Με αφορμή την επικείμενη συναυλία της στο Ηρώδειο (την ερχόμενη Πέμπτη, 6 Οκτωβρίου), είχα μεγάλη περιέργεια να γνωρίσω από κοντά τη φωνή της “Σερενάτας” και του “Μπαρ Το Ναυάγιο”. Τη συνάντησα στη χώρα που έχει «μεταναστεύσει», όπως μου είπε –στην Κυψέλη– σε ένα σπίτι όπου κυριαρχούσε το ξύλο, οι κούκλες, και οι νότες… Ο χυμός μήλο που μου προσέφερε ήταν ό,τι έπρεπε για το ζεστό μεσημέρι του Σεπτεμβρίου και η κουβέντα ξεκίνησε όπως οι καυγάδες που έκανε μικρή στο σχολείο, όταν έπαιρνε φόρα και χτυπούσε κατευθείαν στο στομάχι τους «πιο δυνατούς μαθητές», οι οποίοι τρόμαζαν τους πιο αδύναμους… Η σταθερά ζεστή φωνή της και το παιδικό –ακόμη– βλέμμα της έκαναν την κουβέντα να ξεκινήσει πριν καν προλάβω να πατήσω το rec…
Πώς ξεκινάει λοιπόν το παραμύθι σας;
Από μικρή τραγουδούσα ακούγοντας τον πατέρα μου. Από αυτόν έμαθα να τραγουδάω. Δεν είχε καμία σχέση με το επάγγελμα. Ήταν γιατρός, αλλά ήταν εξαιρετικός τραγουδιστής. Μία από τις καλύτερες ανδρικές φωνές που έχω ακούσει ποτέ μου. Έτσι μεγάλωσα. Με μια ωραία φωνή στα αυτιά μου.
Και ρεπερτόριο;
Δημοτικά και οπερέτες. Και στη συνέχεια τους συνθέτες τους γνωστούς, που κι εσείς ξέρετε.
Με τα δημοτικά έχετε ακόμα επαφή;
Ε, βέβαια! Και μ’ αρέσουν και πάρα πολύ. Τα τραγουδάω όπως μπορώ να τα τραγουδήσω –γιατί δεν είμαι δημοτική τραγουδίστρια– αλλά τα έχω, δηλαδή τα νιώθω στην ψυχή μου και στο μυαλό μου. Και τα σέβομαι πάρα πολύ. Είναι κρίμα που κανείς δεν πήρε τη δημοτική μουσική και να την κάνει ας το πούμε έντεχνη. Να τη μεταλλάξει δηλαδή σε κλασική. Γιατί αυτό έγινε παντού. Κι εδώ έγινε, μα σε πολύ μικρότερη κλίμακα, γιατί εδώ όσοι το έκαναν ήταν πολύ επηρεασμένοι από την κλασική μουσική. Την ξένη... Η ελληνική ήταν «τζιζ». Και αυτοί που ασχολήθηκαν με τα δημοτικά, πάντως, δεν νομίζω ότι τα πήραν πολύ στα σοβαρά. Έπαιρναν πιο πολύ στα σοβαρά την κλασική μουσική των άλλων χωρών, κατά τη γνώμη μου. Πολλοί μπορεί να με βαρέσουν για αυτό που λέω, αλλά δεν έχει σημασία. Χρειάζεται δηλαδή πάρα πολλή αγάπη, γνώσεις, και μεράκι, αλλά και μεγάλο στομάχι –γιατί στην Ελλάδα οτιδήποτε έχει σχέση με την τέχνη, το φτύνουνε όλοι, μηδενός εξαιρουμένου.
Είναι καταδικασμένα να ξεθωριάσουν πιστεύετε;
Πιστεύω ότι στην Ελλάδα δεν εκτιμούμε ό,τι έχει σχέση με την Ελλάδα. Θα σου φέρω ένα παράδειγμα που το λέω μετά λόγου γνώσεως και παρρησίας: πριν μερικά χρόνια μια κυρία είχε την αχαρακτήριστη σκέψη να γίνουν τα Αγγλικά επίσημη γλώσσα του ελληνικού κράτους... Όταν το άκουσα αυτό –και να ξέρεις εμείς οι μεγάλοι έχουμε και μια ιδιαίτερη αγάπη για τη γλώσσα– πήρα φόρα για να αρχίσω να χτυπάω το κεφάλι μου στον τοίχο. Κι αυτήν την κυρία, αντί να της κάνουν κάτι, την κάνανε Υπουργό Παιδείας. Να τη χαίρεστε! Κατάλαβες τι εννοώ; Δεν εκτιμούμε αυτό που έχουμε. Γι’ αυτό είμαστε εδώ που είμαστε. Ούτε τώρα το εκτιμούμε, ούτε τώρα προσπαθούμε να κάνουμε κάτι για αυτό. Φοβούμαι ότι θα έρθουν πολύ πιο δύσκολες μέρες αν δεν καταλάβουμε πως, αν δεν αγαπήσουμε τον τόπο μας και τους εαυτούς μας, δεν θα πάμε πουθενά. Και τα περισσότερα προβλήματα είναι θέματα παιδείας. Όλες οι «προχωρημένες» χώρες έχουν κάνει πολύ μεγάλες και σκληρές αλλαγές, αλλά τις έκαναν όταν έπρεπε και στον χρόνο που έπρεπε. Εμείς αυτήν τη στιγμή καλούμαστε να τις κάνουμε όλες μαζί κι έτσι δεν κάνουμε τίποτα. Εγώ ας πούμε πρέπει να κάνω δύο εγχειρήσεις στα πόδια μου. Δεν μπορώ να τις κάνω ταυτόχρονα, πώς θα γίνει δηλαδή;
Να πάμε λίγο στην αρχή… Αργυρώ + Νικολέτα = Αρλέτα;
Ακριβώς. Ο νονός μου με φώναζε Αρλέτα, και με φωνάζουν έτσι από παιδάκι. Δεν είναι ψευδώνυμο.
Καταγωγή;
Από Ορχομενό, Λιβαδειά, πατρίδα μου όμως είναι το κέντρο της Αθήνας. Μεγάλωσα στην Αγίου Κωνσταντίνου, μετακόμισα μετά στα Εξάρχεια, έζησα πολλά χρόνια εκεί, και τώρα έχω μεταναστεύσει στην Κυψέλη. Όλη μου τη ζωή δηλαδή στο τρίγωνο του θανάτου.
Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, ζωγραφική… Πώς έγινε το πέρασμα στη μουσική;
Δεν έγινε κανένα πέρασμα. Συνυπάρχουν αυτά τα δύο. Όσο μπορώ ζωγραφίζω, σχεδιάζω –και δεν υπάρχει περίπτωση να σταματήσει αυτό. Μάλλον τελευταίο θα σταματήσει.
Θεματολογία;
Δεν έχω. Αλλάζει ανάλογα με τις εποχές. Και είναι λίγο μπερδεμένα αυτά που σχεδιάζω. Ειδικά τώρα τελευταία…
Και τα αγαπάτε το ίδιο;
Βέβαια... Είναι σαν να ρωτάς ποιο από τα παιδιά σου αγαπάς πιο πολύ. Απλώς το τραγούδι μου πρόσφερε πιο πολλά πράγματα πρακτικά και μου έδωσε την ευκαιρία να έρθω σε επαφή με περισσότερο κόσμο.
Το ευρύ κοινό σας έχει συνδέσει με το Νέο Κύμα… (πριν τελειώσω τη φράση μου με διακόπτει)
Όχι το ευρύ κοινό... Οι δημοσιογράφοι το ’χουν κάνει αυτό, γιατί κάθονται σε μια ταμπελίτσα και δεν θέλουν να την αφήσουν.
Είναι λοιπόν μια ταμπέλα που θα θέλατε να αποτινάξετε από πάνω σας;
Ευθύς εξαρχής, από τον πρώτο μου δίσκο, ζήτησα να βγάλουν την ταμπέλα «νέο κύμα» και τη βγάλανε. Δεν αρνούμαι ότι ξεκίνησα από εκεί, θα ’ταν αστείο να πω κάτι τέτοιο, αλλά δεν τελείωσα εκεί. Το Νέο Κύμα έχει όμως τελειώσει εδώ και σαράντα χρόνια κι εγώ υπάρχω ακόμα…
Πώς θα περιγράφατε εκείνη την εποχή –του Νέου Κύματος– σε ένα νέο παιδί που έχει στο μυαλό του μόνο εικόνες από χρεοκοπίες, spread και ομόλογα;
Ήταν μια εποχή πολύ τραυματική για μένα. Και μαγική ταυτόχρονα.
Τραυματική γιατί;
Γιατί δεν είχα τραγουδήσει ποτέ μου. Με ενδιέφερε μόνο να τελειώσω τη σχολή μου. Και ένιωθα ότι κρατούσα τον κόσμο στα χέρια μου. Και μου έγινε μια πρόταση τελείως τυχαία…
Δηλαδή;
Βρέθηκα σε μια εκδρομή, σε μια παρέα εγώ, στη διπλανή ο Γιώργος ο Παπαστεφάνου, και από ’κει ξεκίνησε η περιπέτεια. Ξεκίνησα να τραγουδάω το 1966-1967, μετά από λίγο έγινε η χούντα και τα πράγματα στράβωσαν πολύ άσχημα. Δεν μπόρεσα να τραγουδήσω για τρία χρόνια μετά. Μόλις έβγαλα τον πρώτο δίσκο, αυτός φούντωσε λόγω μιας τετρασέλιδης συνέντευξης την οποία μου ’χε κάνει ο Γιώργος ο Πηλιχός για τον Ταχυδρόμο –ήταν διάσημος δημοσιογράφος της εποχής. Σκέψου, μια βδομάδα με κυνηγούσε να μου πάρει συνέντευξη κι εγώ τον ρωτούσα τι δουλειά έχω να δώσω συνέντευξη αφού δεν με ξέρει ούτε η μάνα μου… Εν τω μεταξύ δεν είχα ξανατραγουδήσει μπροστά σε κόσμο και ήμουν και ιδιαίτερα κλειστός άνθρωπος. Μόλις βγήκα να τραγουδήσω έσπασα λοιπόν τα μούτρα μου. Αρρώστησα. Από το άγχος και άλλα πολλά.
Αν δεν κάνω λάθος είχε λογοκριθεί κι ο πρώτος σας δίσκος;
Ναι, και ποτέ δεν κατάλαβα γιατί. Και λογοκρίθηκα κι εγώ, αγρίως. Όλα μου πηγαίνανε κατά διαόλου. Έτσι, συνολικά είχα τραγουδήσει μια χρονιά-μιάμιση. Αυτή ήταν και η θητεία μου στις μπουάτ, η οποία πήρε μεγάλες διαστάσεις, δυσανάλογες της πραγματικότητας. Και κάπου εκεί εμφανίστηκε ο Ζωρζ Μουστακί και βρέθηκα να τραγουδάω στο Παρίσι, ενώ είχα σταματήσει να τραγουδάω για μεγάλο διάστημα. Ένα από τα πιο περίεργα πράγματα που έχουν συμβεί στη ζωή μου.
Εκεί, στα μπαράκια του Παρισιού, δεν είχατε μεγαλύτερο άγχος από τις μπουάτ της Ελλάδας;
Έβγαινα στη σκηνή με κλοτσιές! Στην κυριολεξία δηλαδή με κλοτσήσανε... Αλλιώς δεν έβγαινα στη σκηνή. Είχα κοκαλώσει.
Και πώς κρίθηκε η εμφάνισή σας;
Πάρα πολύ καλά πήγε. Πήρα εξαιρετικές κριτικές –δυστυχώς για εμένα.
Πώς βιώνατε αλήθεια το τρακ πάνω στη σκηνή;
Να σου πω κάτι. Δεν είχα ποτέ τρακ στη φωνή, πάντα έβγαινε περίφημα. Αλλά τρέμανε τα χέρια μου και ιδρώνανε. Τώρα απλώς πονάνε. Αλλά δεν είναι πλέον από τρακ. Είναι επειδή είμαι γριά (και σκάει ένα χαμόγελο). Όχι λοιπόν, πάνω στη σκηνή δεν έχω τρακ. Μέχρι να βγω όμως, μπορεί να αρρωστήσω.
Μαγεία εκείνη την εποχή υπήρχε;
Υπήρχε και ήταν μοναδική. Όσοι την έζησαν ξέρουν τι λέω. Αν δεν την έχεις ζήσει, δεν μπορείς να καταλάβεις. Οι μπουάτ ήταν ο πιο πολιτισμένος χώρος ψυχαγωγίας που έχει περάσει ποτέ από την Ελλάδα. Κρατήσανε πολύ λίγο όμως, γιατί μετά μπήκανε μέσα άνθρωποι πολύ συνηθισμένοι από κέντρα, και τις κάνανε κέντρα, και τελείωσαν. Κι ήρθε και η χούντα μετά και τις αποτελείωσε, γιατί τα τραγούδια που ακούγονταν εκεί ήταν πολύ προχωρημένα για τα γούστα της. Ήταν πάντως μια περίοδος που η Ελλάδα, μετά από όλα όσα είχε περάσει –εμφύλιος κτλ.– είχε αρχίσει να ορθοποδεί. Και με αυτό εννοώ ότι ο κόσμος είχε αρχίσει να ψυχαγωγείται πάλι, το θέατρο έβγαζε τον Κουν, υπήρχε ο Θεοδωράκης, ο Χατζιδάκις, ο Γκάτσος, ο Κακογιάννης έκανε ταινίες που πήγαιναν σε όλο τον κόσμο, ο Κούνδουρος έκανε θαυμάσιες δουλειές. Και πολλοί άλλοι, Μαμαγκάκης, Ξαρχάκος… Μια εποχή η οποία έβγαλε πρόσωπα.
Η μπουάτ Απανεμιά υπήρχε από τότε;
Υπήρχε… Την είχε ένας παθιασμένος με τις μπουάτ άνθρωπος και γι’ αυτό και δεν την άφησε ποτέ. Δεν ήθελε να κάνει τίποτε άλλο. Και ίσως να μη μπορούσε να κάνει και κάτι άλλο... Την κράτησε μέχρι τέλους και δεν ήταν εύκολο να κρατήσεις μια μπουάτ. Όπως και τώρα οι μικροί χώροι. Γι’ αυτό ανοιγοκλείνουν συνέχεια.
Επιστρέφω στην αρχική μας κουβέντα. Με την πολιτική, μου είπατε δεν ασχολείστε...
Δεν είναι πως δεν ασχολούμαι. Είμαι πολύ ενημερωμένη, αλλά φοβάμαι ότι με την πολιτική δεν μπορεί να γίνει κάτι. Κι αυτό γιατί οι πολιτικοί δεν μπαίνουν στην πολιτική για να δώσουν, αλλά για να πάρουν. Είναι το ίδιο με το τραγούδι. Εγώ όπου μπήκα, μπήκα για να δώσω. Δεν το ήξερα, αλλά μετά από τόσα χρόνια πλέον το ξέρω. Πήρα, σαφέστατα πήρα. Όμως έδωσα κιόλας. Οι περισσότεροι μπαίνουν κάπου και νομίζουν ότι μόνο θα πάρουν. Δεν είναι έτσι. Όλα είναι θέμα παιδείας –να το θυμάσαι αυτό. Η παιδεία είναι η σε βάθος γνώση. Κι ο δάσκαλος πρέπει να είναι εκεί για να σου κερδίσει χρόνο, ώστε να ψάξεις μόνος σου να βρεις όσα πρέπει. Για αυτό θεωρώ ότι ένας καλός δάσκαλος αξίζει το βάρος του σε χρυσάφι. Δεν υπάρχουν πολλοί δυστυχώς… Εγώ είχα καλούς δασκάλους και τους χρωστάω πολλά. Σε δασκάλους, σε φίλους και σε γιατρούς (ξεσπάει σε γέλια).
Με την τεχνολογία πώς τα πάτε;
Ποτέ δεν ήμουν εχθρική με την τεχνολογία. Ήμουν και μάστορας πολύ καλός και μου άρεσαν πολύ οι μηχανές. Πήγαινα μάλιστα και σε συνεργεία και παρακολουθούσα. Όπως και ξυλουργική ήξερα. Γενικά αγαπώ πολύ τους μαστόρους και τους τεχνίτες. Να, κοίταξε εκεί! (και μου δείχνει ένα εντυπωσιακό χειροποίητο σκάκι με φιγούρες). Έναν χρόνο μου πήρε να το φτιάξω...
Παίζετε κιόλας;
Δυστυχώς όχι. Ξέρω μόνο τις βασικές κινήσεις. Αλλά μου αρέσει πολύ σαν αντικείμενο. Το είδα σε ένα φιλικό σπίτι και από ζήλεια το έφτιαξα κι εγώ. Να ξέρεις, όλα από ζήλεια τα κάνω... Και τραγούδια έτσι ξεκίνησα να γράφω. Από ζήλεια.
Και με το διαδίκτυο;
Πρόσφατα άρχισα να ασχολούμαι με το διαδίκτυο κι έχω αρχίσει και εξοικειώνομαι. Αλλά χρειάζονται αντιστάσεις και εκεί. Αλλιώς είναι σαν αυτές τις τεράστιες σκούπες που διαφημίζουν, οι οποίες ρουφάνε τα πάντα στο πέρασμά τους –και σε ρουφάνε κι εσένα. Και οι καλύτερες αντιστάσεις που μπορείς να έχεις είναι η παιδεία. Όλοι σε αυτή τη ζωή ερχόμαστε tabula rasa. Το μόνο που ξέρουμε ερχόμενοι είναι να ψάξουμε το βυζί της μάνας μας –και κάποιες φορές ούτε κι αυτό. Από ’κει και πέρα πρέπει να μάθουμε τα πάντα. Να βλέπουμε, να ακούμε, κτλ. Μετά πρέπει να μάθεις τα επόμενα. Πώς κοινωνικοποιείσαι, τι συμβαίνει γύρω σου... Αυτά λοιπόν δεν μπορεί να στα μάθει το ίντερνετ. Υπάρχουν σίγουρα άνθρωποι που μπορούν να ψάχνουν και να βρίσκουν μόνοι τους πράγματα, αλλά δεν μπορείς να βασιστείς σε αυτούς. Η κοινωνία δεν καθορίζεται από τους πολύ επάνω και τους πολύ κάτω, καθορίζεται από τον μέσο όρο. Και στην Ελλάδα ο μέσος όρος πάσχει. Και σαν γνώση και σαν ζωή. Δεν με ενδιαφέρουν ούτε οι ιδιοφυείς, ούτε οι ηλίθιοι. Μπορεί να είναι καλοί άνθρωποι, αλλά δεν διαμορφώνουν εκείνοι τη ζωή.
Μιας και το διαδίκτυο είναι εργαλείο της νέας γενιάς, βλέπετε κάποια ελπίδα για τα νέα παιδιά;
Εγώ θεωρώ ότι τα νέα παιδιά είναι καλύτερα από μας. Απλώς δεν θέλουν να τους το λέμε. Από μας είναι καλύτεροι σίγουρα, γιατί έτσι όπως τα καταφέραμε εμείς, δεν νομίζω ότι γίνεται χειρότερα. Το χειρότερο ήδη βρίσκεται εδώ. Και είναι κατόρθωμα της προηγούμενης γενιάς. Και της προ-προηγούμενης. Απλώς θα πρέπει να καταλάβουν ότι αυτός ο τόπος με τον οποίον ζουν είναι πάρα πολύ ακριβός, πολύ ακριβοπληρωμένος. Όχι το χρέος μας. Έχει πληρωθεί με αίμα, και δάκρυα και με χρήμα. Και είναι τόπος που αξίζει να υπάρχει η Ελλάδα. Είναι σαν την Ιθάκη. Ο Καβάφης δηλαδή, γράφοντας αυτό το ποίημα, είπε την ιστορία της Ελλάδας σε λίγους στίχους. Η Ελλάδα μόνο το ταξίδι μπορεί να σου δώσει, δεν μπορεί να σου δώσει πράγματα πολλά. Μικρή χώρα είναι. Είναι αυτό που λέει ο Σεφέρης, ένας τόπος κλειστός, όλο βουνά. Ένας χώρος δύσκολος, ορεινός, σπασμένος σε πολλά κομμάτια, που έχουν περάσει από πάνω του οι πάντες. Και έχει βγάλει φοβερές προσωπικότητες –και εξακολουθεί να βγάζει, αλλά κανένας δεν τις ξέρει. Οι καλύτεροι φεύγουν. Κι αυτό είναι το χειρότερο: δεν μπορούμε να κρατήσουμε τους καλούς.
Υπάρχουν περιθώρια για αισιοδοξία;
Για μένα υπάρχουν μεγάλα περιθώρια, γιατί πιστεύω βαθύτατα στη νέα γενιά. Το θέμα είναι τι μπορεί να γίνει ώστε αυτή η γενιά να πιστέψει στον εαυτό της και να κάνει πράγματα. Και μπορεί να τα κάνει μόνο και μόνο επειδή είναι νέα. Αρκεί να μην παραιτηθεί. Να σου πω κάτι; Εγώ είχα τραγούδια τα οποία μου πήραν δέκα και έντεκα χρόνια μέχρι να τα τελειώσω. Αλλά επέμεινα. Δεν παραιτήθηκα. Και βγήκαν όπως τα ήθελα.
Κι αν τα παιδιά μοιάσουν στις προηγούμενες γενιές;
Είναι ένα θέμα αυτό, γιατί οι προηγούμενες γενιές έδειξαν να μην αγαπούν καθόλου την πατρίδα τους. Ελπίζω να μην το κάνουν. Αυτή η νοσηρή κατάσταση έχει ρίζες από τον Β΄ Παγκόσμιο. Και πιο πριν, αλλά ας μην το πάμε τόσο πίσω. Οι Έλληνες έχουν μια αίσθηση αδικίας στο πετσί τους, χωρίς να υπάρχει δικαιολογία. Αυτό όμως κάποτε θα πρέπει να κοπεί. Πέφτουμε σε μια λούμπα και δεν βγάζει πουθενά. Και ατάκες όπως «είμαστε ένας λαός διεφθαρμένος» δεν θέλω να τις ακούω. Μπορεί να είναι έτσι, αλλά δεν θέλω να τις ακούω γιατί δεν βγάζει κάπου. Δεν προσφέρει κάτι. Και μια χώρα που είναι παράλυτη, και έχει ξαναϋπάρξει, θα πρέπει να προσπαθήσει να περπατήσει. Αυτό βρίσκεται πια στα χέρια των νέων. Αρκεί να μην έχουν πάρει τα συνήθεια των μπαμπάδων και των παππούδων τους.
Πολύ φοβάμαι πως έχουν…
Εγώ δεν ξέρω. Δεν είμαι νέα. Πες μου εσύ που είσαι νέος...
Μόνο το παράδειγμα των παρατάξεων στα πανεπιστήμια να πάρουμε, καταλαβαίνετε…
Κι εγώ σε ρωτώ: τι δουλειά έχουν οι παρατάξεις στα πανεπιστήμια; Έχουν αναρωτηθεί τι τους προσφέρουν; Πάνε απλά για να γίνουν χαλίφηδες στη θέση του χαλίφη; Οι φοιτητές πρέπει μόνοι τους να τα κόψουν αυτά τα προνόμια. Παλιά, έπιανα πολύ κουβέντα με ταξιτζήδες. Δεν οδηγώ. Και είχα πέσει σε έναν γκρινιάρη, που έβριζε και φώναζε. Και του λέω: Να σου πω αγόρι μου, αν το παιδί σου χωρίς να έχει προσόντα, σου προτείνουν να διοριστεί κάπου, θα το κάνεις; Βέβαια, μου απάντησε. Τότε, του λέω, δεν έχεις δικαίωμα να μιλάς. Και τελείωσε εκεί η κουβέντα.
Και οι πολιτικοί θα πρέπει αντίστοιχα να κόψουν τα δικά τους προνόμια;
Εγώ είχα κάνει μια πρόταση. Κάθε πολιτικός, πριν μπει στην πολιτική, θα πρέπει να υπογράφει τρεις όρους και να τους τηρεί υπό την απειλή ποινής: ότι θα στέλνει τα παιδιά του σε δημόσιο σχολείο όπως όλα τα παιδιά, ότι θα κυκλοφορεί ο ίδιος και η οικογένειά του με τα μέσα μαζικής μεταφοράς τα οποία προορίζονται για τον πολύ κόσμο και ότι θα πηγαίνει στα νοσοκομεία που θα προορίζονται για τον πολύ κόσμο. Αλλιώς να χάνει τη θέση του και τα προνόμια του. Γιατί είναι πολύ εύκολο να μιλάς, αλλά δύσκολο να το κάνεις.
Μου ’χε κάνει παλιότερα μεγάλη εντύπωση σε μια συνέντευξή σας το εξής: «Είναι ψέματα όσα ακούγονται για το ότι έχω σπάσει κιθάρα σε κεφάλι. Δεν θα το έκανα ποτέ αυτό σε μια κιθάρα». Με αφορμή αυτό, θα ήθελα να μου περιγράψετε τη σχέση σας με το κοινό σας.
Είναι τελείως διαφορετική τώρα από ότι όταν ξεκίνησα. Όταν ξεκίνησα δεν υπήρχε σχέση. Ήμουν τελείως άπειρη, δεν ήξερα τι μου γινόταν. Η άμεση επιτυχία με είχε καταστρέψει, γιατί δεν ήξερα πώς να τη διαχειριστώ. Μου πρόσφερε πάντως πράγματα: ο κόσμος με αγάπησε από την αρχή, και το περίεργο είναι ότι συνέχισε να με αγαπάει.
Περίεργο γιατί;
Περίεργο γιατί εγώ δεν φερόμουν ποτέ καλά. Ήμουν άγριο παιδί, εριστική, δεν σήκωνα μύγα στο σπαθί μου. Από ορισμένες απόψεις, εξακολουθώ και είμαι έτσι. Με μια διαφορά: τώρα είμαι πολύ πιο ανεκτική με τους ανθρώπους. Τότε όχι. Και εκεί που έκανα την οριστική στροφή, ήταν μετά την σοβαρή περιπέτεια υγείας την οποία είχα, όταν και συνειδητοποίησα ότι πολύς κόσμος με αγαπάει. Αυτό δεν το ήξερα. Γιατί μου δώσανε στη συνέχεια ένα βιβλίο με όσα είχαν γραφτεί για μένα στο ίντερνετ και τρελάθηκα. Γιατί δεν είχα αυτήν την επαφή με το κοινό. Δεν είχα τραγουδήσει τόσο πολύ ζωντανά. Ήμουν κυρίως τραγουδίστρια δίσκων. Γι’ αυτό τώρα, όσο κι αν ακούγεται αστείο, θέλω όσο αντέχω να παίζω ζωντανά.
Κι ερχόμαστε στη συναυλία του Ηρωδείου. Γιατί το Ηρώδειο;
Δεν το επέλεξα εγώ. Γενικά δεν έχω παίξει σε ό,τι λέμε «πολύ επίσημοι χώροι». Αυτός που την οργάνωσε μου είπε να παίξω στο Ηρώδειο και σκέφτηκα ότι μετά από 45 χρόνια μπορώ να παίξω κι εγώ εκεί. Κυρίως έπαιζα σε μικρούς χώρους. Δεν έχω παίξει ποτέ σε σκηνές. Μικρούς χώρους και θέατρα μόνο –και τις μπουάτ. Που θα πει κουτί. Σε κουτιά λοιπόν... Δεν τα φοβάμαι τα θέατρα όμως. Είναι πιο εύκολο να παίξεις σε θέατρα παρά σε μπουάτ. Στη μπουάτ δεν μπορείς να κοροϊδέψεις με τίποτα τον άλλον.
Σε μεγάλους χώρους δηλαδή «κοροϊδεύεται» το κοινό;
Μπορείς να παίξεις με το κοινό, γιατί υπάρχει η απόσταση. Είναι πιο θεατρικό. Και το θέατρο είναι μια απάτη, μερικώς.
Θα έχετε το άγχος της πρώτης φοράς;
Δεν είναι της πρώτης φοράς. Είναι μέχρι να γίνει κάτι. Θέλω μόνο να γίνει, να πάει καλά, και να πάω παραπέρα.
Εκείνο το βράδυ τι να περιμένουμε;
Μια εκδρομή. Σ αρέσουν οι εκδρομές;
Πάρα πολύ. Σε ποιον δεν αρέσουν; Εκδρομή στο παρελθόν;
Όχι! Μια εκδρομή δεν είναι μόνο στο παρελθόν. Μπορεί να ξεκινά από παλιά και να φτάνει μέχρι σήμερα...
Κιθάρα, φωνή και…;
Και μια ορχήστρα έξι ατόμων. Οι οποίοι είναι πάρα πολύ καλοί μουσικοί. Και κάποιες εκπλήξεις. Κάποιοι φίλοι που θα έρθουν να μου κάνουν παρέα.
Από σημερινό ρεπερτόριο τι ερεθίσματα έχετε;
Τι να σου πω... Έχω κάποιους αγαπημένους καλλιτέχνες, αλλά περισσότερο στη δικιά μου τη γενιά. Μ’ αρέσουν πολύ οι μπαλάντες. Από μπάντες δεν ξέρω πολλά πράγματα. Τελευταία που θυμάμαι είναι οι Queen –τους λάτρευα! Και κάποια heavy metal γκρουπ. Αυτό που δεν αγαπώ πάντως είναι το δήθεν, που αποτελεί το 90, να μην πω το 99% της μουσικής. Πάντα έτσι ήταν βέβαια, απλώς τώρα προβάλλεται πιο πολύ.
Κάποια φωνή που βρήκατε εξαιρετική;
Όχι... Αλλά εμένα δεν με συγκινούν οι εξαιρετικές φωνές. Με συγκινούν οι ανατρεπτικές φωνές. Που σηκώνουν την πέτρα και δεν τις νοιάζει αν από κάτω έχει σκορπιό, σκουλήκι ή λουλούδι.
Ο πιο διαχρονικός δίσκος που έχετε στη συλλογή σας;
Νομίζω ένας της Nina Simone, φοβερή τραγουδίστρια και συνθέτης. Ο οποίος περιέχει μια φοβερή εκτέλεση στο “I Put A Spell On You” του Screaming Jay Hawkins. Γενικά αγαπώ τους μαύρους καλλιτέχνες. Είναι σαν να γεννήθηκαν με ένα χάρισμα.
Από δικές σας δουλειές;
Δεν μπορώ να αναφερθώ εγώ σε αυτό. Αν πρέπει να ξεχωρίσω οπωσδήποτε όμως, είναι του Σπανού το “Μια Φορά Θυμάμαι”, η “Σερενάτα” και το “Μπαρ το Ναυάγιο”. Αυτά τα τρία είναι τα σουξέ μου γιατί άντεξαν στον χρόνο. Και συνήθως τα τραγούδια μου γίνονται γνωστά πολύ πιο αργά από όταν βγαίνουν. Γιατί καλύπτονται από τα σουξέ. Γι’ αυτό είναι βέβαια υπεύθυνα τα ραδιόφωνα.
Το “Μπαρ Tο Ναυάγιο” βασίστηκε σε αληθινή ιστορία;
Η αλήθεια είναι ότι τότε βρισκόμουν σε ένα μπαρ στην Κατεχάκη, μου τελείωσαν τα τσιγάρα και βγήκα εις άγραν περιπτέρου. Σε ένα στενό είδα ένα φως, και μπήκα. Δεν ήταν ψιλικατζίδικο. Ήταν το μπαρ-ουζερί “Το Ναυάγιο”, όπου κάθονταν κάτι ναυαγισμένοι τύποι. Και ξεκίνησε το τραγούδι από εκεί, πάνω σε μια χαρτοπετσέτα, ως συνήθως. Ένα χρόνο μου πήρε μέχρι να τελειώσει. Σύντομα σχετικά… Μου πήρε τόσο πολύ πάντως, γιατί άπτεται θρησκείας, και είναι πολύ σημαντικό θέμα η θρησκεία του καθενός. Δεν θέλω εγώ να μπαίνω ανάμεσα σε αυτό που έχει κάποιος με τη θρησκεία που πιστεύει.
Εσείς λοιπόν πιστεύετε ή όχι;
Εγώ πιστεύω, ναι. Αλλά όχι σε ένα συγκεκριμένο πράγμα. Είμαι άνθρωπος ένθεος, αλλά άθρησκος. Αγαπώ πάρα πολύ όμως το τελετουργικό της Ορθόδοξης Εκκλησίας και το παρακολουθώ γιατί το έχω ζήσει από παιδάκι. Κι ο πατέρας μου έψελνε πολύ.
Τρία ή τέσσερα πράγματα που αγαπάτε πάνω σας;
Τα χέρια μου, το δαχτυλιδάκι μου, τα μάτια μου –και εκεί τελειώνουμε.
Και άλλα τρία ή τέσσερα που δεν αγαπάτε;
Είμαι πάρα πολύ πεισματάρα, και μερικές φορές μου βγαίνει σε στράβωμα. Έχω κακές συνήθειες που είναι δύσκολο να τις κόψω και, επίσης, τα νεύρα μου είναι πιο αδύνατα από ότι θα ήθελα. Θα ήθελα να έχω παλαμάρια για νεύρα. Αυτό έχω ζηλέψει στους ανθρώπους. Τα γερά τους νεύρα.
Έχετε μετανιώσει ποτέ για κάτι στη ζωή σας;
Για πάρα πολλά. Όχι για ένα. Αλλά αν αρχίσω να ψάχνω τώρα, δεν θα τελειώσουμε ούτε αύριο…
Άρα αν είχατε το ρολόι του χρόνου στα χέρια σας, τι θα αλλάζατε;
Θα μάθαινα περισσότερα πράγματα και θα προσπαθούσα να είμαι λιγότερο αφελής από ότι είμαι. Ήμουν ιδεολόγος σε κάποια πράγματα –και είμαι ακόμη– αλλά δυστυχώς βλάπτει πάρα πολύ σοβαρά την υγεία.
Αγαπημένο σημείο στην Αθήνα;
Πολλά. Αγαπώ πολύ τα Εξάρχεια, τον λόφο του Στρέφη, την Καλλιδρομίου, την πλατεία, το κέντρο της Αθήνας με όλο το χάλι που έχει, Ακρόπολη, Φιλοπάππου, τη θάλασσα… Και περιμένω τώρα που τη βρίζουν όλοι να ξαναγίνει με κάποιο τρόπο ωραία.
Αγαπημένο σλόγκαν;
Σπεύδε βραδέως... Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Πάντα ήμουν βραδυκίνητη, αλλά πάντα μου άρεσε να φτάνω κάπου.
Έχετε μια ευχή για να κλείσουμε αυτήν τη συνέντευξη;
Να ζήσετε τη ζωή σας καλά, ευχάριστα και δημιουργικά, και να είστε υγιείς. Όλα αυτά είναι ένα...
Σε αυτή τη χώρα, ή σε κάποια άλλη;
Εγώ θα ευχόμουν να είναι σε αυτή τη χώρα, αλλά και σε άλλη να είναι, αυτή τη χώρα θα την κουβαλάτε μέσα σας όπου κι αν πάτε, είτε σας αρέσει, είτε δεν σας αρέσει.