50 χρόνια μετά, το «λιγότερο Beatles» άλμπουμ του καταλόγου τους παραμένει μια σπουδή, αλλά κι ένα άνοιγμα στο ποπ τοπίο. Το οποίο έθεσε προκλήσεις τόσο στους επόμενους, όσο και στα ίδια τα Σκαθάρια...
Ένα λευκό εξώφυλλο, που μοιάζει σαν να μην θέλει να πει (σχεδόν) τίποτα. Ή ίσως έχει απλά την αυτογνωσία ότι δεν χρειάζεται να πει πολλά –πέραν του να δημιουργήσει μια κάποια επιβλητικότητα– για να επιφέρει την ισορροπία με τα διόλου μίνιμαλ 90 μουσικά λεπτά τα οποία περιέχει.
Στον αντίποδα την ανθηρής flower power του προκατόχου Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club (1967) και ενώ έχουν δαφνοστεφανωθεί ως art rock θίασος, οι Beatles κυκλοφόρησαν το ομώνυμο άλμπουμ τους στις 22 Νοεμβρίου του 1968, που έμελλε να μείνει στην κοινή συνείδηση ως The White Album. Για κάποιους είναι το magnum opus τους, για άλλους ο δίσκος ανάμεσα στα δύο magnum opus τους (το Abbey Road ήρθε έναν χρόνο αργότερα). Σε κάθε περίπτωση, είναι ένας δίσκος που, από την πιο στιβαρή του μέχρι την πιο απλοϊκά ελαφριά στιγμή του (ή μήπως ακριβώς λόγω της αντίστιξης αυτής;), καταφέρνει κάτι να πει· ακόμη κι αν δεν ήταν ακριβώς στις προθέσεις του.
Η προπαρασκευή –αλλά και η δημιουργία– του βρίσκει τους Beatles κάπως σκορπισμένους και υπό μία σχετική σύγχυση. Πολλά από τα κομμάτια γράφτηκαν τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 1968 στην Ινδία (παραδόξως χωρίς αυτό να αντικατοπτρίζεται στον ήχο)· η Yoko Ono άρχισε να γίνεται μια άτυπη «πέμπτη Beatle», ως η μόνη σύντροφος Σκαθαριού που είχε πρόσβαση στο «άβατο» των Abbey Road Studios· ο Ringo Starr εγκατέλειψε για λίγο τη μπάντα τον Αύγουστο, εν μέσω μάλιστα ηχογραφήσεων. Αυτό το «σκόρπισμα» το ακούει κανείς και στα ίδια τα κομμάτια, ιδίως στις παρεκκλίσεις τους: το ροκ εν ρολ μπορεί να συναντά τον Karlheinz Stockhausen λίγα αυλάκια μακριά και η κωμικά πολιτική χροιά του “Back In The U.S.S.R.” να στοιχίζεται μαζί με τη ska αφέλεια του “Ob-La-Di, Ob-La-Da”.
Ίσως ακριβώς αυτές οι (αν)ισορροπίες να είναι ο πραγματικός λόγος που το White Album λογίζεται ως concept δίσκος. Δεν είναι μια τυπική ροκ όπερα όπως το Sgt. Pepper’s, το οποίο έστηνε τη δική του παράσταση ήδη από τα πρώτα δευτερόλεπτα. Οι ήρωες εδώ είναι περαστικοί και πολλές φορές δεν αρθρώνουν καν μια ιστορία που πάει παραπέρα. Για κάθε σαφή αναφορά, όπως στο “Julia” –μια ωδή αγάπης του John Lennon τόσο προς τη μητέρα του, όσο και προς την Yoko Ono– o Paul McCartney πλάθει έναν “Rocky Raccoon”, που δεν έχει να πει παρά το απλό του παραμύθι.
Τελικά, όμως, όλοι αυτοί οι ήρωες λένε μια άλλη ιστορία, έξω από τη μουσική: λένε ποιοι είναι οι Beatles εν έτει 1968, προμηνύοντας (σε έναν βαθμό) το μέλλον. Η super deluxe έκδοση που κυκλοφόρησε πριν λίγες μέρες –με τη διάρκεια να εκτοξεύεται στις πεντέμιση ώρες– αποτελεί ντοκούμεντο τύπου «history in the making», από το οποίο μπορεί να εξαχθεί εύκολα το συμπέρασμα ότι το κάθε Σκαθάρι είχε ήδη αρχίσει να στρέφεται προς μια πιο προσωπική κατεύθυνση, μιας και στα sessions συναντά κανείς κομμάτια που αργότερα περιλήφθηκαν σε σόλο δουλειές τους.
Ακόμη πάντως κι αν λοξοκοίταζαν προς προσωπικούς δρόμους, με κάποιον τρόπο εξακολουθούσαν να αποτελούν ενότητα, με τα διακριτά της επιμέρους στοιχεία. Είναι οι Beatles. Και έχουν συλλάβει σε τέτοιον βαθμό τα παρακλάδια της pop και rock έκφρασης, ώστε μπορούν να τα κάνουν κτήμα τους ακόμη και σε ένα άλμπουμ που ακούγεται σαν το «λιγότερο Beatles» του καταλόγου τους. Όλο μαζί, μάλιστα, πιάνει το momentum τους τη στιγμή της δημιουργίας του, μέσα από όλο το φάσμα της popular μουσικής. Κι αυτό ακριβώς το νοηματοδοτεί σε ενότητα. Άραγε εσκεμμένα, προς ενίσχυση αυτής ακριβώς της αίσθησης ενότητας, δεν κυκλοφόρησε κανένα single από τον δίσκο;
Δεν είναι όμως μόνο ένας δίσκος ενότητας. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως πρόκειται για την επιτομή του μεταμοντέρνου κατακερματισμού στην ποπ. Όχι, δεν είναι απλά το αβίαστο συμπέρασμα που προκύπτει από το δεύτερο μπαστάρδεμα musique concrète με την ποπ (μετά το "Tomorrow Never Knows", από το Revolver του 1966) στο “Revolution 9”, υπό τις πνευματικές ευλογίες του William S. Burroughs. Αλλά η αποσπασματικότητα σχεδόν σε περιμένει στη γωνία, κρυμμένη κάτω από το χαλάκι. Το “Happiness Is A Warm Gun” λειτουργεί σαν ένα τρίπτυχο μελωδικών κι υφολογικών αλλαγών: το ξεκίνημα με πιάνο και τη φωνή του Lennon δίνει σκυτάλη στο μεγαλόπνοο γέμισμα του δεύτερου και τρίτου verse, για να «κουρνιάσει» στην αρμονική απαλότητα του υπόλοιπου κομματιού. Αλλά και το “Glass Onion” δεν είναι μια συρραφή στιχουργικών αυτοαναφορών; «Strawberry fields», o …«walrus» (που, αν πιστέψουμε το κομμάτι, είναι ο McCartney), η “Lady Madonna”, όλα παρελαύνουν μέσα από τη σήμα κατατεθέν αλλόκοτη στιχουργική του Lennon.
Παρά τη χορταστική διάρκειά του και τη λαίμαργη δίψα για εξερεύνηση, το White Album δεν αποτελεί κλειστό κύκλο, αλλά μια σπουδή κι ένα άνοιγμα στο ποπ τοπίο. Απαντήσεις δεν δίνονται, θέτονται όμως προκλήσεις για τους επόμενους –μα και για τους ίδιους τους Beatles.
Δεν είναι καν ο καλύτερος δίσκος των Beatles. Συγχρόνως, όμως, είναι ένας δίσκος που, εάν πέσει στα χέρια κάποιου που υποθετικά δεν έχει καμία ιδέα τι σημαίνει popular music (ιδιαίτερα εν έτει 1968), θα προσφέρει ένα περιεκτικό, ταχύρρυθμο μάθημα, χωρίς να χρειάζονται περαιτέρω εξηγήσεις. Κι ενώ είναι από εκείνα τα άλμπουμ που έχουν μνημονευτεί παραπάνω από όσο αντέχει ένα έργο να μνημονευτεί –οπότε μοιάζει ενδεχομένως περιττό να ειπωθεί κάτι άλλο– κάθε νιοστή ακρόαση ανοίγει χαραμάδες νέων μονοπατιών. Τα οποία μπορούν να οδηγούν ακόμη και σε μια πολύ μικρή (αλλά κρυφή, έως τότε) λεπτομέρεια, που μοιάζει με αποκάλυψη. Κι αυτό τον κάνει ένα σπουδαίο δίσκο, για τον οποίον αξίζει να μιλάμε 50 χρόνια μετά.
Όπως έμμεσα προτρέπει ο McCartney στο "Mother Nature’s Son", «Listen to the pretty sound of music as she flies».
{youtube}aBQIAWh3YBs{/youtube}