Το άλμπουμ που έφερε επίσημα τον όρο hard rock και στιγμάτισε την γενιά που διαδέχτηκε αυτή του Woodstock.
Με το τέλος της δεκαετίας του ’60, πλησιάζει πλέον και τέλος του flower power κινήματος. Οι hippies έρχονται αντιμέτωποι με την άγρια συνειδητοποίηση πως τελικά δεν ισχύει το “all you need is love” (σ.σ. Beatles – All you need is love, 1967) για να αλλάξεις τον κόσμο και πως στους δρόμους του San Francisco δεν κυκλοφορούν μόνο “gentle people with flowers in their hair” (σ.σ. Scott McKenzie – San Francisco, 1967). Η προσγείωση στην ωμή πραγματικότητα για τα «παιδιά των λουλουδιών» ήταν απότομη.
Αρχή του τέλους, η συναυλία Altamont Free Concert που θα πραγματοποιηθεί στο Altamont της California, στις 6 Δεκεμβρίου του ’69. Εκεί, επί σκηνής, θα εμφανιστούν ονόματα αξίας αντίστοιχης αυτών στο Woodstock (σ.σ. Jefferson Airplane, Grateful Dead, Rolling Stones, Santana, CSN&Y) και η δυναμική που έχει δημιουργηθεί είναι τουλάχιστον εκρηκτική. Όσοι παρευρίσκονται στον χώρο, παίρνουν ιστορική ρεβάνς απ’ την απουσία τους στο τριήμερο του peace, love & music (σ.σ. ένα απ’ τα μότο του Woodstock festival) και στην ατμόσφαιρα πλανάται η αίσθηση της κατάκτησης του σύμπαντος.
Όμως τα κύματα αγάπης προκαλούν και αναταράξεις. Το τραγικό λάθος, την φύλαξη του χώρου να την αναλάβουν οι ατίθασοι μοτοσικλετιστές και παραβάτες της ζωής, Hells Angels, την πλήρωσε ο Meredith Hunter. Δεκαοχτώ χρονών τότε, είχε βρεθεί στις μπροστινές σειρές του κοινού της συναυλίας όταν οι Rolling Stones ξεκίνησαν να παίζουν το "Sympathy for the Devil". Οι ναρκωτικές ουσίες που κυκλοφορούσαν στον οργανισμό του και το διαπεραστικό Διονυσιακό τραγούδι του Βρετανικού συγκροτήματος, τον ώθησαν στο να προσπαθήσει να ανέβει στην σκηνή. Και κάπου εκεί ανέλαβαν δράση οι μουσάτοι και χειμαρώδεις Hells Angels. Μετά από μια αναμπουμπούλα αρκετών λεπτών που περιλάμβανε ένα περίστροφο, μερικές μπουνιές και μαχαιριές, ο Hunter κατέληξε νεκρός.
Οι αντιπολεμικές διαμαρτυρίες κατά του πολέμου στο Βιετνάμ είχαν πλέον φτάσει και στην Ευρώπη, η μάχη για τα πολιτικά δικαιώματα των Αφροαμερικανών στις Η.Π.Α. ήταν φλέγον ζήτημα, οι μάχες γυναικείων οργανώσεων που ξεκίνησαν να απαιτούν ισότητα έκαναν την εμφάνιση τους, οι ανισότητες μέσω της οικονομικής καταπίεσης των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων δημιούργησε νέα πολιτική ατζέντα και το «σύστημα» ένιωθε να κλονίζεται στις βάσεις του. Έτσι, στο συγκεκριμένο περιστατικό τα συντηρητικά Μέσα της εποχής, βρήκαν το ιδανικό πάτημα για να αναπτύξουν όποια επιχειρηματολογία μπορούσαν να σκαρφιστούν για να πλήξουν το hippie κίνημα, αλλά και γενικότερα το κίνημα «αλλαγής» που είχε φέρει μαζί του η πολυχρωμία της συγκεκριμένης καταπιεσμένης γενιάς.
Φοβισμένη και γεμάτη απογοήτευση, η γενιά αυτή χάθηκε στην δίνη των απανωτών κατηγοριών. Σε αυτό το νέο κυνήγι μαγισσών, η όποια ώθηση είχε δημιουργηθεί μέσω folk, country και rock n’ roll μοτίβων, ξεκίνησε να μοιάζει αδύναμη και η ανίκανη να ικανοποιήσει τα όνειρα και τις φιλοδοξίες για έναν καλύτερο κόσμο. Η ελπίδα κρύφτηκε, αλλά η ενέργεια της νιότης υπήρχε. Σαν έναν καζάνι που έβραζε, η ανάγκη για εξωτερίκευση συναισθημάτων έφερε έναν πιο «σκληρό» ήχο σε κάποιες ηχογραφήσεις.
Αρχές των ‘70s και συγκροτήματα όπως οι Led Zeppelin με τις blues επιρροές τους παρουσίασαν κάτι καινούριο παρασύροντας ό,τι βρέθηκε μπροστά τους (είτε αυτό ήταν πιάνο που βρισκόταν σε δωμάτιο ξενοδοχείου που διέμεναν και το πέταξαν στο παράθυρο είτε οι Beatles), αλλά και τα πιο σκοτεινά σημεία του rock φωτίστηκαν με κεριά απ’ τους «παρανοϊκούς» Black Sabbath. Το όνομα επίσης των Deep Purple είχε κάνει την εμφάνιση του στην δισκογραφία, αλλά ακόμα δεν είχαν βρει οι ίδιοι το πεδίο που θα ήθελαν να αναπτύξουν το καλλιτεχνικό τους όραμα.
Οι ιδρυτές του συγκροτήματος, ο κιμπορντίστας Jon Lord και ο κιθαρίστας Ritchie Blackmore, μετά από διάφορα περάσματα που έκαναν σε διάφορα μουσικά σχήματα, κατέληξαν να παίζουν μαζί στους Roundabout. Προς το τέλος των ‘60s η ονομασία της μπάντας άλλαξε σε Deep Purple, ενώ προηγουμένως είχε προστεθεί στην ομάδα ο ντράμερ Ian Paice. Η συγκεκριμένη τριάδα μουσικών κατέληξε να θεωρείται η «βασική», καθώς στον τέταρτο δίσκο τους, Deep Purple In Rock του 1970, στο μπάσο εμφανίζεται ο Roger Glover αντί του Nick Simper και στα φωνητικά ο Ian Gillan αντί του Rod Evans. Στο συγκεκριμένο άλμπουμ οι Purple απομακρύνονται απ’ την ψυχεδέλεια και παίζουν με όρους όπως progressive rock, επηρεασμένοι από συγκροτήματα όπως Jethro Tull και Procol Harum. Ο Blackmore θα δηλώσει για εκείνη την μεταβατική και σημαντική περίοδο για το συγκρότημα, “Στην αρχή ήμουν πραγματικά λίγο χαμένος ως προς το τι στιλ είχαμε. Και μετά όλα έκαναν κλικ με το Deep Purple in Rock. Είχαν μπει στο συγκρότημα ο Ian Gillan και ο Roger Glover και αυτό μας έδωσε νέο αίμα. Ανακάλυψα ότι με άγγιζε πιο πολύ η σκληρή μουσική και να παίζω με περισσότερη ένταση στον ενισχυτή. Κάπως έτσι. Μετά καθίσαμε συνειδητά και είπαμε, "Ας δοκιμάσουμε να γίνουμε πιο σκληροί. Με είχαν επηρεάσει και οι Zeppelin νομίζω. Ο Gillan είχε αυτή τη μεγαλειώδη φωνή και ο Paice (που είναι απίστευτος ντράμερ) ήταν ο κινητήρας της μπάντας.”
Έτσι, το Deep Purple in Rock ανανέωσε τον ήχο του γκρουπ. Ήταν μια εξαιρετική και ιστορική κυκλοφορία για την δισκογραφία συνολικά, αλλά το big bang για την δημιουργία ενός νέου κόσμου που θα επηρέαζε αισθητικά και μουσικά τις επόμενες δεκαετίες, ήρθε στην επομένη κυκλοφορία τους.
Το συγκρότημα βρίσκεται σε περιοδεία για δύο χρόνια σερί και το 1971 τους βρίσκει κάπως εξαντλημένους και σε δημιουργικό αδιέξοδο. Ο Blackmore κάνει σκέψεις για solo καριέρα ή έστω έξω απ’ τους Purple, ο Ian Gillan σε ξεχωριστό καμαρίνι απ’ τους υπόλοιπους καθώς “θέλει ηρεμία πριν τα live ενώ εμείς την χρειαζόμαστε μετά το τέλος τους” όπως θα δηλώσει ο Roger Glover και ο Ian Paice θέλει να ηχογραφήσει τα μουσικά μέρη του σε διαδρόμους ξενοδοχείων (σ.σ. όπως έπραξε και για τις ηχογραφήσεις του δίσκου Fireball εκείνης της χρονιάς). Η ομαδική σκέψη που αφορά τον επόμενο δίσκο τους, έχει να κάνει με την αισθητική του που θέλουν να μοιάζει με live, κάτι που απουσίαζε στις προηγούμενες δουλειές τους.
Σε πρώτη φάση, ενοικιάζουν για τις ηχογραφήσεις τους το Rolling Stones mobile studio (σ.σ. ένα κινούμενο βαν) και το καζίνο του Montreux με μεσολαβητή τον φίλο τους Claude Nobs – ιδρυτή του Montreux Jazz Festival. Σε αυτό, εκείνες τις ημέρες δίνει παραστάσεις ο Frank Zappa με το συγκρότημα του Mothers of Invention. Οι Purple έχουν κάνει κάποια προσχέδια για τραγούδια, αλλά δεν θα προλάβουν να ολοκληρώσουν τις προσπάθειες τους, αφού σε ένα live του Zappa ο χώρος πιάνει φωτιά και το καζίνο καταλήγει στις φλόγες. Ο καπνός σκεπάζει την λίμνη του Montreux και η εικόνα αυτή φέρνει την ιδέα του τραγουδιού "Smoke on the water".
Το συμβάν στο καζίνο τους οδηγεί στο θέατρο Pavilion αλλά και εκεί δεν θα κάτσουν για αρκετό χρονικό διάστημα. Οι διαμαρτυρίες των κατοίκων της περιοχής για έντονη φασαρία απ’ το παίξιμο τους, θα φέρει την τοπική αστυνομία στην πόρτα τους. Οι groupies θα προσπαθήσουν να τους απωθήσουν, αλλά οι Purple είναι αναγκασμένοι να μετακινηθούν και πάλι.
Επόμενος προορισμός, το ξενοδοχείο Grand Hotel που είναι κλειστό για τον χειμώνα. Οι εσωτερικοί χώροι του είναι ιδανικοί για αυτό που θέλουν να πετύχουν ηχητικά. Στήνουν τα μηχανήματα τους στους διαδρόμους, για ηχομονωτικά υλικά χρησιμοποιούν στρώματα κρεβατιών και χαλιά, αλλά οι συνθήκες δεν είναι απόλυτα ευνοϊκές. Είναι Δεκέμβρης και η Ελβετία είναι χιονισμένη. Το κρύο είναι διαπεραστικό και για να καταλήξουν στο Rolling Stones mobile studio που είναι παρκαρισμένο εκτός ξενοδοχείου, πρέπει να περνάνε μέσα από δωμάτια, χιονισμένα μπαλκόνια και τεράστιους διαδρόμους. Χαμένος χρόνος σκέφτονται και έτσι προσπαθούν να βγάλουν όλα τα τραγούδια σε λίγα takes. Παρακάμπτουν την συνηθισμένη διαδικασία του playback της ηχογράφησης και σταματάνε να παίζουν μόνο όταν νιώσουν ικανοποιημένοι απ’ το αποτέλεσμα.
Σε αυτές τις ηχογραφήσεις, ο Blackmore ξεδιπλώνει για πρώτη φορά σε έντονο βαθμό, την ικανότητα του να συνδυάζει στο songwriting δύο μεγάλες του αγάπες. Τους The Who (που τους άκουσε πρώτη φορά το ’64) και την κλασική μουσική, με βασικές αναφορές σε Bach και Vivaldi. Η πρωτοποριακή μίξη αυτών των διαφορετικών «σχολών», λειτουργεί δραματουργικά στην ατμόσφαιρα των συνθέσεων. Ο ίδιος αργότερα, θα το περιγράψει ως εξής: προσπάθησα να ενσωματώσω στη μουσική μας αυτές τις περίπλοκες προοδευτικές ιδέες, αλλά όχι και πάρα πολύ, καθώς αν βάλεις πολυπλοκότητα στο rock χάνει τα θεμέλια του και γίνεται «δήθεν» ή avant-garde.
Όλα κυλούν ομαλά στο Grand Hotel και τα πάντα σε αυτές τις τρείς εβδομάδες προκύπτουν με μια φυσικότητα. Το concept των ηχογραφήσεων για να υπάρξει η επιθυμητή – δυναμική – live αισθητική, είχε επιτευχθεί. Όλα τα μουσικά μέρη των μελών του συγκροτήματος έχουν βρει την κατάλληλη τοποθέτηση στην ενορχήστρωση των τραγουδιών και έτσι κανείς δεν «καπελώνει» τον άλλον. Όλα στέκονται αυτόνομα και ταυτόχρονα λειτουργούν συνολικά σε απόλυτη αρμονία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το τραγούδι που ανοίγει τον δίσκο, το Highway star. Μια speed metal σύνθεση που (και) σε αυτήν βασίστηκε η μετέπειτα hard rock και metal σκηνή.
Στις 25 Μαρτίου του 1972, στα ράφια των δισκοπωλείων τοποθετείται το Machine Head των Deep Purple. Οι πωλήσεις του δίσκου θα εκτοξεύσουν την φήμη του συγκροτήματος στα ύψη και θα πιάσουν κορυφή σε διάφορες χώρες. Το σημαντικότερο για την συγκεκριμένη κυκλοφορία, δεν είναι βέβαια οι πωλήσεις του, αλλά το impact του σε κοινό και δισκογραφία. Ένα τεράστιο headbanging μουσικό κεφάλαιο στην ιστορία, καθοριστικό για την πορεία και την εξέλιξη του είδους στα ‘70s – ‘80s.
Στα επόμενα χρόνια, όλοι οι επίδοξοι κιθαρίστες θα δοκιμάσουν να παίξουν τα riff του Blackmore, όλες οι νέες μπάντες στα πρώτα τους τζαμαρίσματα, θα κάνουν ένα πέρασμα από μια οποιαδήποτε σύνθεση του Machine Head. Ένας δίσκος, αναφορά και ορόσημο, για την «σκληρή» γενιά του rock που ακολούθησε και κατέκτησε με θράσος-ταυτότητα-στενά τζιν και μπύρες τον κόσμο.