Οι σπουδαίες στιγμές, απουσιάζουν. Πάντως ο Cave δεν τραγουδάει σαν «καμένος» από τη μοίρα, αλλά ως ένας άνθρωπος που θέλει να εξωραΐσει τη λύπη του και να την περάσει στην αιωνιότητα...
Από τα πρώτα του δισκογραφικά βήματα, ο Nick Cave έτεινε να εκθέτει απεγνωσμένα τις θνητές του αγωνίες. Προσομοίαζε την εμπειρία του θανάτου στη μουσική του ή έστω την προσέγγιζε εγκεφαλικά και τελικά τη μετουσίωνε σε καλλιτεχνικό αποτέλεσμα –αυτό που του υπαγόρευαν κάθε φορά οι προβολές της φαντασίας του. Άλλοτε σε φαντασιόπληκτα αφηγήματα σαν τις «φονικές μπαλάντες», άλλοτε με την ενορατική σοφία των πολλών αριστουργηματικών τραγουδιών που έχει αφήσει πίσω του.
Ο Cave μπορεί λοιπόν κατά βούληση να ακούγεται ρομαντικός ή μελωδικός, περιπαικτικός ή απειλητικός. Αλλά στον 16ο δίσκο του, η μοίρα τον φέρνει να δεσμεύεται από συγκεκριμένα βιώματα και να βρίσκεται σε αληθινό θρήνο. Ξαφνικά, το θανατικό και η απώλεια είναι πεδίο απάτητο για τον τραγουδοποιό. Πλέον δεν μπορεί να υποδυθεί τον υπερταλαντούχο μποέμ ή τον καμένο ποιητή και δεν έχει άλλη επιλογή παρά να ακουστεί σοφός, πλήρης και στιβαρός. Οι πνιγηρές ιστορίες του –όσες μας έχουν ρίξει κατά καιρούς σε ψυχικά τάρταρα– απογυμνώνονται από την ανάγκη ψυχαγωγίας και παράνοιας: περιβάλλουν πλέον τον ακροατή με μια ασφυκτική, βαθιά λυπηρή αίσθηση. Το αληθινό συναίσθημα του μουσουργού κατορθώνει μάλιστα και ξεπερνάει τέτοιες ανέξοδες περιγραφές, αν θέλουμε όμως να είμαστε ειλικρινείς, τα σπουδαία τραγούδια απουσιάζουν από το Skeleton Tree.
Τα τραγούδια του δίσκου σηματοδοτούν μια σπαταλημένη προοπτική. Ένα πρόωρο φινάλε· μία αδιέξοδη λύπη. Δεν υπάρχει έξοδος κινδύνου. Δεν υπάρχει γενικά έξοδος. Ο Cave τραγουδάει μελωδίες που μοιάζουν σαν να τις έχει συλλάβει σε ντουμανιασμένο δωμάτιο χωρίς παράθυρα και χωρίς φώτα, αγκαλιά με τη Βίβλο, με λίγες φωτογραφίες και πολλά μπουκάλια κρασί. Και τις τραγουδάει σαν να έχει καταπιεί το σκοτάδι. Όμως χωρίς το reality value γύρω από τον θάνατο στην οικογένειά του και χωρίς το συμπληρωματικό φιλμ One More Time With Feeling (το οποίο δεν έχω δει), τα τραγούδια στέκουν αδύναμα. Ορισμένα, μάλιστα, ανήκουν στα περισσότερο αξιολησμόνητα που μας έχει χαρίσει την τελευταία 20ετία.
Μπορεί έτσι τα "Girl In Amber" και "Jesus Alone" να χαρτογραφούν ένα πορτραίτο θλίψης, όμως στίχοι όπως το «with my voice I’m calling you» δεν αφήνουν αντάξιο συγκινησιακό αποτύπωμα. Μπορεί τα αέρινα bleeps στο "Rings Of Saturn" να θέλουν να χτίσουν μια υποφερτή κατοικία για τους νικημένους από τον θάνατο, υπάρχει όμως η αίσθηση του ανολοκλήρωτου.
Τα κομμάτια του Skeleton Tree ξεκίνησαν να γράφονται σε διαφορετικές συνθήκες, αλλά στην πορεία απόκτησαν χαρακτήρα επιτάφιας συνοδείας. Σίγουρα εξυπηρετούν την ανάγκη του Cave να επικοινωνήσει τον χαμό του ανήλικου γιου του, με τον μόνο τρόπο τον οποίον διαισθάνεται αποδοτικό: με το να γίνει δηλαδή ο ίδιος ένα καλλιτεχνικό όχημα και να κατατάξει σε τραγούδια το δυσβάστακτο κενό που αφήνουν οι αγαπημένοι όταν φεύγουν («nothing really matters when the one you love is gone»). Με συνεργάτη τον Warren Ellis, ακολουθεί τον δρόμο της ευγένειας και της κομψότητας –όπως ο Sufjan Stevens με το περσινό Carrie & Lowell– και δεν τραγουδάει σαν «καμένος» από τη μοίρα, μα ως ένας άνθρωπος που θέλει να εξωραΐσει τη λύπη του και να την περάσει στην αιωνιότητα.
Αν μη τι άλλο το αξίζει. Και ας μην έγραψε αντάξιο τραγούδι.
{youtube}BAMZYpZi_M4{/youtube}