνήθεια του κοινού να ζει πίσω από τις οθόνες των κινητών, αντί να απολαμβάνει τη στιγμή. Η ανάγκη καταγραφής κάθε στιγμής μπορεί να γίνει τελείως καταστροφική για την εμπειρία. Το ωραιότερο πράγμα στη μουσική είναι ότι βρίσκεται σε διαρκή ροή και αλλάζει κάθε λεπτό.
Πώς ήταν αλήθεια η διαδικασία δημιουργίας του τελευταίου σας δίσκου, The Thread That Keeps Us;
Για εμένα ήταν αρκετά διαφορετικά αυτήν τη φορά, γιατί ο Joey (Burns) είχε ήδη γράψει πολλά από τα τραγούδια· ή τουλάχιστον είχε στιβαρές ιδέες, τις οποίες και είχε ηχογραφήσει, για την κατεύθυνση την οποία ήθελε να δώσει. Οπότε άκουγα τις ηχογραφήσεις του και είχα ήδη στο μυαλό μου πού περίπου θα πήγαινε ο δίσκος. Τις περισσότερες φορές, εγώ κι ο Joey θα μπαίναμε στο στούντιο και πολλά από τα κομμάτια θα γράφονταν εκεί. Έτσι δοκιμάσαμε διαφορετικές εκδοχές των τραγουδιών και διαφορετικά στούντιο, ηχογραφώντας κάποια κομμάτια στην Καλιφόρνια, κάποια στο σπίτι μου στο El Paso του Τέξας και μερικά στο Tucson της Αριζόνα.
Ακούγοντας τον τίτλο του δίσκου, δεν μπορώ παρά να σκεφτώ ότι κρύβει μια αναφορά στη μετα-Trump Αμερική. Πώς σας έχει επηρεάσει σαν μουσικούς και σαν ανθρώπους η πραγματικότητα της χώρας σας;
Αισθανθήκαμε την αναγκαιότητα να αντιδράσουμε. Αιφνιδιαστήκαμε όταν κάποιος σαν κι αυτόν κατάφερε να εκλεχθεί. Υποθέτω πως στη Δημοκρατία παίρνεις ό,τι αξίζεις, ωστόσο εκατομμύρια κόσμου έμεινε σύξυλο όταν είδε πόσο μεγάλη μερίδα Αμερικάνων υποστηρίζει έναν τέτοιον άνθρωπο. Οπότε νιώσαμε την επείγουσα ανάγκη να βγούμε στον δρόμο και να κάνουμε συναυλίες χρησιμοποιώντας τη μουσική μας σαν ένα θετικό νήμα που συνδέει τον κόσμο και μας δένει μαζί –γιατί, τη δεδομένη στιγμή, η πολιτική πραγματικότητα μας διαιρεί. Και η ομορφιά της τέχνης γενικότερα, είναι ότι μας φέρνει όλους κοντά.
Aν δεν απατώμαι, το τραγούδι “Flores Υ Tamales” είναι cumbia, είδος παραδοσιακής μουσικής από την Κολομβία. Μπορείτε να μου μιλήσετε για τις διαφορετικές πολιτιστικές επιρροές σας;
Δεν είχαμε ακούσει τόσες πολλές cumbia, μέχρι να μετακομίσουμε στο Tucson. Ένα από τα αγαπημένα μας εστιατόρια εκεί, το Little Poca Cosa, ανήκει σε μία οικογένεια από το Μεξικό. Οπότε, όταν πηγαίναμε εκεί, ακούγαμε αυτήν τη μουσική· λατρέψαμε τον ρυθμό και τον ήχο της και ξεκινήσαμε να τον ενσωματώνουμε στα δικά μας κομμάτια. Και αυτή είναι η ομορφιά της χώρας μας. Είμαστε ένα κράτος μεταναστών. Υπάρχουν έτσι πολλές διαφορετικές κουλτούρες στις Η.Π.Α., πολλές διαφορετικές γλώσσες και βεβαίως μουσικές. Και η μουσική έχει έναν τρόπο να διατηρείται «ευλύγιστη», της αρέσει να επηρεάζεται από διαφορετικούς πολιτισμούς. Αυτό ακριβώς κάναμε κι εμείς.
Υπάρχει λοιπόν κάποιο ενωτικό θέμα στον δίσκο;
Έτσι πιστεύω. Η ανάγκη να αισθανθούμε αυτήν τη σύνδεση και να θυμηθούμε ότι είμαστε όλοι στον ίδιο πλανήτη, σχετιζόμαστε όλοι μας με κάποιον τρόπο. Ο κύριος άξονας του δίσκου έχει να κάνει με την αγάπη, την οικογένεια και την αίσθηση ότι βρίσκεσαι στο σπίτι σου, με το ανήκειν. Και αισθανθήκαμε ότι τώρα δεν είναι ώρα για να είμαστε αόριστοι, αλλά πρέπει αντιθέτως να είμαστε ευθείς και ξεκάθαροι. Δεν είναι μέρες για περιστροφές: αν θέλεις να πεις σε κάποιον ότι τον αγαπάς, πρέπει να το κάνεις. Είναι σημαντικό.
Το κοινό της Ευρώπης σας αγαπάει πολύ, ιδιαίτερα εδώ στην Ελλάδα. Έχετε δει διαφορές στο ευρωπαϊκό κοινό;
Ναι, οι θαυμαστές μας στην Ευρώπη έχουν μεγαλύτερη σύνδεση με τη μουσική μας. Η Αμερική είναι μια τεράστια χώρα και υπάρχει αυτή η κουλτούρα των ανθρώπων που παίρνουν τις αναφορές τους μόνο από τα Μέσα –δεν έχουν συνηθίσει δηλαδή να ανακαλύπτουν μόνοι τους τι τους αρέσει. Αυτό είναι δύσκολο για συγκροτήματα σαν κι εμάς, που δεν ανήκουμε σε μία μεγάλη δισκογραφική. Οπότε έπρεπε να τα καταφέρουμε μόνοι μας. Ακόμα κι αν το κοινό δεν αγοράζει τους δίσκους τόσο πολύ, βλέπουμε τον κόσμο να έρχεται στις συναυλίες κι έτσι συνεχίζουμε να υπάρχουμε.
Έχετε δουλέψει με πληθώρα φτασμένων μουσικών. Πώς επιλέγετε τις συνεργασίες σας;
Δεν είναι κάτι που μπορείς να πιέσεις να συμβεί. Οι περισσότερες συνεργασίες έγιναν σχεδόν τυχαία ή βάσει ενστίκτου. Έτσι συνέβη π.χ. και με τους Τακίμ στην Ελλάδα: το στούντιο μας κάλεσε να ηχογραφήσουμε μαζί, αλλά το να πετάξεις μερικούς μουσικούς σε ένα δωμάτιο δεν είναι το ίδιο με το να υπάρχει μια ξεχωριστή σύνδεση. Και ευτυχώς ήμασταν αρκετά τυχεροί ώστε να συμβεί το δεύτερο σενάριο.
Πού βλέπετε να κατευθύνεται η μουσική σας στο μέλλον;
Θέλουμε να είμαστε ευθείς και θετικοί. Είναι ωραία αίσθηση να «ροκάρεις» και να δίνεις ένταση στις κιθάρες, αλλά πάντα προσπαθούσαμε να έχουμε αντιθέσεις και τη δυνατότητα να καταφέρνουμε να έχουμε ένταση, αλλά και κάτι πιο χαλαρό, με την ίδια επιτυχία. Περιμένουμε λοιπόν να δούμε πού θα μας βγάλει ο δρόμος.
Info
Η συναυλία θα γίνει Τρίτη 3 + Τετάρτη 4 Ιουλίου, στο Ηρώδειο
Οι τιμές των διαθέσιμων εισιτηρίων για τη συναυλία ξεκινούν από 33 ευρώ και φθάνουν τα 60 ευρώ
Άνω Διάζωμα
33 ευρώ
Κάτω Διάζωμα
Ζώνη Γ: 40 ευρώ
Ζώνη B: 45 ευρώ
Ζώνη A: 50 ευρώ
Διακεκριμένη Ζώνη Β': 55 ευρώ
Διακεκριμένη Ζώνη A': 60 ευρώ
Σημεία Προπώλησης
Η προπώληση εισιτηρίων γίνεται ηλεκτρονικά από το www.viva.gr και το www.athinorama.gr, τηλεφωνικά στο 11876 και σε φυσικά σημεία (ταμείο Φεστιβάλ Αθηνών, Media Markt, Seven Spots, VivaKiosk Σύνταγμα + Τεχνόπολη, βιβλιοπωλεία Ευριπίδης, Yioleni's, Kremlino)
{youtube}vmPAQWg-qMU{/youtube}