Μέσα από μια θολή προσωποποίηση του άπιαστου/προβληματικού/ιδεατού(;) έρωτα, οι αδελφοί Mael επινοούν συνεχώς αφηγηματικά ευρήματα για να τον κανιβαλίσουν, στήνοντας ένα γκαζωμένο, ντανταϊστικό μιούζικαλ...
«Η Disneyland, κάπως έτσι πρέπει να είναι ο παράδεισος. Μόνο που ελπίζω ο παράδεισος να είναι φθηνότερος», λέει ο Ron Mael –το έτερον ήμισυ των Sparks– στην εφτάλεπτη ηχητική συνέντευξη που ακούει κανείς στο τέλος της εν έτει 2006 επανέκδοσης του Propaganda. Κι από αυτή την πολύ σύντομη και λακωνική φράση (αλλά και από την υπόλοιπη συνέντευξη, στην οποία μιλάνε για καρτ ποστάλ, μέχρι και για μαγειρική και συνταγές πολύ πριν τις κάνει «κουλ» ο Keith Richards στην αυτοβιογραφία του), μπορεί κανείς να εξάγει πολλά συμπεράσματα για την ιδιοσυγκρασία του δίσκου.
Έναν δίσκο που τα αδέρφια από την Πόλη των Αγγέλων, Ron & Russell Mael, ηχογράφησαν κυριολεκτικά με μία ανάσα μετά τo Kimono My House (Μάιος 1974), τη δουλειά δηλαδή που τους έκανε ευρύτερα γνωστούς. Τον ίδιο μήνα κάνουν και την …American invasion τους, εμφανιζόμενοι ζωντανά στην τηλεόραση του BBC και στο Top Of The Pops (καθόλου τυχαίο ότι χαρακτηρίζονταν «η πιο βρετανική μπάντα των Η.Π.Α.»), για να ξανακλειστούν τον Αύγουστο στο στούντιο, πάλι με τον Muff Winwood στην καρέκλα του παραγωγού (όπως και στο Kimono My House)· και να ηχογραφήσουν το Propaganda, που κυκλοφόρησε από την Island στις 11 Νοεμβρίου (στη γενέτειρά τους, ωστόσο, θα περίμενε τον Ιανουάριο του 1975).
{youtube}8QWmQ5sojyU{/youtube}
Ας συμφωνήσουμε εξαρχής ότι η μουσική των Sparks κινείται με μη συμμόρφωση ως προς τα στενά όρια των ειδών, αν και η πιο γειτονική ταμπέλα (η οποία και τους κόλλησε) είναι εκείνη του glam. Αυτό, όμως, περισσότερο αφορά τη σπινθηροβόλα αίσθηση (γνώθι σαυτόν να σε λένε Sparks) που αποπνέει το ηχητικό τους μείγμα, είτε κάτι τέτοιο γίνεται με synths, είτε με τα φαλτσέτο του Russell Mael, είτε με ηχηρές κιθάρες, κινούμενα όλα προς πάσας κατεύθυνσης απολήξεις. Στο Kimono My House το όλο σύμπαν εκφράστηκε στην πιο επαγγελματική και σφιχτοδεμένη του μορφή, με μια δήλωση τύπου «είμαστε εδώ και θα σας αποδείξουμε ότι μπορούμε να κάνουμε weird glam με art πινελιές». Αλλά στο Propaganda οι Sparks δεν θέλουν να αποδείξουν τίποτα πέραν του πόσο καλοί διασκεδαστές μπορούν να γίνουν. Μην βιάζεστε όμως, κανείς δεν μίλησε για δημιουργική αφέλεια.
Από τα πρώτα δευτερόλεπτα του δίσκου –συγκεκριμένα τα 23 δευτερόλεπτα του ομώνυμου και εναρκτήριου κομματιού– το φρενήρες ...dolby surround των φωνών προϊδεάζει πως οι Sparks αφήνονται. Δεν είναι αυτοί οι πρωταγωνιστές, αλλά βρίσκονται εδώ για να πουν μια ιστορία, φυσικά κατάδική τους. Το εκκεντρικό τους παραμύθι είναι μια πολεμική του έρωτα. Όμως ο δικός τους Τρωικός Πόλεμος δεν πατά στα χαλάσματα του δράματος (είπε κανείς κάτι για την Pat Benatar και το “Love Is A Battlefield”;).
Μέσα από μια θολή προσωποποίηση του άπιαστου/προβληματικού/ιδεατού(;) έρωτα, οι Sparks επινοούν συνεχώς αφηγηματικά ευρήματα για να πουν αυτό που θέλουν «ανάμεσα στις γραμμές». Με το χαρωπό εμβατήριο του “Reinforcements”, ο Russell Mael ζητά ενισχύσεις στη μάχη της ...(μεταφορικής) ερωτικής ασφυξίας, την οποία θα παρουσιάσει λίγο παρακάτω ως φόβο στο "Don't Leave Me Alone With Her" –με τη λεκτική πλαστικότητα και το δεινό του λεξιλόγιο να στέκουν ως τρανή απόδειξη του γιατί οι Sparks είναι η αγαπημένη μπάντα του Morrissey. Υπάρχει επίσης η ιστορία των ...Desmond & Molly Jones του δίσκου, δηλαδή του Aaron και της Betty του “B.C.”, η ευφυέστατη μεταφορά του έρωτα ως επιδημίας (“Achoo”), αλλά και η σχεδόν ψυχαναλυτική απεικόνιση της «επιστροφής στη μήτρα» της δημιουργίας στην chamber μπαλάντα “Never Turn Your Back On Mother Earth” (κάποιος να μας λύσει την απορία ποιος και γιατί το επέλεξε για πρώτο single του δίσκου). Και βέβαια η ειρωνική αντίστιξη του «στα τσακίδια» που φωνάζει το “Bon Voyage” και της τάχα μου δήθεν γονυπετούς ικεσίας του “Marry Me”.
Μουσικά, οι συνεχείς εναλλαγές μπορεί να αποτελούν τη ραχοκοκκαλιά και το νεύρο του δίσκου, όμως το Propaganda κερδίζει τον αγώνα στα σημεία. Σε εκείνες δηλαδή τις μικρές αλλά εύστοχες λεπτομέρειες, όπως τα τύμπανα που χτυπάνε σαν ριπές στο “B.C.”, τα ...φτερνίσματα του “Achoo”, τα οποία μετατρέπονται σε ρυθμικά και συγχρόνως αφηγηματικά στοιχεία, την ανήσυχα κοφτή κιθάρα που γίνεται το ίδιο «λεκτική» με τον στίχο «who don’t like kids» στο ομώνυμο κομμάτι. Την αλλαγή κλίμακας και του φωνητικού ύφους στο ρεφραίν του “At Home At Work At Play”, που το μετατρέπει αυτόματα σε έναν εσωτερικό διάλογο, με τα δεύτερα φωνητικά να λειτουργούν ως το διαβολάκι στο πλάι του κεφαλιού του αφηγητή.
Τελικά, όμως, οι Sparks στήνουν εδώ μια σατιρική παράσταση. Χλευάζουν την όποια σοβαροφάνεια του έρωτα κανιβαλίζοντάς τον και μαζί αποτάσσουν τη σοβαροφάνεια από τη μουσική τους. Η ένρινη μίμηση ενός αυτοσχέδιου συνδυασμού βρετανικής και γαλλικής προφοράς του Russell Mael είναι ένα από τα πιο απολαυστικά στοιχεία του «λυσίματος» της μπάντας σε αυτό τους το γκαζωμένο, ντανταϊστικό glam μιούζικαλ. Ξέρουν ότι έχουν αρκετό χιούμορ για να εξαγοράσουν από τον διάβολο τον όρο art με τον fun. Όπως κι ότι κάπως έτσι θα ακούγονταν οι Queen χωρίς τη φανταχτερή προσωπικότητα του Freddie Mercury –δεν μας κάνει εντύπωση ότι εκείνη τη χρονιά οι Sparks πλεύρισαν τον Brian May για να εισχωρήσει στα ύδατα της μπάντας (ο May έμεινε ωστόσο πιστός στο ύψος των ...βασιλικών του καθηκόντων).
Εδώ οι Sparks μας προπαγάνδισαν λοιπόν το ίδιο τους το brand στα καλύτερά του. Μας είπαν δε μόνοι τους πού απευθύνεται ο δίσκος κι εμείς δεν το πήραμε καν χαμπάρι: At home, at work, at play.
{youtube}837eZOQVs-w{/youtube}