Θα μπορούσε να βγει τρελή γκουφιά το Redeemer Of Souls, σέρνοντας στη λάσπη το όνομα ενός σπουδαίου συγκροτήματος: γιατί ήταν οι Priest που κήρυξαν στον κόσμο το ευαγγέλιο του Μαύρου Σαββάτου, μορφοποιώντας έτσι το χέβι μέταλ σε είδος, κώδικα μα και στάση ζωής.
Η alt-metal γενιά δεν θα το πιάσει φυσικά ποτέ, το γνωρίζω. Αλλά για τους υπόλοιπους ο κίνδυνος μιας καυτής πατάτας εκ μέρους των Βρετανών έμοιαζε πολύ πραγματικός, 45 χρόνια μετά το ξεκίνημά τους, με τον K.K. Downing –αν είναι δυνατόν!– εκτός μπάντας και με τον Rob Halford να έχει πια χάσει σε αρκετό βαθμό τη φωνάρα της νεότητάς του.
Ευτυχώς, όλα κύλησαν καλά. Οι Judas Priest δεν έχουν βέβαια κανέναν άσσο στο μανίκι· δεν παίζουν πειραματισμοί, δεν υπάρχει εκσυγχρονισμός, ανάπτυξη και τρίχες σαξές στόρι, δεν θα βρεθεί ούτε μισή έκπληξη στο Redeemer Of Souls. Αν ανέμενες ή απαιτούσες κάτι τέτοιο, είσαι βαθιά νυχτωμένος και θα έπρεπε να καταδικαστείς να πλένεις τις άσπρες κάλτσες του Chino Moreno στον αιώνα τον άπαντα.
Στο 17ο (στούντιο) άλμπουμ τους, οι Priest συμπεριφέρονται ως Θεματοφύλακες, ως Αδελφότητα που παίζει στα δάχτυλα πανάρχαια μυστικά και μπορεί με δυο-τρία κόλπα να ξαναθέσει σε κίνηση έναν ολόκληρο κόσμο. Όχι γιατί τον νοσταλγεί ή γιατί έχει εγκλωβιστεί εκεί, μα γιατί επένδυσε μια ζωή προκειμένου να τον κατέχει σε όλο του το εύρος, σε όλο του το ηρωικό μεγαλείο: από τα σκληρά λευκά μπλουζ των 1960s που δίνουν τον τόνο στο "Crossfire", στο βαβούρικο ροκ εν ρολ του "Snakebit"· και από τη μπαλάντα "Beginning Of The End" ως τις υπέροχες NWOBHM κιθάρες ("Down In Flames"), οι οποίες παρελαύνουν περήφανα στη ραχοκοκαλιά του δίσκου, καταφέροντας συντριπτικά χτυπήματα σε όσους ανόητους κάνουν το λάθος να υποτιμήσουν τους γερο-Priest. Χώρια δηλαδή τις φανταστικές τσιρίδες και ερμηνείες του Halford, που παραμένουν ικανές και στο νυν ηλικιακό φάσμα να τραγουδήσουν τις αξίες του σκληρού άντρα κατά τρόπο ανεπανάληπτο.
Θα άξιζε ίσως να σταθώ πιο λεπτομερώς σε μερικά τραγούδια, αλλά τελικά απλά θα φλυαρούσα. Γιατί δεν έχει τόση σημασία το στιγμιαίο μυστηριακό μομέντουμ που μπορεί π.χ. να χτίζει το "Secrets Of The Dead", η κελαρυστή νεοκλασίκ επικότητα του "Redeemer Of Souls" και του "Halls Of Valhalla", η συγκρατημένη απελπισία του "Cold Blooded" ή η σβέλτη, περίτεχνη σαν ξιφομαχία δομή του "Tears Of Blood". Περισσότερη σημασία έχει η μαγιά πίσω από τα κομμάτια. Η Πρωταρχική Ύλη, η οποία μεταπλάθεται ξανά και ξανά σε αέναεες παραλλαγές ρολαριστού χέβι μέταλ, με τη Judas Priest σφραγίδα ποιότητας κολλημένη σε κάθε συσκευασία.
Κατ' αυτόν τον τρόπο χτίζεται ένα μεγάλο σε διάρκεια άλμπουμ (18 τραγούδια, 84 περίπου λεπτά), το οποίο όμως δεν κουράζει, ακόμα κι αν όλοι μας θα εντοπίσουμε στιγμές πλατειασμού που θα μπορούσαν να είχαν λείψει. Το Redeemer Of Souls λειτουργεί πάντως σαν σύνολο, κινείται σαν γροθιά. Και πολλά από τα εύσημα ανήκουν στον 34χρονο Richie Faulkner· γιατί φοράει μεν επάξια τα παπούτσια του K.K. Downing –με πλήρη σεβασμό για τον ήχο του μεγάλου κιθαρίστα– αλλά συνάμα διεκδικεί με τα σφιχτά του ριφ και με τον ενθουσιασμό του μια πιο προσωπική στάση, που τελικά προσθέτει στο αποτέλεσμα.
Κυρίες και κύριοι, η ιστορία γράφτηκε όταν έπρεπε να γραφτεί. Οι Priest δεν γύρισαν για να συμπληρώσουν κάποιο νέο κεφάλαιο, μα απλά για να υπάρξουν ξανά, με τους όρους τους, μέσω του μοναδικού σουλουπιού που έδωσαν κάποτε στη μουσική την οποία αγάπησαν. Ο καινούργιος τους λοιπόν δίσκος δεν είναι παρά μια χειρονομία: ένα κάλεσμα σε όσους τους αγαπήσαμε κι εμείς με τη σειρά μας να πιούμε άλλη μία γύρα κρύες πίντες παρέα, να το γιορτάσουμε για ακόμα μία φορά.