Ένας ακλόνητος δίσκος διαπίστωσης, όπου ο Καναδός τραγουδοποιός καταπιάνεται με τον έρωτα και τον πόλεμο με τον έξω κόσμο, με ωριμότητα εντυπωσιακή για τα 25 του (τότε) χρόνια...
Μπορεί η τελειότητα να μην είναι απαραίτητα το ζητούμενο σε ένα άλμπουμ –τουναντίον, πολλές φορές ακριβώς τα λάθη γεννούν αριστουργήματα ή ακόμη κι ολόκληρα είδη, διόλου ευκαταφρόνητα– όμως το After The Gold Rush του Neil Young μπορεί να διεκδικεί το δικαίωμα του άψογου δίσκου. Από το εξώφυλλο μέχρι την τελευταία νότα, όλα μοιάζουν σαν να έχουν συντονιστεί στη δική τους εντέλεια.
Η τρίτη προσωπική δουλειά του Καναδού καταπιάνεται με ό,τι διαλύει τον άνθρωπο και αρέσει, κατά γενική ομολογία, να τραγουδιέται –δηλαδή με τον έρωτα και τον πόνο πάσης προελεύσεως. Ή τον έρωτα και τον πόλεμο, αν θέλετε. Όπου πόλεμος, ένας έξω κόσμος που παρουσιάζεται σχεδόν δυστοπικός σε στιγμές. Κι όμως αυτός ο δίσκος ακούγεται ακλόνητος σε κάθε του στιγμή. Γιατί δεν είναι δίσκος σπαραγμού, αλλά διαπίστωσης. Μιας διαπίστωσης, μάλιστα, που σε στιγμές έρχεται με μια ωριμότητα εντυπωσιακή, αν λάβει κανείς υπόψη του ότι ο άνθρωπος πίσω από το After The Gold Rush ήταν μόλις 25 χρονών όταν το έγραψε.
Η μουσική εδώ υφαίνεται με μια singer-songwriter ευαισθησία που, όταν θέλει να εκτονωθεί, δεν καταφεύγει στη μελαγχολία, μα στα ηλεκτρικά ξεσπάσματα. Τα κομμάτια διαδέχονται το ένα το άλλο σαν παραλλαγές ενός κοινού συναισθηματικού θέματος. Η country αμεσότητα του “Tell Me Why” μπορεί έτσι να δίνει αβίαστα τη σκυτάλη στο "After The Gold Rush", όπου η φωνή του Young δημιουργεί αίσθηση ασφάλειας. Τι κι αν περιγράφει εποχές με πανοπλίες και βασίλισσες; Τι κι αν ουσιαστικά υπογραμμίζει τη μετάβαση μιας κοινωνίας που βρίσκεται σε σημείο καμπής, με τα χίπικα απομεινάρια της να περπατούν μπροστά, προς μια πιο έντονη «κανονικότητα» η οποία έρχεται με τα 1970s; Εξακολουθείς να ακούς τον Young ως έναν παραμυθά που σε καθησυχάζει, έστω κι αν πρόκειται για αισθητική ψευδαίσθηση.
Ακόμα κι όταν, για παράδειγμα, θέλει να περάσει τους ανθρώπους του Νότου από κόσκινο (στο “Southern Man”), θα το κάνει με τόση ισορροπία μεταξύ λεκτικής ειρωνείας και μουσικής ομορφιάς, ώστε πάντα η δεύτερη θα αφήνει έστω και λίγο πιο έντονο το αποτύπωμά της. Μέχρι κι όταν ο Neil Young τραγουδάει για «το μόνο πράγμα που μπορεί να σου σπάσει την καρδιά» (spoiler: είναι η αγάπη), το κάνει να ακούγεται σαν γιορτή, σαν ένα άτυπο βαλς που σε καλεί σε γλυκόπικρο χορό (“Only Love Can Break Your Heart”).
Αν υπήρχε κάποιο (μαζοχιστικό, σχεδόν) γκάλοπ που θα έψαχνε να αναδείξει τις καλύτερες μεμονωμένες πλευρές βινυλίου, τότε το Side A του After The Gold Rush θα έπρεπε να είναι το δικαιωματικό Sgt. Pepper’s των Side As. Αλλά και το πώς «γλιστράει» από τη μία πλευρά στην άλλη, είναι σχεδόν ιδιοφυές. Η ηλιόλουστη ελπίδα του “Till The Morning Comes” προσγειώνεται στην πραγματικότητα της αναπόλησης ενός έρωτα. Ακόμη δε και σε αυτό, ο Young φαίνεται να διακατέχεται από την ψυχραιμία του να κάνει ένα βήμα πίσω και να κοιτάξει τον εαυτό του, για να του φωνάξει «oh, lonesome me!».
Έξω από αυτήν τη φωλιά του έρωτα, όμως, τα πράγματα είναι πιο γκρίζα κι από το φόντο του αριστουργηματικού εξωφύλλου του δίσκου (δια χειρός Joel Bernstein). Οι αστικές εικόνες του “Don’t Let It Bring You Down” αποδίδονται με μια απεγνωσμένη συμπάθεια, κάποιου που είναι περισσότερο δίπλα, παρά πάνω από εκείνον τον «Dead man lying by the side of the road, with the daylight in his eyes» ή τον «Blind man running through the light of the night, with an answer in his hand».
{youtube}F7letrMf_nE{/youtube}
Πρόκειται για ένα έργο που σου υπενθυμίζει συνεχώς τη θνητότητά σου, με την ομορφιά και την ασχήμια που κρύβεται σε αυτήν. Δεν θα πάψει ποτέ λοιπόν να ακούγεται συγκινητικό το άκουσμα του “When You Dance I Can Really Love”· μάλλον γιατί βροντοφωνάζει «ζωή» περισσότερο από ό,τι έχουμε συνηθίσει να αντέχουμε.
Ίσως το After The Gold Rush να καταφέρνει να είναι ένας τόσο δυνατός δίσκος γιατί πάνω από τους ήχους που μεταχειρίζεται, αιωρείται το πέπλο της δικής του διακριτικής γοητείας, το οποίο και τους μαλακώνει. Τα country στοιχεία ποτέ δεν ακούγονται redneck, η folk του ποτέ δεν είναι δακρύβρεχτη και η φουλ μπάντα ποτέ δεν παρασκληραίνει τον ήχο της.
Το σημαντικότερο, όμως, είναι πως πρόκειται για δίσκο που μπορείς με την ίδια ένταση να θαυμάσεις για το καλλιτεχνικό του εκτόπισμα, αλλά και να νιώσεις. Ακόμη και μετά από νιοστές ακροάσεις, εξακολουθεί για πάντα να σε πείθει ότι γράφτηκε μόνο για σένα.
Κι αυτό κάνει το After The Gold Rush σπουδαίο. Αλλά και κάθε επόμενη ακρόαση να ακροβατεί ανάμεσα στο νόημα πίσω από εκείνο το «When you're old enough to repay, but young enough to sell» και την ευχαρίστηση του «There was a band playing in my head and I felt like getting high».
{youtube}FOl01vKXv6I{/youtube}